O Matthieu Blazy, «o πιο διάσημος designer από εκείνους που κανείς δεν ξέρει το όνομά τους», με μαθητείες πλάι στον Ghesquiere και τον Galliano, συνεργασίες με τον Raf Simons και τη Phoebe Philo, θέση στη σχεδιαστική ομάδα του Maison Margiela και αξιοπρόσεκτη καλλιτεχνική διεύθυνση στην Bottega, αποκάλυψε χθες βράδυ εικόνες από τον νέο «πλανήτη» Chanel: ένα σύμπαν χωρίς εξάρσεις, χαλαρό και κομψό, με προτάσεις για κάθε ηλικία και τύπο γυναίκας, φτιαγμένο με γνώση και αγάπη από έναν δημιουργό που δούλεψε χρόνια στις σκιές και δεν βιάζεται να εντυπωσιάσει.
Η επίδειξη της Chanel για την άνοιξη του 2026, σε ένα ανακαινισμένο Grand Palais που είχε μετατραπεί σε γαλαξία, με γιγάντιους χρωματιστούς πλανήτες να αντανακλώνται στο μαύρο γυαλιστερό πάτωμα, σχεδιάστηκε φαντασμαγορικά (στην παράδοση των μνημειωδών σόου του Karl Lagerfeld), απέπνεε, όμως, μια αναπάντεχη οικειότητα και μια ήσυχη δύναμη.
O Blazy, o τέταρτος, μόλις, καλλιτεχνικός διευθυντής στα 115 χρόνια ιστορίας του οίκου, είχε υπαινιχθεί –με μια σειρά από ασπρόμαυρες φωτογραφίες-teasers του βετεράνου David Bailey– μια αυστηρή, λιτή κατεύθυνση στο νέο του πόστο. Τα ρούχα που είδαμε, όμως, αντανακλούσαν την πολύπλευρη φύση της ίδιας της Coco, ανδρόγυνης και συνάμα μοιραία σαγηνευτικής.
Σε μια επιφανειακή πρώτη ανάγνωση, το κοινό είδε όμορφα ρούχα. Η επέμβαση του Blazy, όμως, στον ιστορικό γαλλικό οίκο υπήρξε πολύ πιο ριζοσπαστική. Ήσυχα αλλά παράτολμα, επιχείρησε να αφυπνίσει το επαναστατικό πνεύμα της Coco, καταργώντας (ή κάνοντας αγνώριστα) τα κλισέ που είχαν κουράσει ακόμα και το πιο πιστό κοινό της Chanel.

Τα διπλά C παραμερίστηκαν, τα συντηρητικά μπουκλέ ταγεράκια χαλάρωσαν και συχνά έμοιαζαν με σάκους, ενώ το σήμα κατατεθέν του οίκου, το tweed, άλλαξε φόρμα και υφή. Οι φούστες κάλυψαν το γόνατο και χαμήλωσαν στη μέση (κρεμασμένες από ένα βαμβακερό πλεκτό ζωνάρι σαν φαρδύ λάστιχο εσωρούχου) ή αγκάλιασαν τους γοφούς με μια σταθερή μπάσκα, από όπου ένα κομμάτι υφάσματος στερεωνόταν με δυο κουμπιά στο ένα πλάι, προβάλλοντας το πόδι σε κάθε κίνηση. Οι καμέλιες άνθισαν και στη νέα εποχή Chanel, περισσότερο αιχμηρές, φορεμένες σαν τεράστιες μπουτονιέρες ή ακόμα και σαν καπέλα. Και το κλασικό δίχρωμο γοβάκι του οίκου, σε μπεζ-μαύρο, εγκατέλειψε την ακαμψία του, απέκτησε παντοφλέ τακουνάκι και η μύτη του βυθίστηκε σε ζωηρά χρώματα.
O Blazy, o τέταρτος, μόλις, καλλιτεχνικός διευθυντής στα 115 χρόνια ιστορίας του οίκου, είχε υπαινιχθεί –με μια σειρά από ασπρόμαυρες φωτογραφίες-teasers του βετεράνου David Bailey– μια αυστηρή, λιτή κατεύθυνση στο νέο του πόστο. Τα ρούχα που είδαμε, όμως, αντανακλούσαν την πολύπλευρη φύση της ίδιας της Coco, ανδρόγυνης και συνάμα μοιραία σαγηνευτικής.
Η «διπροσωπία» φάνηκε ήδη από τα πρώτα looks, κοστούμια με τετραγωνισμένα κοντά σακάκια και καλοραμμένα αντρικά παντελόνια, που πρότειναν ένα δυναμικό daywear για γυναίκες που «φορούν» την ελευθερία τους, χωρίς να διαχωρίζουν την άνεση από τη γοητεία. Ήταν το κεφάλαιο «Ένα Παράδοξο» («Un Paradox»), στο οποίο ο Blazy τίμησε τους κώδικες του κλασικού ανδρικού ντυσίματος (αυτό που φαντάστηκε ότι έκλεβε η Coco από την ντουλάπα του εραστή της, Boy Capel), δείχνοντας μεταξωτά πουκάμισα με την υπογραφή Charvet και χαλαρές tweed ζακέτες.




Καθώς η ιστορία εξελισσόταν, το κεφάλαιο «Le Jour» περιλάμβανε ρούχα σε καθαρές, ρευστές γραμμές που σέβονταν την αρχιτεκτονική ακρίβεια της art deco, το DNA του οίκου δηλαδή, και το ύφος των ρούχων που οι πάντες αναγνωρίζουν ως κλασικά Chanel, τα ίδια που αλλάζουν χέρια και γενιές ως διαχρονικά σικ: μια τσάντα 2.55, ας πούμε, που φαινόταν τσακισμένη και χιλιοκρατημένη, ή σακάκια tweed που έδειχναν να έχουν ανοίξει στις ραφές από τη χρήση.
Η επίδειξη κορυφώθηκε με την ιδέα του «L’ Universel», μιας μόδας βασισμένης στα παιχνίδια με τα υλικά, το πεδίο στο οποίο ο Blazy μυήθηκε στα χρόνια της Bottega Veneta. Σε αυτήν τη σειρά των looks, oι επιρροές από την ανδρική γκαρνταρόμπα απαλύνονταν από τη φόρμα του blouson και τους πειραματισμούς με τα υλικά: μεταξωτά separates και ρευστά μακριά φορέματα στη βασική παλέτα του μπεζ, φίλντισι και μαύρο, διάφανα φορέματα με απλικαρισμένα λουλούδια, top που έμοιαζαν φτιαγμένα από κομματιασμένα χαρτιά και πυκνά πλεκτά, συνδυασμένα με φούστες με χρώμα και υφή άχυρου. Το άχυρο είχε γενικά την τιμητική του (αναφορά σε ένα δεμάτι σταριού που ήταν ένα από τα αγαπημένα φυλαχτά της Coco), είτε στη μορφή χνουδωτών κεντημάτων πάνω σε σακάκια και παλτό είτε ως ελεύθερες φούντες που αιωρούνταν σε φορέματα-σάκους.

Τα αξεσουάρ –χαρούμενες στρώσεις από μπαρόκ μαργαριτάρια και πλανήτες από γυαλί– επιβεβαίωναν την πρόθεση του σχεδιαστή να γιορτάσει μαζί με την πελάτισσά του μια μόδα που φοριέται, που έχει χρώμα, layers, τσέπες και άνετη φόρμα. Το είδος των ρούχων που βρήκαμε απολαυστικά στη Celine του Michael Rider, στη Lacoste της Pelagia Kolotouros και στον Versace του Dario Vitale.
Ο Blazy, σε αντίθεση με την προκάτοχό του, Virginie Viard, και σε σύμπλευση με τον ανανεωτή της Chanel, Karl Lagerfeld, φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι το καλό γούστο δεν αρκεί για να συντηρηθεί ένας μυθικός οίκος μόδας. Απαιτείται μια γερή δόση ασέβειας και «ξηλώματος» των δομικών του υλικών. Άλλοι το επιχειρούν προκαλώντας, άλλοι, όπως ο Matthieu Blazy, με πειραματισμούς σε ύφος work in progress.
«Ήθελα να προτείνω κάτι όμορφο και διασκεδαστικό για τη μόδα», δήλωσε ο ίδιος. Αυτό ακριβώς που εξέφρασε ο χορός της Awar Odhiang (Καναδέζας με καταγωγή από την Αιθιοπία) στο φινάλε του σόου του, η οποία λικνίστηκε φορώντας ένα φόρεμα με ήσυχο λευκό μεταξωτό top που άνοιγε σε μια καλειδοσκοπική έκρηξη φτερών.
Οι επαναστάσεις δεν γίνονται πάντα με ένα big bang.
Δείτε το slideshow: