Ο Άκης Ζιάκκας, αθλητής υπεραποστάσεων, ζει στο παρθένο τοπίο της Ηπείρου, περιτριγυρισμένος από βουνά και ποτάμια. Εκεί αποφάσισε να καθιερώσει μια νέα διαδρομή ορειβατικού τρεξίματος που ενώνει τις τρεις περίφημες δρακολίμνες, μια σωματική και ψυχολογική δοκιμασία, καθώς πρέπει να παλέψει με τους εσωτερικούς του δαίμονες για να φτάσει στον τερματισμό. Τρία βουνά, 120 χιλιόμετρα, 8.000 μέτρα υψομετρική διαφορά, μία ημέρα. Μαζί με μια ομάδα δεκατριών ατόμων αποφάσισε να καταγράψει αυτή την προσπάθεια σε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Chasing Dragons». Πρόκειται για μια ταινία 60 λεπτών στην οποία παρακολουθούμε την αληθινή ιστορία ενός ανθρώπου που προσπαθεί να φέρει εις πέρας μια τέτοια διαδρομή και του συμβαίνουν αρκετά πράγματα που κάνουν αυτό το εξαρχής δύσκολο εγχείρημα ακόμη πιο δύσκολο.
«Αυτή η διαδρομή ήταν μια ιδέα που είχα πιο παλιά, το 2017, να τρέξω δηλαδή μονομιάς τα τρία βουνά: τον Γράμμο, τον Σμόλικα και την Τύμφη. Ο πυρήνας της ιδέας ήταν να ενώσουμε τις τρεις δρακολίμνες με μια προσπάθεια. Αυτή η σκέψη μού καρφώθηκε στο μυαλό. Το 2022 πήρα την απόφαση να το κάνω άμεσα, χωρίς ιδιαίτερο σχεδιασμό. Μίλησα με δυο φίλους μου “τρεξιματίες” και ξεκίνησα.
«Αυτή η προσπάθεια ήταν αφιερωμένη στη φύση. Θέλουμε να δείξουμε μέσα από αυτά τα τοπία πόσο σημαντική είναι η διατήρηση και η προστασία όσων έχουμε, αλλά θέλουμε να πάρει και ο κόσμος κουράγιο, να δει τις δυσκολίες, να ταυτιστεί και να εμπνευστεί».
Το κάναμε σε συνεργασία με την Ορνιθολογική Εταιρεία· η προσπάθεια ήταν αφιερωμένη στην προστασία του ασπροπάρη, του κουκάλογου που λέμε εδώ, ενός γυπαετού που απειλείται με εξαφάνιση. Ξεκινήσαμε δοκιμαστικά τον Σεπτέμβριο του 2022 και δεν μας βγήκε γιατί δεν τα είχαμε υπολογίσει καλά. Γύρισα στις δύο το βράδυ σπίτι, κοιμήθηκα μέχρι τις επτά το πρωί και ξεκίνησα να κάνω το κομμάτι της Τύμφης για να ολοκληρώσω το δοκιμαστικό.

Τον Ιούνιο του 2023 το κάναμε κανονικά, κινηματογραφήθηκε. Και αυτή η προσπάθεια ήταν αφιερωμένη στη φύση. Θέλουμε να δείξουμε μέσα από αυτά τα τοπία πόσο σημαντική είναι η διατήρηση και η προστασία όσων έχουμε, αλλά θέλουμε να πάρει και ο κόσμος κουράγιο, να δει τις δυσκολίες, να ταυτιστεί και να εμπνευστεί.
Ήμασταν μια ομάδα· εγώ ήμουν αυτός που διάνυσε όλη την απόσταση και ο Πάνος, ο Μάνος, ο Ερρίκος και ο Χρήστος ήταν οι φίλοι μου που με συνόδευσαν στις διαδρομές, παίρνοντας ο ένας τη σκυτάλη από τον άλλο. Ήθελα να τρέξω με παρέα και για λόγους ασφαλείας, αλλά το ακόμα πιο σημαντικό για μένα ήταν ότι ήθελα να μοιραστώ την εμπειρία, να το ζήσω με τους φίλους μου, όχι μόνος μου.
Ήταν μια “τρεξιματική”, δύσκολη βόλτα. Δύσκολη και επώδυνη, γιατί συνέβησαν πράγματα που δεν τα είχα προβλέψει. Αντιμετώπισα πρόβλημα με τις πατούσες μου, γιατί δεν είχα πάρει καν δεύτερο ζευγάρι παπούτσια εκείνο το διάστημα. Είχα και κάποιους τραυματισμούς και στρεσαρίστηκα γιατί θεωρούσα ότι αυτό το πρότζεκτ έπρεπε να γίνει πάση θυσία. Ενώ ξεκίνησα καλά, όσο προχωρούσαμε οι πόνοι στα γόνατα και στα ισχία μου εντείνονταν.
Πέρα από τους πόνους, είχα κι ένα άλλο πρόβλημα: δεν έκανα σωστό σχεδιασμό της τροφής που θα χρειαζόμουν κατά τη διάρκεια όλου αυτού του εγχειρήματος. Οπότε αναγκάστηκα στο τελευταίο βουνό, στην Τύμφη, να κάνω όλη τη διαδρομή χωρίς νερό, χωρίς τροφή, χωρίς τίποτα. Σκεφτόμουν: “Για ποιο λόγο το κάνω αυτό;”. Με αυτό το ερώτημα αρχίζει και το ντοκιμαντέρ.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: είμαι ο Θοδωρής ή Άκης. Έχω μεγαλώσει στα Γιάννενα, είμαι σχεδόν 37 χρονών και τα τελευταία δέκα χρόνια ζω στην ορεινή Ήπειρο, στη βόρεια Πίνδο. Τα τελευταία έξι βρίσκομαι σε μια περιοχή που λέγεται Γυφτόκαμπος, στο Ζαγόρι, στους πρόποδες της Τύμφης. Εδώ έχω ένα ορεινό κατάλυμα μέσα στο δάσος, το οποίο είναι το σπίτι μου και ταυτόχρονα ο χώρος όπου φιλοξενώ ανθρώπους. Κατά τη διάρκεια της χρονιάς διοργανώνουμε διάφορες εκδηλώσεις που έχουν να κάνουν με τη φύση, το τρέξιμο και τις πεζοπορίες. Ζω εδώ, προπονούμαι εδώ, κάνω ήσυχη ζωή και όσο γίνεται πιο απλή. Η διατροφή μου είναι φυτοφαγική τα τελευταία δέκα χρόνια. Μαγειρεύω μόνο φυτοφαγικά∙ τα ίδια προσφέρω και στους ανθρώπους που έρχονται να επισκεφθούν το κατάλυμα. Οι γεύσεις είναι απλές και καλομαγειρεμένες, οι συνταγές δεν είναι ιδιαίτερες, αλλά τα κάνω όλα με έναν δικό μου τρόπο.

Από τα 20 μέχρι τα 25 δούλευα ως μάγειρας και έπαιζα μπάλα ερασιτεχνικά. Πάντα ήξερα πως ήμουν καλός στο να τρέχω, πως το τρέξιμο ήταν κομμάτι μου. Πάντα είχα επαφή με τη φύση· η μητέρα μου ήταν από την Κόνιτσα. Από πολύ μικρός πήγαινα στην Τύμφη, στον Σμόλικα, στα ποτάμια, στον Αώο, στον Βοϊδομάτη.
Το να ονειρεύομαι μια ζωή στο βουνό και στο δάσος ξεκίνησε από τα 18 μου, όταν πήγαινα στη Βοβούσα, στο Ζαγόρι, για ελεύθερο κάμπινγκ. Από εκεί ξεκίνησε η επαφή μου με τη διαβίωση στο δάσος. Τότε άρχισα να νιώθω το κάλεσμα, ότι αυτό πρέπει να είναι το περιβάλλον στο οποίο θα κοιμάμαι, θα ξυπνάω και θα ζω. Από τότε το δούλευα. Έλεγα, μεταξύ σοβαρού και αστείου “θα πάρω τα βουνά”, και τα πήρα στα 26 μου. Δεν ένιωθα ότι μπούχτισα ή ότι δεν είχα τι να κάνω στην πόλη. Ξεκίνησα τη ζωή μου στο δάσος χωρίς να ξέρω τι θα κάνω, απλώς αισθανόμουν ότι πρέπει να μεταφερθώ στο βουνό.
Το τρέξιμο μπήκε στη ζωή μου ενώ δούλευα ως μάγειρας στο Καταφύγιο της Βοβούσας, όπου γινόταν ένας αγώνας ποδηλατικός με mountain bike. Ήρθε ένας φίλος μου ποδηλάτης να αγωνιστεί. Μέσα μου ήξερα ότι ήθελα να σταματήσω την μπάλα και να βρω μια νέα ασχολία. Πιάσαμε κουβέντα για το τρέξιμο στα βουνά, μου είπε κάποια πράγματα. Όταν τελείωσε η σεζόν και πήγα στα Γιάννενα, είχα χρόνο και ξεκίνησα να τρέχω. Το φθινόπωρο ξεκίνησα να πηγαίνω στο Φρόντζο και έτρεχα κάθε μέρα με μουσική στα αυτιά, για καμιά ώρα, μόνος μου.
Με το τρέξιμο στο δάσος έπαθα σοκ, η αίσθηση που μου προκαλούσε ήταν κάτι ξεχωριστό. Για τον λίγο καιρό που έτρεχα, οι επιδόσεις μου ήταν αρκετά καλές. Καταλάβαινα ότι μου βγαίνει αβίαστα όλο αυτό. Τα πράγματα ήρθαν έτσι που την άνοιξη του ίδιου έτους έφυγα για το βουνό. Με είχαν προσλάβει σε ένα υπαίθριο μουσείο ως έναν από τους τρεις φύλακες. Έτσι ξεκίνησα να ζω μέσα στο δάσος, στο Εθνικό Πάρκο της Πίνδου. Έτρεχα περικυκλωμένος από δέντρα και σκαρφάλωνα κορυφές.

Ταυτόχρονα, ξεκίνησα να πηγαίνω σε αγώνες. Έβλεπα ότι κάνω καλούς χρόνους σε σχέση με το πόσο καινούργιος ήμουν σε αυτό. Έτρεχα σε αγώνες, έπαιρνα καλές θέσεις, άρχισαν να μεγαλώνουν οι αποστάσεις που έτρεχα και άρχισα να συστηματοποιώ περισσότερο τις προπονήσεις μου· έφτασα σε σημείο να τρέχω 160-170 χιλιόμετρα στα βουνά. Μιλάμε για αγώνες-ταξίδια, που απαιτούν από 12 έως 25 ώρες συνεχόμενης προσπάθειας.
Τι μου έμαθαν οι υπεραποστάσεις; Υπομονή. Είμαι άνθρωπος που δεν έχει υπομονή και οι υπεραποστάσεις την απαιτούν. Με μαθαίνουν να υπομένω πράγματα και ότι τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Οι εμπειρίες και όσα βιώνεις είναι εμπειρίες πόνου, ταλαιπωρίας, ευαισθησίας· σκάβεις μέσα σου για να βρεις πράγματα, συναισθηματικά και νοητικά. Όλα εντείνονται. Μπορεί να σκέφτεσαι κάτι που στην καθημερινότητα θα ξεπερνούσες, για παράδειγμα τη μάνα σου, αλλά την ώρα που τρέχεις, όταν σώμα και μυαλό βρίσκονται σε συνθήκες επιβίωσης, όλα είναι πολύ έντονα. Μπορεί εκείνη τη στιγμή να συγκινηθείς και να βάλεις τα κλάματα. Είσαι τόσο ανοιχτός και ευάλωτος∙ είναι ένα ταξίδι όλο αυτό.
Όταν μιλάμε για τέτοιες αποστάσεις, πολλές φορές οι εμπειρίες είναι ψυχεδελικές. Επειδή το σώμα είναι ένα χημείο, εκείνη την ώρα συμβαίνουν απίστευτα πράγματα. Μπορεί να βλέπεις παραισθήσεις, πράγματα που έχεις ανάγκη. Έναν κορμό δέντρου να τον βλέπεις σαν άνθρωπο, σαν ζώο... Εκείνη τη στιγμή βλέπω όντως αυτό που χρειάζομαι, επειδή προφανώς νιώθω μοναξιά, χρειάζομαι να δω έναν άνθρωπο. Το μυαλό πλάθει αυτή την πλάνη για να σε βοηθήσει να προχωρήσεις.
Υπάρχουν αγώνες δύσκολοι ή επικίνδυνοι. Για παράδειγμα, έτρεξα σε έναν αγώνα 80 χιλιομέτρων φέτος τον Ιούνιο, στην Αυστρία, που ήταν αγώνας επιβίωσης, επικίνδυνος. Βρέθηκα σε δύσκολο σημείο, πνευματικά και σωματικά. Είναι μια ορειβατική διαδρομή που ενώνει οκτώ καταφύγια και διασχίζει τον παγετώνα του Στούμπαϊλ, μια διαδρομή 83 χιλιομέτρων με 6.500 μέτρα υψομετρική.

Ήξερα ότι θα έτρεχα έναν ιδιαίτερο αγώνα με μεγάλη τεχνική δυσκολία, αλλά δεν περίμενα αυτό που αντιμετώπισα. Ήταν πολύ πιο επικίνδυνο απ’ όσο νόμιζα. Έπεσα, χτύπησα, το ζούσα πιο έντονα μέσα μου και το μυαλό μου άρχισε να μου παίζει περίεργα παιχνίδια. Είχε κολλήσει σε ένα πράγμα: να μη σκοτωθώ, να μη ζαλιστώ. Πιανόμασταν από σχοινιά, ανεβοκατεβαίναμε γκρεμούς, περνούσαμε χιόνια με επικίνδυνες τραβέρσες. Τερμάτισα σε 17 ώρες, τα 80 χιλιόμετρα. Ένιωθα ότι έπρεπε να κατεβώ από το βουνό ζωντανός.
Μέσα από όλα αυτά εξελίσσεσαι, αλλάζεις. Αν δεν έκανα τέτοια πράγματα, δεν θα είχα ανακαλύψει αυτές τις πτυχές μου. Το να μπορώ να τρέχω τόσο πολλές ώρες και να καλύπτω τέτοιες αποστάσεις είναι αποτέλεσμα πολλών άλλων μικρών πραγμάτων στην καθημερινότητα. Όταν φτάνεις το “μηχάνημα” που λέγεται “σώμα” σε αυτό το σημείο, τα υπόλοιπα εμπόδια στη ζωή μικραίνουν. Αποκτάς αυτοπεποίθηση.
Αν μου λείπει κάτι; Ήμουν πάντα μινιμαλιστής, και ως παρουσία και στον τρόπο που ζω. Για μένα το τρέξιμο είναι ένα είδος διαλογισμού, μια διαδικασία που βάζει και το σώμα και το μυαλό να δουλέψουν πολύ. Έχω περάσει σίγουρα από καταθλίψεις και πράγματα που με ώθησαν να κάνω μια τέτοια ζωή. Κάτι ψάχνω· προσπαθώ να ζω συνειδητά, να βελτιώνομαι, να παρατηρώ τα πράγματα, το σύμπαν, τη φύση, για να βρω το δικό μου νόημα. Πρακτικά, μου λείπουν τα ηλιοβασιλέματα, γιατί έχω ένα βουνό μπροστά μου. Ο ήλιος πέφτει πίσω του και δεν τον βλέπω ποτέ να δύει. Τα τελευταία δύο χρόνια έχω αρχίσει να μειώνω τον χρόνο που περνάω μόνος μου, και αποζητώ το community, την παρέα και το μοίρασμα.
Το Σάββατο, 11 Οκτωβρίου, το «Chasing Dragons» θα προβληθεί στην ΕΡΤ3 σε πρώτη τηλεοπτική μετάδοση. Έπειτα θα είναι διαθέσιμο και στην πλατφόρμα του Ertflix.
Αρχική ιδέα: Θοδωρής (Άκης) Ζιάκκας
Σκηνοθεσία: Θεμιστοκλής Λαμπρίδης
Kινηματογράφηση: Εμμανουέλ Αρμουτάκης, Κώστας Δεκούμες, Γεώργιος Γουνέζος, Σταύρος Ξύτσας, Θεμιστοκλής Λαμπρίδης
Ομάδα υποστήριξης: Παναγιώτης Παναρίτης, Ερρίκος Ράλλης, Χρήστος Δάρτσης, Τάσος Δημόπουλος
Μουσική: Πέτρος Κλαμπάνης
Μοντάζ: Θεμιστοκλής Λαμπρίδης