Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος είναι ένας δημιουργός με ιδιαίτερη ευαισθησία για την ελληνική επαρχία. Πολλά από τα έργα του, ντοκιμαντέρ αλλά και ταινίες μυθοπλασίας, πραγματεύονται πτυχές της και τα χαρακτηρίζει, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, μια αγωνία για την εγκατάλειψή της.
Το νέο του ντοκιμαντέρ, «Τα τέρματα του Αυγούστου», σε πρώτο επίπεδο μάς μιλά για ένα αυτοσχέδιο τουρνουά ποδοσφαίρου με ρίζες στη δεκαετία του ’80, στο οποίο συμμετέχει μια σειρά ορεινών χωριών της νότιας Πίνδου, μεταξύ των οποίων και το χωριό όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, το Αρματολικό.
Πρόκειται ουσιαστικά για ένα πορτρέτο της κοινότητας, όπως γράφει και ο ίδιος στο σημείωμα που συνοδεύει την ταινία. «Ένα πορτρέτο με φως αλλά και σκιές, γοητευτικό αλλά και ενίοτε τρομακτικό που, παρά τις αντιφάσεις του, είναι, πάνω απ’ όλα, απροσδόκητα ζωντανό και γνήσιο, δείχνοντας πώς μπορεί μια μικρή κοινότητα να μένει σχεδόν άδεια τους περισσότερους μήνες του χρόνου, το πνεύμα της όμως να παραμένει ζωντανό».
«Η επαρχία για μένα δεν είναι απλώς τοπίο – είναι καθρέφτης. Μέσα από αυτήν μπορούμε να δούμε ποιοι είμαστε, τι κουβαλάμε και τι αφήνουμε πίσω. Παρόλο που η πλειονότητα ζει πλέον σε αστικά κέντρα, δεν έχει αποκοπεί εντελώς από τη γενέτειρα».
Παρακολουθώντας το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ, παρατηρούσα συνεχώς ομοιότητες με το δικό μου ορεινό χωριό, όπως τις έχω ζήσει ο ίδιος, αλλά και με άλλα χωριά, όπως μου τις έχουν μεταφέρει δεκάδες άνθρωποι με τους οποίους έχω μιλήσει στο πλαίσιο της στήλης «Γειτονιές της Ελλάδας». Γι' αυτόν τον λόγο τού ζήτησα να κάνουμε μια κουβέντα, όχι μόνο για το ντοκιμαντέρ και το χωριό του, αλλά γενικότερα για το παρόν και το μέλλον των ορεινών κοινοτήτων της χώρας μας.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέχρι τα έξι μου στο Αρματολικό, σ’ ένα σπίτι σχεδόν πάνω στον ποταμό Αχελώο. Μέχρι την εφηβεία, όλα μου τα καλοκαίρια τα περνούσα στο χωριό – κοντά στη φύση, στη γιαγιά και στον παππού, μέσα σε έναν τραχύ αλλά και τρυφερό κόσμο, γεμάτο παραμύθια, τραγούδια, ιστορίες και βιώματα του αγροτοποιμενικού πολιτισμού. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να εξηγήσω απόλυτα γιατί επιστρέφω διαρκώς εκεί – αλλά κάθε φορά που βρίσκομαι σ’ αυτά τα μέρη νιώθω πιο ειλικρινής, πιο δημιουργικός, πιο κοντά σε αυτό που θέλω να εκφράσω.
Η περιοχή απλώνεται στα ορεινά του νομού Τρικάλων, στα φυσικά όρια με την Άρτα και τα Γιάννενα. Είναι ένας τραχύς, πανέμορφος τόπος, που φιλοξενεί μικρές κοινότητες χτισμένες στις πλαγιές των βουνών, κοντά στις όχθες του Αχελώου, ενός ποταμού που διατρέχει την ιστορία του τόπου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Τα χωριά που κατά παράδοση συμμετέχουν στο ετήσιο τουρνουά ποδοσφαίρου είναι το Αρματολικό, η Μεσοχώρα, το Πλοπ, ο Αετός, η Λαφίνα, η Κορυφή, το Παχτούρι και η Νεράιδα. Πρόκειται για ελληνόφωνα χωριά, με πληθυσμούς κυρίως σαρακατσάνικης καταγωγής, αλλά και για οικογένειες –ή σόγια, όπως λέμε– που εγκαταστάθηκαν εκεί σε δύσκολες εποχές, πιθανότατα μετά τα Ορλωφικά. Τα απομονωμένα αυτά μέρη υπήρξαν επίσης καταφύγιο για όσους αντιμετώπιζαν προβλήματα με την οθωμανική διοίκηση. Συχνά άλλαζαν ακόμη και το επώνυμό τους, για να ξεκινήσουν απρόσκοπτα μια καινούργια ζωή. Αυτή είναι και η ιστορία της δικής μου οικογένειας.
Περισσότερο από ένα παιχνίδι, είναι ένα γεγονός, μια εκδήλωση, ένας τρόπος να δηλωθεί η παρουσία του χωριού στο σήμερα, στο τώρα. Θα μπορούσε κανείς να το δει και ως μια ιδιάζουσα “τελετή” – ένα είδος εμβάπτισης στο παρελθόν και το παρόν της κοινότητας. Οι παίκτες νιώθουν ότι εκπροσωπούν κάτι περισσότερο από τον εαυτό τους. Και το κοινό δεν παρακολουθεί απλώς έναν αγώνα· βλέπει την ομάδα του χωριού του. Αυτό έχει μια πολύ ιδιαίτερη αξία.
Ήθελα να αποτυπώσω την εμπειρία του “καλοκαιριού στο χωριό” – αυτήν τη σχεδόν τελετουργική επιστροφή που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο. Μέσα από αυτό ήθελα να δείξω ότι, παρά την αστικοποίησή μας, τίποτα δεν έχει χαθεί, κι ότι επιστρέφοντας στους τόπους καταγωγής μας μπορεί να πιάσουμε πάλι το νήμα.
Αυτό που θα ήθελα περισσότερο είναι ο θεατής να φύγει ευχαριστημένος από την προβολή· να έχει νιώσει εκείνη την ιδιαίτερη ευχαρίστηση που νιώθουμε όταν βλέπουμε μια ταινία που μας αφορά – που, με κάποιον τρόπο, μιλά και για μας. Μια αίσθηση χαρμολύπης, που μπορεί να επιστρέψει τις επόμενες μέρες σαν σκέψη, σαν προβληματισμός, σαν μια αδιόρατη μετακίνηση μέσα μας.
Όπως πολλά ορεινά χωριά, έτσι και το Αρματολικό παλεύει με τη σταδιακή ερήμωση. Οι δουλειές, όπως και οι βασικές υποδομές, απουσιάζουν – κάτι που καθιστά τη ζωή ιδιαίτερα δύσκολη, ειδικά για τους ηλικιωμένους. Το χειμώνα, εάν συμβεί κάτι έκτακτο, οι κάτοικοι πρέπει να ταξιδέψουν πάνω από μία ώρα για να φτάσουν στα Τρίκαλα ή στην Άρτα. Αυτές οι συνθήκες, σιγά σιγά, ωθούν τον κόσμο να απομακρυνθεί.
Δεν υπάρχει μια εύκολη απάντηση, είναι ένα σύνθετο πρόβλημα που η λύση του δεν είναι απλή. Σίγουρα απαιτείται μακρόπνοος σχεδιασμός από την πολιτεία, ο οποίος, δυστυχώς, απουσιάζει. Αντιθέτως, παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια ενδιαφέρουσες πρωτοβουλίες από νέους ανθρώπους, μεμονωμένες κοινότητες και συλλογικότητες που προσπαθούν να βοηθήσουν ανθρώπους οι οποίοι θέλουν να φύγουν από τις πόλεις και να κατοικήσουν στα άδεια ελληνικά χωριά. Υπάρχει δηλαδή μια αθόρυβη, “από τα κάτω”, δυναμική, που αξίζει να ενισχυθεί.
Ναι, πιστεύω πως υπάρχει μια βαθιά συγγένεια ανάμεσα στις ορεινές κοινότητες της Ελλάδας – μια κοινότητα εμπειριών, ρυθμών ζωής, τρόπων επικοινωνίας. Στα μικρά χωριά διατηρούνται ακόμη οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι συλλογικές στιγμές, η αίσθηση του ανήκειν. Το διαπιστώνω και στις προβολές του ντοκιμαντέρ: άνθρωποι από πολύ διαφορετικά μέρη –από τη Μάνη μέχρι τη Ροδόπη– αναγνωρίζουν στοιχεία του δικού τους χωριού, της δικής τους μνήμης. Νιώθουν ότι βλέπουν κάτι οικείο. Και αυτό είναι πολύ συγκινητικό.
Η επαρχία για μένα δεν είναι απλώς τοπίο – είναι καθρέφτης. Μέσα από αυτήν μπορούμε να δούμε ποιοι είμαστε, τι κουβαλάμε και τι αφήνουμε πίσω. Παρόλο που η πλειονότητα του ελληνικού πληθυσμού ζει πλέον σε αστικά κέντρα, δεν έχει αποκοπεί εντελώς από τον τόπο καταγωγής της. Ούτε έχει αποκτήσει αμιγώς αστικά χαρακτηριστικά. Κάτι μέσα μας παραμένει συνδεδεμένο με εκείνη την παλαιότερη, πιο γήινη πραγματικότητα – κι αυτό, νομίζω, έχει ακόμα πολλά να μας πει.
Η διατήρηση της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς των ορεινών χωριών που πεθαίνουν, όπως το θέτετε, δεν είναι κάτι που το σκέφτομαι με όρους “καθήκοντος”. Λειτουργώ περισσότερο με το συναίσθημα. Όταν κάνω μια ταινία, με οδηγεί το βίωμα, το θυμικό, όχι, ο νους ή η στρατηγική. Γενικότερα, όσον αφορά την καλλιτεχνική έκφραση, πιστεύω περισσότερο στο βίωμα παρά στη σκέψη.
Η πιο όμορφη προβολή της ταινίας έγινε στο ίδιο το Αρματολικό, στην πλατεία του χωριού. Είχα πολύ άγχος – δεν ήξερα πώς θα αντιδράσει ο κόσμος, ιδίως όταν είδα την πλατεία να γεμίζει. Κυριολεκτικά, συγκεντρώθηκε όλο το χωριό. Από τα πρώτα λεπτά, οι αντιδράσεις ήταν ζεστές. Σχόλια, γέλια, χειροκροτήματα στα τραγούδια, παιδιά που πλησίαζαν την οθόνη. Δημιουργήθηκε μια μοναδική ατμόσφαιρα – όπως παλιά στους υπαίθριους κινηματογράφους, όταν το σινεμά ήταν μια εμπειρία συλλογική, συγκινητική, και βαθιά ανθρώπινη».
Τα «Τέρματα του Αυγούστου» θα προβάλλονται από τις 23 Οκτωβρίου έως τις 6 Νοεμβρίου στον Δαναό και στις 8 και 9 Νοεμβρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, παρουσία του σκηνοθέτη.
Στείλτε τις προτάσεις σας για τη στήλη «Γειτονιές της Ελλάδας» στο [email protected]