Δύο τόμοι, που θυμίζουν σπιράλ μπλοκ ζωγραφικής, ένα λεύκωμα-πολύτιμο εργαλείο για τους ανθρώπους του θεάτρου αλλά και όσους αγαπούν το θέατρο είναι το απόσταγμα της εργασίας, της ακαδημαϊκής διαδρομής και της ζωής μέσα στο θέατρο ενός σπουδαίου σκηνογράφου, του Απόστολου Βέττα. Χάρμα οφθαλμών, ένα λεξικό που μας ταξιδεύει στη γέννηση του θεάτρου, στα μυστικά του, στις προσωπικότητες που διαμόρφωσαν αισθητικές τάσεις και ρεύματα, αυτό το εύληπτο πόνημα υπηρετεί την απλότητα και τη βαθιά επιθυμία του συγγραφέα του να μείνει άσβεστη και να μεταδοθεί η τέχνη και η τεχνική που κρύβονται πίσω από τη μαγεία του θεάτρου, για να μη χαθεί μια πολύτιμη παρακαταθήκη ούτε το κοπιώδες έργο και οι ευρηματικές λύσεις εκατοντάδων ανθρώπων.
Ο Απόστολος Βέττας πιστεύει ότι κάθε νέος σκηνοθέτης, ηθοποιός, αλλά κυρίως τεχνικός είναι χρήσιμο να ξέρει όχι μόνο σε έκταση αλλά και σε βάθος τα ζητήματα που σχετίζονται με την τεχνική υποστήριξη μιας θεατρικής παράστασης, αυτά τα οποία συγκροτούν έναν ολόκληρο κόσμο, ένα περιβάλλον που μέσα του γεννιέται ένα θεατρικό έργο.
Μέσα από τις σελίδες της δίτομης έκδοσης «Σκηνές - Σημειώσεις για την τέχνη και την τεχνική της σκηνογραφίας» που εξέδωσε το MOMus (Μητροπολιτικός Οργανισμός Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης), μια έκδοση που ακολουθεί την αισθητική της απλότητας, αναδύεται η σκηνογραφία ως μια αυτόνομη τέχνη που εξελίσσεται μέσα στα τοιχώματα της θεατρικής αρχιτεκτονικής, ενώ παράλληλα πρόκειται για μια καταγραφή της ιστορικής εξέλιξης της σκηνογραφίας στο ελληνικό θέατρο μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα και της πείρας του συγγραφέα, την οποία απέκτησε δουλεύοντας στο θέατρο επί σαράντα χρόνια.
«Με ενδιαφέρει ένα σκηνικό το οποίο από την αρχή μέχρι το τέλος παραμένει σιωπηλά απέναντι στον θεατή, υπάρχει χωρίς να παρεμβαίνει λέγοντας “δες με” και νοηματοδοτείται από την παρουσία του και όχι από την κραυγή».
«Είμαι παλιομοδίτης», λέει ο Απόστολος Βέττας, «και αυτός είναι ο λόγος που έκανα αυτήν τη δίτομη έκδοση. Eίναι σαν μια διατριβή που κάνω στο τέλος της ζωής μου ως άνθρωπος που ασχολήθηκε με τα ακαδημαϊκά και ειδικά με τις καλές τέχνες. Από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία, αυτό το έργο έχει έναν νόμο, της απλότητας και της σαφήνειας. Θεωρώ τον εαυτό μου εμπειριστή και από την άλλη μεριά έχω πίσω μου και πλάι μου αυτούς που δίδαξαν με απλότητα τη δυσκολία της ελληνικής γλώσσας, τη δυσκολία του αρχαίου δράματος, τη δυσκολία της μεταφοράς της εικόνας».
Η συγγραφή αυτού του λεξικού, όπως το αποκαλεί, κράτησε περίπου είκοσι χρόνια. Στον πρόλογό του απευθύνει χαιρετισμό ως φόρο τιμής σε όλους όσοι τον δίδαξαν, κυρίως στους τεχνικούς της Λυρικής, του Εθνικού, του Κρατικού, των ΔΗΠΕΘΕ, με τους οποίους είχε μια ζωντανή και δημιουργική σχέση, ενώ αποχαιρετά και τους φοιτητές του στο ΑΠΘ. «Στην εποχή που ζούμε η πληροφορία έχει τέτοια ταχύτητα, τόση ποσότητα, το να φτιάξεις ένα χειρόγραφο σημείωμα που να λέει “δώστε σημασία σε αυτά, με αυτόν τον τρόπο”, ίσως είναι υποκειμενικό, αλλά έχει επάνω του μια ζωή», λέει ο Απόστολος Βέττας και συμπληρώνει ότι «οι σκηνογράφοι, όταν κάνουν τον απολογισμό της ζωής τους, ή θα δείξουν τι σκηνικά έφτιαξαν ή θα γράψουν ένα τέτοιο βιβλίο. Εγώ προτίμησα το δεύτερο».
Σκηνές - Σημειώσεις για την τέχνη και την τεχνική της σκηνογραφίας,
Τόμος 1, εκδόσεις MOMus
Όταν τον ρωτώ ποια είναι η οδηγία χρήσης του λεξικού, λέει: «Προφανώς, κάποιος που θέλει να μάθει μια λέξη, όπως θα έμπαινε σε ένα λεξικό, εδώ θα τη δει να σημειώνεται με έναν άλλο τρόπο, που σχετίζεται με το θέατρο». Του ζητώ ένα παράδειγμα και μου αναφέρει τη λέξη «άθυρμα» που σημαίνει παιδικό παιχνίδι, αλλά στη σημερινή γλώσσα είναι το σκουπίδι. «Η σκηνογραφία βρίσκεται ανάμεσα σε αυτά τα δυο. Όταν κάνεις κάτι, το πετάς».
Ο Απόστολος Βέττας είναι Αθηναίος που γεννήθηκε στην καρδιά της πόλης, στην Γ’ Σεπτεμβρίου, το 1945. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στη Θεσσαλονίκη και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Εδιμβούργο. Μέχρι σήμερα μιλά για τον Δημήτρη Φατούρο, δίπλα στον οποίο μαθήτευσε.
«Με το που έπεσε η δικτατορία, το ΑΠΘ ανανέωσε τα πρόσωπα της σχολής και βρέθηκα να είμαι βοηθός στην Αρχιτεκτονική, στο τμήμα Σχεδίου και Ζωγραφικής με επικεφαλής τον Νίκο Σαχίνη, την Ιωάννα Μανωλεδάκη και τον Παντελή Λαζαρίδη.
Κληθήκαμε ο Γιώργος Λαζόγκας κι εγώ να δημιουργήσουμε έναν πυρήνα και διδάσκαμε Εικαστικά στην Αρχιτεκτονική. Αυτό κράτησε μια ζωή, από το 1975. Έγινα καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης, στο τμήμα Θεάτρου, και ανέλαβα τη Σκηνογραφία», συνεχίζει.
Όταν βρέθηκε στο εργαστήριο Σχεδίου και Ζωγραφικής στην Αρχιτεκτονική, όρισε τον άξονα των ενδιαφερόντων του. «Τα εικαστικά με ενδιέφεραν, αλλά έπρεπε να βρουν ένα δοχείο, που λέγεται “χώρος”, για να εκφραστούν, και ο καταλληλότερος ήταν το θέατρο που διαρκώς μετασχηματίζεται».
Εγκαταλείποντας την προοπτική να ασχοληθεί με την αντιπαροχή και την πολυκατοικία, άρχισε να σχεδιάζει θεατρικούς χώρους από το παρόν μέχρι το μέλλον και ασχολήθηκε με πάθος με το δημιουργικό εργαλείο του εφήμερου, που γίνεται μόνιμο μέσω της μνήμης.
Ο Απόστολος Βέττας είναι από τους σκηνογράφους που όταν μπήκαν στη δουλειά, πολλοί δεν χαμογέλασαν. «Όταν λες “όχι ξύλο και χαρτί, αλλά σίδερο”, δημιουργούνται τριγμοί στις συντεχνίες», λέει. Ωστόσο κατάφερε να συνεργαστεί αρμονικά με τεχνίτες και τεχνικούς και συνένωσε παλιά και νέα υλικά στη δουλειά του. Ο επινοητικός σκηνογράφος έχει δουλέψει με όλα τα υλικά, αλλά «έσπασε τα σπετσάτα», όπως λέει, αν και στο λεξικό του αναφέρεται συχνά σε αυτά, καθώς είναι ένα σημαντικό κομμάτι της σκηνογραφίας.
Στις παραστάσεις που έχει σκηνογραφήσει όλοι θυμόμαστε απίστευτα πρωτοποριακές, ευρηματικές λύσεις, μηχανισμούς και αρχιτεκτονικές κατασκευές που βλέπαμε για πρώτη φορά. Από την πρώτη του δουλειά, «Των ερώτων τα θαύματα», τρία μονόπρακτα του Λόρκα στην Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, όπου έφτιαξε ένα ονειρικό σκηνικό με πανιά και σκοινιά, που έκανε τεράστια αίσθηση, μέχρι τις μεγάλες σκηνογραφίες σε ανοιχτούς χώρους και αρχαία θέατρα.
«Οι σκηνογράφοι ανήκουμε σε πολλές κατηγορίες, σε διάφορες σχολές, δεν υπάρχει μία συγκεκριμένη», λέει, «ο καθένας έχει μια δική του παιδεία, δικές του προσλαμβάνουσες. Οι δικές μου, μέσα από την εμπειρία του Πολυτεχνείου, όπου με απασχολούσαν θέματα της όψης, μου διαμόρφωσαν μια φιλοσοφία».
Ο Απόστολος Βέττας έγινε γνωστός με έμμεσο τρόπο στο θέατρο: είχε κάνει μια μακέτα για κάποιον και τον ρώτησαν αν μπορούσε να κάνει και σκηνικό. Όταν ρωτώ για τη σχέση του με τους σκηνοθέτες, λέει ότι συνήθως υπαγορεύουν τη σκηνογραφία, θέλουν ο σκηνογράφος να είναι «μαρκαδόρος». «Εγώ είχα την τύχη να μπορώ να δείξω κατευθείαν την απέχθειά μου σε αυτόν τον ρόλο και οι σκηνοθέτες είχαν τη μεγάλη ευγένεια και τον πολιτισμό να μου αφήσουν χώρο. Εκεί προέκυψε η μαγική σχέση σεβασμού και δημιουργικότητας. Έτσι έφτιαξα γρήγορα μια προσωπική σχολή “σιωπηλής σκηνοθεσίας” και όντως ο σκηνοθέτης ξέρει ότι αν δουλέψει μαζί μου, θα πάρει και μια σκηνοθετική πρόταση. Το ότι ξαναδουλεύω με σκηνοθέτες επιβεβαιώνει αυτήν τη σχέση».
Εργάστηκε σταθερά με την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας και πολύ με το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας σε μια εξαιρετικά καλή εποχή, του Σταύρου Μπένου, και τα έργα για τα οποία δούλεψε εκεί άφησαν σημάδι στην καριέρα του. Αν και το κύριο μέρος της δραστηριότητάς του συνδέεται με τη Θεσσαλονίκη, δεν έλειψαν οι συνεργασίες του στην Αθήνα με το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης, ανάμεσα σε άλλα, αλλά και η σταθερή σχέση του στο ελεύθερο θέατρο με τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο, στον οποίο αναφέρεται λέγοντας «ήμασταν συντοπίτες και στον τρόπο σκέψης και στο χιούμορ».
Όλοι έχουμε ζήσει στο θέατρο μια εμπειρία που σχετίζεται με το σκηνικό, έναν χώρο που μας έχει εντυπωσιάσει ή και καθηλώσει. «Τι παίρνει μαζί του ένας θεατής φεύγοντας από μια παράσταση;» αναρωτιέμαι, και ο κ. Βέττας σπεύδει να μου εξηγήσει πώς «η σκηνογραφία σε σχέση με το κείμενο και τη δράση έχει δύο ξεχωριστές πορείες. Η σκηνογραφία είναι η όψη. Όταν, για παράδειγμα, βλέπεις μια πολυκατοικία, πρώτα βλέπεις τις πόρτες και τα παράθυρα, βλέπεις όλη την εικόνα. Στο θεατρικό κείμενο και στη δράση συμβαίνει το αντίθετο, η εικόνα σχηματίζεται από σκηνή σε σκηνή. Όταν αυτές οι δύο πορείες, που είναι αντίθετες και ασύνδετες, δώσουν έναν κανόνα στην αντίληψη και ο θεατής, που είναι το ενεργητικό όργανο της θεατρικής πράξης, νιώσει σιγουριά, αυτό καταγράφεται. Εμένα με ενδιαφέρει ένα σκηνικό το οποίο από την αρχή μέχρι το τέλος παραμένει σιωπηλά απέναντι στον θεατή, το οποίο υπάρχει χωρίς να παρεμβαίνει λέγοντας “δες με” και νοηματοδοτείται από την παρουσία του και όχι από την κραυγή· και από τη σύνδεσή του με τον ήχο και τη σαφήνεια του φωτισμού, που είναι πάντα κρίσιμη. Αν όμως η σκηνογραφία αρχίσει να υπηρετεί τη δράση και μόνο αυτή, μου είναι αδιάφορη».
Ο σεμνός αυτός δημιουργός μού λέει ότι θα μιλήσει με εγωισμό όταν τον ρωτώ για τους Έλληνες σκηνογράφους. «Έχουμε τους καλύτερους, και γι’ αυτό στον διεθνή χώρο έχουν διακεκριμένη θέση. Ο Γιάννης Κόκκος, ο Νίκος Γεωργιάδης, ο Στέφανος Λαζαρίδης, αυτοί οι άνθρωποι έχουν μια παιδεία πολύ ενδιαφέρουσα. Έχουμε τον Γιάννη Τσαρούχη, που με το ίχνος του στιγμάτισε και έβαλε το όριο της σκηνογραφίας και της ενδυματολογίας στην Ελλάδα. Και δεν μπορεί να παρακάμψει κανείς, αν πάει πιο πίσω, τον Πάνο Αραβαντινό, τον Γιώργο Ανεμογιάννη, που σπούδασαν στη Γερμανία και έφεραν αυτή την κουλτούρα, τον κορυφαίο Νίκος Στεφάνου, τον Σάββα Χαρατσίδη.
Σκηνές - Σημειώσεις για την τέχνη και την τεχνική της σκηνογραφίας,
Τόμος 2, εκδόσεις MOMus
Ένας μεγάλος μου δάσκαλος ήταν ο Κώστας Δημητριάδης, ζωγράφος σκηνικών, ο αντίστοιχος Βακιρτζής της Θεσσαλονίκης, μια εξαιρετική περίπτωση. Σίγουρα τα σημερινά παιδιά, όταν σκηνογραφούν, κάνουν λάθη, γιατί έχουν την αγωνία να είναι τρέντι. Σήμερα με έναν φωτισμό μπορείς να δημιουργήσεις ένα δάσος. Είμαστε εθισμένοι στην ταχύτητα της εικόνας, οπότε, αν ο χώρος έχει μια καθαρότητα και μια σιωπή, δημιουργείται νομοτελειακά μια χημεία και ο ένας καταλαβαίνει και διαβάζει τον άλλον. Σήμερα, η σκηνογραφία είναι πολύ πιο δύσκολη, γιατί πρέπει να δηλωθεί σαν απουσία. Στη σημερινή εποχή, ένας φιλόσοφος αυτής της αντίληψης είναι ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, που ερμηνεύει πολύ καλά τον χώρο και δημιουργεί μια καλή σχέση με τον θεατή.
Αν φανταστούμε το θέατρο ως χώρο λατρείας, στη σκηνογραφία δεν χρειαζόμαστε πια το τέμπλο, την εκκλησία, τους άγιους. Χρειαζόμαστε τον ήσυχο χώρο, την αρχιτεκτονική της σκηνής για να φανταστούμε. Το θέατρο είναι το αντιδιαμετρικό αρχιτεκτονικό οικοδομικό σύστημα του θρησκευτικού. Από τον νόμο του, ανά δύο ώρες, κάθε μέρα, το ίδιο έργο παράγει ένα νέο θρήσκευμα που με τη λήξη του τελειώνει. Οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα και αυτό είναι συγκλονιστικό».