"Είναι ένας επιζών του Μπατακλάν"
10 χρόνια μετά την ημέρα που όλα αναποδογύρισαν
– Είμαι ένας από τους λίγους επιζώντες του Μπατακλάν που έχει λάβει εξαιρετική παρακολούθηση με σωστή θεραπεία τραύματος, και είμαι ένας από τους λίγους που μπορούν πλέον να ζήσουν κάπως "φυσιολογικά" και να διατηρήσουν μια δουλειά.
Cédric Maurin
"Είναι ένας επιζών του Μπατακλάν": είναι σαν μια τσίχλα κολλημένη στο παπούτσι σου που την κουβαλάς μαζί σου. Είναι μια ταυτότητα, ένας ρόλος που πρέπει να υποδυθείς στην κοινωνία; Δέκα χρόνια μετά την ημέρα που όλα άλλαξαν, προσδοκώ κι εγώ να είμαι "ένα συνταξιοδοτημένο θύμα". Αλλά μετά τη νομική διαδικασία, πρέπει να υπάρξει ένας ευρύτατος συλλογικός προβληματισμός για το τραύμα στις κοινωνίες μας· τότε, και μόνο τότε, δεν θα έχουμε υπάρξει μάταια θύματα.
Cédric Maurin
Καθηγητής Ιστορίας και Γεωγραφίας και Υποψήφιος Διδάκτωρ
Mediapart - Billet de blog 11 Νοεμβρίου 2025
Φέτος, η 13η Νοεμβρίου πέφτει δύο ημέρες μετά την 11η Νοεμβρίου [κάθε 11 Νοεμβρίου, η Γαλλία αποτίει φόρο τιμής στους στρατιώτες και τα θύματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου -σ.σ.]. Φαίνεται τόσο προφανές, αλλά είναι η πρώτη φορά που το παρατηρώ. Για μένα, ως ιστορικός, η χρονολογική σειρά έχει μπερδευτεί. Η 11η έρχεται μετά την 13η και πριν από την 15η. 13/11/15: η μέρα που όλα αναποδογύρισαν.
Μετά τη δίκη, δέκα χρόνια μετά τα γεγονότα, μπήκαμε στην Ιστορία, κάτω από το συντριπτικό ζυγό του κεφαλαίου Ι, του μεγάλου τσεκουριού της. Φαινόταν αδιανόητο να συγκρίνουμε τους στρατιώτες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου με τα θύματα της 13ης Νοεμβρίου, αλλά έχουμε γίνει οι στρατιώτες των αρχών του 21ου αιώνα. Ωστόσο, δεν είμαστε εκατομμύρια, αλλά μερικές χιλιάδες που κουβαλάμε αυτή την ιστορία στο πετσί μας, στην καθημερινότητά μας. Οι εκλιπόντες μας έχουν επιτέλους έναν κήπο της μνήμης: είναι εδώ ανάμεσά μας, στον δημόσιο χώρο. Η σιωπή και η απουσία τους μας μιλάνε, και προσπαθούμε να μιλήσουμε, να διηγηθούμε και να ξαναφέρουμε εκείνη τη νύχτα, με τη σκέψη μας σ' αυτούς.
Τότε, έρχεται στο μυαλό αυτό το αβυσσαλέο ερώτημα: ποια είναι η θέση μας σε αυτή την κοινωνία; Ποιον ρόλο θέλω να παίξω;
Επιζώντες, μάρτυρες, φύλακες της μνήμης, τραυματισμένα ζώα, περίεργα πλάσματα, φρικιά, τέρατα ανθεκτικότητας ή αντίστασης, Λάζαροι που αναστήθηκαν από τον τάφο για να στοιχειώσουν τους ζωντανούς, αυτούς που δεν το βίωσαν, για να τους υπενθυμίσουν ότι υπήρξε; Είμαστε τα σκιάχτρα που σύρονται έξω από την ντουλάπα καθώς πλησιάζουν οι εορτασμοί, τα υποζύγια που παρέχουν περιεχόμενο στους δημοσιογράφους; Τα εθνικά μέσα ενημέρωσης επικεντρώνονται σε λίγους επιζώντες ή οικογένειες θυμάτων που έχουν γίνει κάτι σαν σημεία αναφοράς, και στους οποίους τείνουν το μικρόφωνο σχεδόν από συνήθεια και ευκολία επειδή κατέχουν θέσεις ευθύνης σε έναν σύλλογο, επειδή έχουν γράψει ένα βιβλίο. Άλλοι έχουν αυτή την ανάγκη να καταθέτουν ακούραστα και το κάνουν θαυμάσια. Σκέφτομαι τον Arthur, τον David και πολλούς άλλους. Τους παρακολουθώ, τα βίντεό τους αφθονούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τους ακούω προσεκτικά και με τρυφερότητα. Κάνουν τη δουλειά, αλλά τι γίνεται μέσα τους;
Πώς το βιώνουν; Θέλω να τους σφίξω στην αγκαλιά μου. Επωμίζονται έναν δύσκολο ρόλο. Σίγουρα τον χρειάζονται, αλλά τους θαυμάζω που επιστρέφουν στην πρώτη γραμμή με αυτόν τον τρόπο.
Στην κανονική ροή της ζωής, δεν ρωτάμε τους ανθρώπους για τα τραύματά τους (και για πες μου για τον θάνατο της μητέρας σου, πώς συνέβη; Πες μου για το τροχαίο σου), μόνο που μια τρομοκρατική πράξη στοχεύει στην τρομοκράτηση ενός ολόκληρου πληθυσμού. Είναι με έναν τρόπο μια προσωπική τραγωδία για όλους, αλλά είμαστε οι μόνοι που τη βιώσαμε από μέσα, οπότε μας ρωτάνε.
Είναι σαν μια τσίχλα κολλημένη στο παπούτσι μας που την κουβαλάμε μαζί μας: μας συστήνουν ως "επιζώντες του Μπατακλάν". Έχει γίνει ταυτότητα, ένας ρόλος που πρέπει να υποδυθούμε στην κοινωνία.
Τον πρώτο καιρό, τα πρώτα χρόνια, ήμασταν οι μόνοι που αφηγούμασταν την ιστορία αυτών των γεγονότων. Χρόνια αργότερα, η λογοτεχνία και οι τέχνες πήραν τη σκυτάλη. Όσοι δεν είναι επιζώντες αναλογίζονται εκείνη την τρομερή μέρα και τολμούν να δημοσιοποιήσουν την αποψή τους. Μας στέρησαν αυτή την αφήγηση, και τόσο το καλύτερο· η κοινωνία αφομοιώνει και φτιάχνει ιστορία με αυτά. Αυτό το βάρος δεν πέφτει πλέον αποκλειστικά στους ώμους μας: είναι πρωτίστως μια ανακούφιση, αλλά και μια αγωνία. Φόβος ότι θα ειπωθούν ανοησίες, φόβος για την πολιτική χειραγώγηση που θα μπορούσαμε να υποστούμε.
Τη μαρτυρία μου την κατέθεσα στη δίκη V13: τι άλλο μπορεί να ειπωθεί; Πώς ζει κανείς δέκα χρόνια μετά με αυτή την τσίχλα κάτω από το παπούτσι; Μια θεία μου, άνω των 90 ετών, μου είπε κάποτε για το Μπατακλάν: "τώρα πια, σου πέρασε αυτή η ιστορία;" Αυτό είναι αρκετά χαρακτηριστικό. Έχει βιώσει πολλά λόγω της μεγάλης της ηλικίας, σχετικοποιεί τα πράγματα. Ο χρόνος έχει κάνει τη δουλειά του, έβαλε μία απόσταση.
Δεν ζω πια στο Παρίσι, και εδώ τα πράγματα δεν είναι τόσο ζορισμένα. Οι άνθρωποι δεν φοβήθηκαν για τη ζωή τους όσο οι Παριζιάνοι εκείνη την ημέρα. Και ξαφνικά, λόγω μιας εορταστικης επετείου μέσα σε μια φούσκα, επαναφέρονται όλα, και είναι αυτό και ξαφνικό και βίαιο. Ξυπνούν μέσα μου πράγματα που είχα αφήσει μεθοδικά στην άκρη.
* Στις 13 Νοεμβρίου 2015, μετά από μερικές άλλες επιθέσεις στην ίδια περιοχή του Παρισιού, τρεις άνδρες οπλισμένοι με τυφέκια και ζώνες με εκρηκτικά εισέβαλαν στο κτίριο του Μπατακλάν κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας των Eagles of Death Metal και πυροβόλησαν το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στα θεωρεία και την πλατεία, σκοτώνοντας 90 άτομα και τραυματίζοντας αρκετές εκατοντάδες.
Δείτε ακόμα στο Αλμανάκ ένα κείμενο που είχε γραφτεί για το Μπατακλάν την επαύριο της επίθεσης