Δεν συμμερίστηκα καθόλου τα αποθεωτικά αφιερώματα στον Ολιβιέ Ρουστέν για τα δεκατέσσερα χρόνια του στον ιστορικό οίκο Balmain, τον οποίο αποχαιρέτησε την περασμένη Τετάρτη. Ούτε με εξέπληξε μία ακόμα αποχώρηση μέσα στις τόσες μετακινήσεις σχεδιαστών που με δυσκολία παρακολουθεί κανείς τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες.
Θα πρέπει, ωστόσο, να του αναγνωρίσουμε μερικές πρωτιές που τον καθιστούν μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση στη μόδα.
Ο Γάλλος σχεδιαστής ήταν μόλις 25 χρονών και εργαζόταν στον Balmain ως βοηθός του Κριστόφ Ντεκαρνέν όταν τον διαδέχθηκε, τον Απρίλιο του 2011. Έγινε, έτσι, ο νεότερος σχεδιαστής στο τιμόνι ενός ιστορικού γαλλικού οίκου από την εποχή του Ιβ Σεν Λοράν στον Dior, και επί χρόνια ο μόνος Μαύρος σε τέτοια θέση. Στον πρώτο χρόνο από τον διορισμό του, ο Balmain σημείωσε έσοδα 30,4 εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία στη διάρκεια της θητείας Ρουστέν δεκαπλασιάστηκαν, αγγίζοντας πέρσι τα 300 εκατ. ευρώ. Δεν αρκεί, όμως, η εμπορική επιτυχία για να διατηρήσεις τα κεκτημένα σου στη μόδα, όπως οδυνηρά διαπίστωσαν η Μαρία Γκράτσια Κιούρι στον Dior και ο Αλεσάντρο Μικέλε στην Gucci. H μελλοντική άνθηση ενός οίκου απαιτεί συχνά διαφορετικές κατευθύνσεις σχεδιασμού, που να αντανακλούν την εποχή.
Είναι αυτός που ξεχώρισε με ακραία looks – πολύ εφαρμοστά, πολύ κοντά, συχνά κακόγουστα, τα οποία επικοινώνησε άμεσα στο κοινό μέσω των social media, σε μια εποχή που κανείς ακόμα δεν είχε αντιληφθεί τη δύναμή τους.
Η απόφαση να απομακρυνθεί ο Ρουστέν από τον Balmain μπορεί να ερμηνευτεί και ως μια διαφοροποίηση του brand από όλα τα επιφανειακά και τεχνητά που εκπροσωπεί ο Ολιβιέ Ρουστέν στη μόδα, σε αναζήτηση νέου στίγματος.
Πρόκειται για τον σχεδιαστή που λάνσαρε στα ’00s ένα υβρίδιο του power glam των ’80s, κράμα Τζόαν Κόλινς στη «Δυναστεία» και sci-fi ντίβας. Είναι αυτός που ξεχώρισε με ακραία looks – πολύ εφαρμοστά, πολύ κοντά, συχνά κακόγουστα, τα οποία επικοινώνησε άμεσα στο κοινό μέσω των social media, σε μια εποχή που κανείς ακόμα δεν είχε αντιληφθεί τη δύναμή τους. Τα χαμηλοκάβαλα παντελόνια του, τα τετραγωνισμένα κοντά τζάκετ με τους τονισμένους ώμους και την πλούσια διακόσμηση ή τα κοντά φορέματα-πανοπλίες έγιναν η στολή πολλών cool κοριτσιών, εκφράζοντας ένα sex appeal που συνδέθηκε με τον Balmain και όρισε το στυλ των ’10s.
Σε πείσμα της αφ’ υψηλού αντιμετώπισής του από τους συναδέλφους του, ο Ρουστέν δημιούργησε μια φανατική παρέα από celebrities και τοπ μοντέλα (τους Balmainiacs), που εξελίχθηκε σε στρατευμένη ασπίδα (#BalmainArmy) για να τον προστατεύει από τις βολές των ορκισμένων εχθρών του. Όπως παλιότερα είχε πει ο ίδιος στους «New York Times», «αισθάνομαι ότι η μόδα προσπαθεί να τους βάλει όλους στο ίδιο κουτί – αν χωρέσεις, τότε θεωρείσαι πετυχημένος σε αυτή την πιάτσα. Αυτό για μένα είναι ελιτίστικο».
Η καριέρα του απογειώθηκε όταν γνώρισε την Κιμ Καρντάσιαν το 2013. Ήταν η πρώτη της φορά στο Met Gala, έγκυος στο πρώτο της παιδί με τον Κάνιε, μια τηλεοπτική ριάλιτι σταρ που η πρωτοκλασάτη σόουμπιζ τη σνόμπαρε ανοιχτά. Οι δυο «απόκληροι» συναντήθηκαν στη χτυπητή τους εξωστρέφεια και την εμμονή τους με τα εφαρμοστά ρούχα, ανεξαρτήτως περιφέρειας στήθους - γοφών. Κι αφού την έντυσε για τα πάρτι πριν από και μετά τον γάμο της, το ζευγάρι Κιμ και Ye έγιναν οι ήρωές του σε μια καμπάνια Balmain. Σειρά μετά να διαφημίσουν τo στυλ του είχαν η Κάιλι και η Κένταλ (Τζένερ). Ο Ολιβιέ έγινε οικογένεια με τους Καρντάσιαν – η αισθητική τους ταυτιζόταν απόλυτα, όπως και η επιλογή του Instagram ως του μέσου στο οποίο θα πρόβαλλαν τον φανταχτερό, κατασκευασμένο εαυτό τους.
Εξίσου χαρακτηριστική άγκυρα του ύφους Ρουστέν υπήρξε από πολύ νωρίς ο πλουραλισμός στην πασαρέλα από άποψη ηλικίας, κιλών και φυλής, σχεδόν μια πενταετία προτού η συμπερίληψη γίνει καραμέλα στην επικοινωνία της βιομηχανίας. Ντίβες σαν τη Ριάνα και την Μπιγιόνσε τον αναγνώρισαν ως σύμμαχο, υιοθετώντας το «αυτοκρατορικό» sexiness πίστας που τους πρότεινε (στον βαριά κεντημένο δρόμο που άνοιξαν οι Dolce & Gabbana στα τέλη των ’80s), και κορυφαία μοντέλα –η Ναόμι, η Κάρλα Μπρούνι, η Νατάλια Βοντιάνοβα, η Λάρα Στόουν, η Έντι Κάμπελ– φόρεσαν χαρακτηριστικά του looks στο σόου για τα δέκατα γενέθλιά του στον Balmain. «Τα ρούχα του κυρίου Ρουστέν», ακούστηκε η φωνή της Μπιγιόνσε σε εκείνη την επετειακή επίδειξη, «μ’ έκαναν να νιώθω πανίσχυρη». Περιέργως, από αυτήν τη γιορτή απουσίαζαν οι ταμένες κολλητές του, οι Καρντάσιαν - Τζένερ. Η αύρα, όμως, της Κιμ, της Κόρτνεϊ, της Κάιλι και της Κένταλ πλανιόταν σε όλη τη συλλογή.
Μετά από εκείνη τη γιορτή, η εποχή άρχισε να ξεπερνά τον Ολιβιέ.
Οι μούσες του έχτισαν αυτοκρατορίες δισεκατομμυρίων πάνω στην εικόνα τους και τώρα πλασάρονται ως σκεπτόμενες (μόνο από διαστροφή, δείτε το «All’s Fair» για να καταλάβετε τι εννοώ). Ο ίδιος, πάλι, μοιάζει να κουράστηκε από την υπερβολική έκθεση και την περσόνα του υπέρλαμπρου αιώνιου αγοριού. Η διακριτικότητα, όμως, δεν ήταν ποτέ το φόρτε του, ούτε στο fashion design ούτε στη ζωή. Η μεταστροφή προς μια κομψότερη ταυτότητα του Balmain δεν έπεισε ποτέ το κοινό, και παρά τον εντυπωσιακό του στρατό των 9,8 εκατομμυρίων στο Instagram, το άστρο του Ρουστέν άρχισε να χλωμιάζει, με τελευταία αναλαμπή μια πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή υψηλής ραπτικής που σχεδίασε για το maison του Jean Paul Gaultier τον χειμώνα του 2022.
Ό,τι αντιπροσώπευε ο Ολιβιέ στη μόδα είναι πια σε αποδρομή. Εκεί στην αρχή της προηγούμενης δεκαετίας, πάντως, το άστρο ενός Μαύρου, υιοθετημένου αγοριού που παθιαζόταν με τις ντίβες και την bondage αισθητική στα ρούχα έλαμψε σαν σουπερνόβα. Ενώ ο Balmain αναζητά τον διάδοχό του και ο Ολιβιέ το μέλλον του, που πιθανολογώ ότι δεν θα είναι στη μόδα, ας αποχαιρετήσουμε το στυλ Ρουστέν, που δεν τιμήσαμε (για τον εαυτό μου μιλάω) στο απόγειό του.