Ο ΛΑΣΛΟ ΚΡΑΣΝΑΧΟΡΚΑΪ δεν είναι και ο πιο ευκολοδιάβαστος συγγραφέας του κόσμου. Οι προτάσεις του συχνά επεκτείνονται σε εκατοντάδες σελίδες, οι πλοκές του δεν επιλύονται, αλλά διαλύονται μάλλον, και η διάθεσή του είναι μια διαρκής υπαρξιακή αγωνία. Ωστόσο, το κεντρικό θέμα του Ούγγρου μυθιστοριογράφου είναι εύκολα αντιληπτό και, δυστυχώς, διαχρονικό.
Ο Κρασναχορκάι γράφει για τις αποπνικτικές και αποχαυνωτικές επιπτώσεις της πολιτικής καταπίεσης, περιφρονώντας την προθυμία των ανθρώπων να τις αποδεχτούν. Συνεπώς, το έργο του είναι εξίσου καταθλιπτικό και αναζωογονητικό. Τα τοπία του είναι λασπωμένα και έρημα, επιρρεπή σε ξαφνικές εισβολές από περίεργες δυνάμεις, όπως το γιγάντιο κουφάρι φάλαινας που φτάνει με το τρένο στην αρχή του μυθιστορήματός του που κυκλοφόρησε το 1989 με τίτλο Η μελαγχολία της αντίστασης. Οι χωρίς τέλος προτάσεις του αντικατοπτρίζουν την αποξένωση των χαρακτήρων του, αλλά μπορούν επίσης να ταρακουνήσουν τους αναγνώστες από τη νωθρότητά τους, ωθώντας τους για πάντα προς τα εμπρός, φράση με τη φράση, εικόνα με την εικόνα.
Ο Κρασναχορκάι γεννήθηκε στην Ουγγαρία το 1954, δύο χρόνια προτού οι Σοβιετικοί καταστείλουν βίαια την εξέγερση στη Βουδαπέστη, και τα δύο πρώτα του μυθιστορήματα είναι διαποτισμένα από μια ατμόσφαιρα πολιτικού τρόμου.
Τις τελευταίες δεκαετίες, η επιτροπή του Νόμπελ τείνει να προτιμά τη διαύγεια και τη σαφήνεια, τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία, από τον πειραματισμό. Αν και η επιλογή του Κρασναχορκάι φαίνεται να παρεκκλίνει από αυτόν τον κανόνα, ταιριάζει απόλυτα στην ευρύτερη αποστολή της επιτροπής. Ο σουηδικός θεσμός συχνά αναδεικνύει συγγραφείς που μεταβολίζουν τις ιστορίες τους σε μια αξιομνημόνευτη γλώσσα που ξεπερνά τα σύνορα και τις κυβερνήσεις, υπερβαίνοντας τις τοπικές ιδιαιτερότητες.
Το έργο ενός βραβευμένου συγγραφέα μπορεί συχνά να μοιάζει πέρα από τον χώρο και τον χρόνο ατοπικό –σκεφτείτε τη Λουίζ Γκλικ ή τον Τσέσλαβ Μίλος– και να μας επηρεάζει ακόμη πιο βαθιά εξαιτίας ακριβώς της παράλειψης συμπαγών ιστορικών γεγονότων. Τα σονέτα του Σέιμους Χίνι για τη Βόρεια Ιρλανδία της δεκαετίας του 1970 και τα απομνημονεύματα της Ανί Ερνό για τη Γαλλία της δεκαετίας του 1960 προτείνουν έμμεσους, αλλά προσιτούς τρόπους προσέγγισης της προσωπικής και εθνικής ιστορίας.
Ο Κρασναχορκάι γεννήθηκε στην Ουγγαρία το 1954, δύο χρόνια προτού οι Σοβιετικοί καταστείλουν βίαια την εξέγερση στη Βουδαπέστη, και τα δύο πρώτα του μυθιστορήματα είναι διαποτισμένα από μια ατμόσφαιρα πολιτικού τρόμου. Αυτά τα μυθιστορήματα εκδόθηκαν πριν από την επανάσταση του 1989, που θα ανέτρεπε τον κομμουνισμό στη χώρα. Τα υπόλοιπα έργα του συγγραφέα εμφανίστηκαν μετά και στην πορεία ο Κρασναχορκάι βρήκε ένα παγκόσμιο κοινό που αναγνώριζει την ξεχωριστή του ικανότητα να καλύπτει την ανομία, τη βία και την παραίτηση, μουτζουρωμένες με ένα είδος ωμής κωμωδίας, μέσα σ’ ένα λαβυρινθώδες συντακτικό.
Το ιστορικό πλαίσιο των μυθιστορημάτων του θα μπορούσε να αποθαρρύνει κάποιους αναγνώστες, αν δεν υπήρχε αυτή η ιδιαίτερη μαγεία του ύφους του. Αυτές οι συναρπαστικές ατέλειωτες προτάσεις που αποτελούν έναν εφιάλτη για τους επιμελητές μοιάζουν αδύνατο να προσαρμοστούν σε ταινία. Και όμως, πολλοί ήρθαν σε επαφή με τον Κρασναχορκάι όχι μέσω της πρόζας του αλλά μέσω των ταινιών ενός άλλου Ούγγρου, του Μπέλα Ταρ. Αυτές οι ταινίες συχνά αντικαθιστούν τις περιπλανώμενες προτάσεις με ένα μοναδικό πλάνο που διαρκεί δέκα λεπτά ή και περισσότερο. Οι έρημοι δρόμοι και οι λασπωμένες λακκούβες, τα ψωραλέα σκυλιά που κατεβαίνουν από τους λόφους, τα πρόσωπα που έχουν χάσει το χρώμα τους και την κλίση τους για ζωή: αυτές είναι οι εικόνες από τον Ταρ και τον Κρασναχορκάι που έχουν μείνει βαθιά χαραγμένες στη μνήμη, μαζί με τους χαρακτήρες των ταινιών, τα μάτια οποίων μαρτυρούν «έναν συνδυασμό απάθειας και βαθιάς παραίτησης».
Σε μια συνέντευξή του το 2025 στο «Yale Review», ο Κρασναχορκάι μίλησε για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία: «Ένας βρόμικος, σάπιος πόλεμος ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μου. Ο κόσμος αρχίζει να το συνηθίζει. Εγώ δεν μπορώ να το συνηθίσω. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι οι άνθρωποι σκοτώνουν ανθρώπους». Το έργο του Κρασναχορκάι θέτει ένα εμπόδιο στην εξοικείωσή μας με τη βία και τον πόλεμο, δείχνοντάς μας ότι αυτό που θα έπρεπε να είναι σουρεαλιστικό ή αδύνατο έχει, στην πραγματικότητα, γίνει η πραγματικότητά μας. Με την απόφασή του να τιμήσει το προφητικό έργο του, η επιτροπή του Νόμπελ λογοτεχνίας μας υπενθύμισε ότι η πολιτική αξία της τέχνης έγκειται, παραδόξως, στην αίσθηση ότι βρίσκεται εκτός χρόνου. «Η Αποκάλυψη είναι μια διαδικασία που συνεχίζεται εδώ και πολύ καιρό και θα συνεχιστεί για πολύ καιρό», δήλωνε ο Κρασναχορκάι στην ίδια συνέντευξη. «Η Αποκάλυψη είναι τώρα. Η Αποκάλυψη είναι μια συνεχής ετυμηγορία».
Με στοιχεία από «Atlantic»