Ο Γιώργος Μαζωνάκης αποτελούσε πάντα για μένα ένα αξιοπερίεργο «φαινόμενο», με την έννοια ότι αντίθετα από τους περισσότερους και τις περισσότερες συναδέλφους του, έχαιρε ανέκαθεν (από τα βάθη των ‘90s ακόμα) μεγάλης εκτίμησης και αποδοχής σε κύκλους και συνομοταξίες που η σχέση τους με την λαϊκο-ποπ δισκογραφία και τις μεγάλες πίστες ήταν συνήθως αυστηρά περιστασιακή και εκλεκτική. Με παραξένευε λίγο, αλλά το «έπιανα» κιόλας.
Τα τραγούδια του δεν ήταν καλύτερα ή χειρότερα από τα υπόλοιπα πρωτοκλασάτα σουξέ της εγχώριας παραγωγής, ο ίδιος όμως ήταν (και είναι) διαφορετικός, σχεδόν από κάθε άποψη. Και ως λαϊκός ποπ σταρ με την θρυμματισμένη του αρρενωπότητα και την απενοχοποιημένη γκλαμουριά του, και ως τυπάκι της διπλανής πόρτας με τα προβλήματα, τους εθισμούς, τα οικογενειακά του δράματα.
Ακόμα και πριν υποβαθμιστούν κάποιες από αυτές, από ασέλγεια και κακοποίηση σε παρενόχληση, το κύμα υποστήριξής του ήταν ολοκληρωτικό.
Οι υπερβάσεις του – στην εμφάνιση, στην επικοινωνία, στο ντύσιμο, στο στυλ, στο συνολικό performance, ακόμα και στην ερμηνεία του – έμοιαζαν να υπονομεύουν τα μάτσο στερεότυπα του χώρου και, το πιο σημαντικό: Έμοιαζαν επίσης φυσικές, παρά τον υβριδικό εξωτισμό που απέπνεαν, και όχι προμελετημένες. Ο «Μαζώ» μετέφερε ένα metrosexual ήθος και εισήγαγε queer δαιμόνια σ’ ένα σύστημα που βασιλεύει ακόμα το πατροπαράδοτο και στεγνό αντριλίκι (χρησιμοποιώ εδώ το queer με την πιο ευρεία, αφηρημένη και «αυθεντική» έννοια του προσδιορισμού αυτού, ο οποίος κάποτε σήμαινε «αλλόκοτο», όπως κάποτε το gay σήμαινε «χαρούμενο»). Και μπορούσε να λειτουργεί για πολλούς και πολλές ως άλλοθι ή ως πύλη εισόδου σ’ έναν κόσμο ο οποίος τους έλκυε και συγχρόνως τους απωθούσε, ως σαγηνευτικός αυλητής μιας τελετουργίας που δεν έβρισκες πλέον κανένα λόγο να σνομπάρεις.
Τον περασμένο μήνα ανακηρύχτηκε ως λέξη της χρονιάς από το Λεξικό του Κέιμπριτζ ο όρος «parasocial» (παρακοινωνικό), ο οποίος περιγράφει τη μονόπλευρη, συναισθηματική σύνδεση που αισθάνεται ένα άτομο με κάποιον που δεν γνωρίζει προσωπικά - όπως μια διασημότητα, έναν influencer, έναν φανταστικό χαρακτήρα, ή ακόμη και μια τεχνητή νοημοσύνη. «Πακέτο» πάει και η καλούμενη «παρακοινωνική ψευδαίσθηση», κατά την οποία οι θαυμαστές και οι θαυμάστριες μιας διασημότητας οικειοποιούνται και εσωτερικεύουν τόσο τις επιτυχίες όσο και τις αποτυχίες του ειδώλου τους και το υπερασπίζονται σθεναρά και άνευ όρων σε κάθε κριτική ή καταγγελία εναντίον του.
Κάτι τέτοιο φάνηκε να εκδηλώνεται και στην περίπτωση του Γιώργου Μαζωνάκη, σε σχέση με τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει τις τελευταίες μέρες. Ακόμα και πριν υποβαθμιστούν κάποιες από αυτές, από ασέλγεια και κακοποίηση σε παρενόχληση, το κύμα υποστήριξής του ήταν ολοκληρωτικό. «Η ΠΙCΤΗ και η ΠΙΣΤΑ με έσωσαν» έγραψε προ μερικών ημερών ο ίδιος σε μια ανάρτησή του (ναι, για την «πίστη» χρησιμοποίησε «βυζαντινή» γραφή), αμέσως πριν από την θριαμβευτική επιστροφή του σε νυχτερινό μαγαζί, ενώ προχθές, από τη θέση του ως κριτής στο μουσικό ριάλιτι The Voice, καυτηρίασε (από την τηλεόραση) «την τηλεόραση τις εκπομπές που ξεφτιλίζουν ανθρώπους, και είναι μέρος του συστήματος».
Το «σύστημα» όμως, σε οποιαδήποτε μορφή και εκδοχή του, ευνοεί εξ ορισμού τον διάσημο, τον καταξιωμένο, τον επώνυμο. Ασχέτως αν έχουν βάση ή όχι οι κατηγορίες εναντίον του δημοφιλούς τραγουδιστή, αυτές είχαν υπονομευθεί εξαρχής από ένα κοινό που δεν δέχεται κανένα ψόγο για το ίνδαλμά του και από ένα ακόμα μεγαλύτερο κοινό που πιστεύει ότι η κατάχρηση και η επίδειξη εξουσίας από τον φτασμένο στον αρχάριο είναι «μέσα στη δουλειά» και ότι η σεξουαλική παρενόχληση (η οποία υποβιβάζεται συχνά στο επίπεδο ενός «αθώου» πεσίματος) στον οποιοδήποτε εργασιακό χώρο είναι «μέσα στο παιχνίδι» της επαγγελματικής ανέλιξης.