Το φθινόπωρο του 2025, το κέντρο παραστατικών τεχνών Barbican Centre υπόσχεται πώς το «Dirty Looks: Desire and decay in fashion», η πιο τολμηρή έκθεση μόδας του Λονδίνου, θα αποτελέσει μια δυναμική εξερεύνηση της γοητείας του ατελούς και του απαγορευμένου μέσα από τα έργα περισσότερων από 60 καταξιωμένων αλλά και ανερχόμενων σχεδιαστών.
Η μεγάλη αυτή έκθεση σηματοδοτεί την επιστροφή της σύγχρονης μόδας στο Barbican, που στο παρελθόν έχει διοργανώσει εκθέσεις μόδας μεγάλης κλίμακας όπως οι «The House of Viktor & Rolf» (2008), «Future Beauty: 30 years of Japanese fashion» (2010), «The fashion world of Jean Paul Gaultier» (2014) και «The Vulgar» (2017).
Σ’ αυτές τις εκθέσεις η μόδα είχε αναδειχθεί μέσα από μια διεπιστημονική και πρωτοποριακή καλλιτεχνική πρακτική, αντανακλώντας το μεταβαλλόμενο τοπίο της σήμερα και παρουσιάζοντας το μέλλον στο οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί ως μια θετική δημιουργική δύναμη για τους δημιουργούς, τους εραστές της μόδας και το φυσικό περιβάλλον.
Από ρομαντικά φορέματα και ρούχα στα οποία οι λεκέδες μετατρέπονται σε χειροποίητα διακοσμητικά στοιχεία μέχρι ενδύματα που έχουν βυθιστεί σε τύρφη ή έχουν δημιουργηθεί από ανακυκλωμένα απόβλητα της fast fashion, η έκθεση θέλει να θέσει ερωτήματα σχετικά με το πού βρίσκεται η ομορφιά και τι μπορεί να είναι η μόδα σήμερα.
H έκθεση «Dirty Looks», με περιέργεια και αγάπη για το νέο και την καινοτομία, διερευνά πώς η σύγχρονη μόδα αξιοποιεί ως μέσο αντίστασης, παιχνιδιού και αναγέννησης τη δυναμική του «βρόμικου» και της φθοράς. Κάποτε θεωρούνταν διαμετρικά αντίθετο των ιδανικών της υψηλής ραπτικής, της ομορφιάς και της λάμψης. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες, η φθορά και τα σημάδια του χρόνου αναδείχθηκαν σε βασικές πηγές καλλιτεχνικής έμπνευσης. Χρησιμοποιήθηκαν για να προκαλέσουν, να ενδυναμώσουν, να μπουν σε ένα παιχνίδι με υλικά και διακοσμητικά μοτίβα, να αναδείξουν την οπτική των αυτοχθόνων και να δώσουν στα ρούχα βαθύτερες, πνευματικές διαστάσεις.

Η έκθεση φέρνει σε διάλογο εμβληματικούς και ανερχόμενους σχεδιαστές, εξετάζοντας τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους η μόδα έχει ενστερνιστεί την «ακατέργαστη» αισθητική του «βρόμικου». Από ρομαντικά φορέματα και ρούχα στα οποία οι λεκέδες μετατρέπονται σε χειροποίητα διακοσμητικά στοιχεία μέχρι ενδύματα που έχουν βυθιστεί σε τύρφη ή έχουν δημιουργηθεί από ανακυκλωμένα απόβλητα της fast fashion, η έκθεση θέλει να θέσει ερωτήματα σχετικά με το πού βρίσκεται η ομορφιά και τι μπορεί να είναι η μόδα σήμερα.
Ανάμεσα στους σχεδιαστές που συμμετέχουν είναι και οι Alexander McQueen, Vivienne Westwood και Maison Margiela, πρωτοπόροι στη χρήση παράταιρων, βρόμικων, απροσδόκητων υλικών και αντικειμένων στην κατασκευή των ρούχων τους. Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης ειδικά σχεδιασμένες εγκαταστάσεις από δημιουργούς όπως ο Hussein Chalayan, η Ma Ke, ο Yuima Nakazato και η Bubu Ogisi (IAMISIGO). Συνδέοντας τη διεθνή σκηνή με την πολύπλευρη, ανερχόμενη δημιουργική κοινότητα του Λονδίνου, παρουσιάζει επίσης νέες αναθέσεις και έργα από τους Paolo Carzana, Alice Potts, Michaela Stark, Solitude Studios, Elena Velez (Νέα Υόρκη) και Yaz XL.
Η έκθεση παρουσιάζεται σε έναν χώρο διαμορφωμένο και σκηνοθετημένο θεατρικά με τη συμμετοχή των ACNE Studios, Miguel Adrover, Ahluwalia, Matty Bovan, Buzigahill, Paolo Carzana, Hussein Chalayan, Comme des Garçons, Piero D’Angelo, Giles Deacon, Diesel, Di Petsa, Phoebe English, Dilara Findikoglu, John Galliano, Jordan Luca, Andrew Groves, IAMISIGO, Hodakova, Nina Hollein, Ivan Hunga Garcia, Ayumi Kajiwara, Manon Kündig, Helmut Lang, Ma Ke, Maison Margiela, Yodea Marquel, Alexander McQueen, Issey Miyake, Hamish Morrow, Moschino, Yuima Nakazato, Louis Gabriel Nouchi, Rick Owens, Carol Christian Poell, Alice Potts, Paco Rabanne, Zandra Rhodes, Sterling Ruby, Marine Serre, Solitude Studios, Michaela Stark, Olivier Theyskens, Elena Velez, Vin + Omi, Viktor & Rolf, Junya Watanabe, Vivienne Westwood, Robert Wun και Xüly Bet.




Η περιπετειώδης έκθεση παίζει με την έννοια της «βρόμικης εμφάνισης», τη σκόπιμη χρήση της βρομιάς εκ μέρους των σχεδιαστών που θέλουν να δείξουν τις επαναστατικές, παιχνιδιάρικες και αναγεννητικές δυνατότητες της μόδας και για να σχολιάσουν τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο του κλάδου και τη σχέση του με την ανακύκλωση υλικών και την οικολογία.
Από τη χρήση λάσπης μέχρι τη χρήση απoβλήτων και τη λατρεία για τη φθορά και το χρησιμοποιημένο, οι σχεδιαστές, αμφισβητώντας τις έννοιες της πολυτέλειας και του άψογου ρούχου, θέλησαν να δημιουργήσουν ρούχα που φέρνουν στο προσκήνιο μια «ωμή, ειλικρινή και προκλητική εμφάνιση» αντί για τα άψογα ενδύματα των επιδείξεων υψηλής ραπτικής. Η τάση έχει συνεισφέρει πολλά στην πορεία της βιώσιμης μόδας, προωθώντας νέους τρόπους σκέψης για τα υλικά.
Το dirty look αντιμετωπίζει με αυθάδεια τη γυαλιστερή, αναλώσιμη τελειότητα της mainstream μόδας, αμφισβητώντας τους κοινωνικούς κανόνες γύρω από την έννοια του «καθαρού» και του όμορφου. Στην «ακατάστατη» αυτή πραγματικότητα, μέσα από λεκέδες και φθαρμένες υφές, οι σχεδιαστές συνδέουν το ρούχο με την ιστορία τους αλλά και με την ιστορία αυτού που το φοράει.

Δεν είναι τυχαίο ότι στην είσοδο της έκθεσης στέκουν οι μαύρες γαλότσες Hunter της Κέιτ Μος. Η εικόνα του σούπερ μόντελ να περπατάει τo 2005 στη λασπωμένη αρένα του Glastonbury έχει γράψει ιστορία, έγινε σήμα κατατεθέν των εμφανίσεων των it-girls στα φεστιβάλ και ένα από τα πιο iconic σύνολα που είδαμε τα επόμενα χρόνια. Το «βρόμικο» υιοθετήθηκε από οίκους όπως ο Balenciaga, που τα «λερωμένα» sneakers του κοστίζουν πάνω από 1.500 ευρώ, ή η Zandra Rhodes που έκανε ένα νυφικό με παραμάνες το 1977 και θέλησε να αμφισβητήσει τα δυτικά πρότυπα ομορφιάς, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ότι η «καθαρή», μαζικής παραγωγής μόδα είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο «βρόμικη».
Στις δώδεκα αίθουσες της έκθεσης ο επισκέπτης βλέπει εντυπωσιακές δημιουργίες αλλά και περίεργα ενδύματα. Ο Hussein Chalayan παρουσίασε το 1993 τη συλλογή «The Tangent Flows» και στη συνέχεια έθαψε τα ρούχα στον κήπο ενός φίλου του. Τα ξέθαψε για την έκθεση ως «ερείπια από το μέλλον» και επτά από αυτά κρέμονται σαν κουρέλια, πολύ εύθραυστα για να φορεθούν σε κούκλες, φαγωμένα από τον χρόνο και τα ποντίκια, σαν μια απάντηση στην κουλτούρα των ρούχων μίας χρήσης. Ακόμα και σήμερα διατηρούν τη γοητεία τους και ένα αλλιώτικο σχήμα, μια πρόταση αναπάντεχη που αύριο μια βιομηχανία μπορεί να την αντιγράψει και να την προτείνει με πιο «καθαρό» τρόπο.

Υπάρχουν αίθουσες που εξετάζουν τις βασικές έννοιες της βρομιάς και της φθοράς μέσα από την ιστορία του punk και του grunge. Ο John Galliano το 2000 είχε εμπνευστεί ένα φόρεμα από τους άστεγους –σήμερα δεν θα τολμούσε να προφέρει τις λέξεις– και δυο χρόνια νωρίτερα ο Helmut Lang είχε παρουσιάσει τζιν πιτσιλισμένα με μπογιές που έγιναν μαζική μόδα.
Οι σχεδιαστές δημιουργούν πλαστή φθορά στα ρούχα: ένα φόρεμα του Miguel Adrover είναι ζωγραφισμένο στο χέρι και στη συνέχεια καλυμμένο με λάσπη από τον Νείλο, ενώ η λάσπη της Vivienne Westwood στα ρούχα λειτουργούσε ως πρόκληση ενάντια στις αστικές αξίες και η βρομιά της Rei Kawakubo σχετίζεται με τη βρόμικη μέθοδο της βαφής. Ένα μαυρισμένο νυφικό Comme des Garçons μέσα σε γυάλινο κουτί θυμίζει τη Μις Χάβισαμ στις Μεγάλες Προσδοκίες του Ντίκενς, ενώ ένα φόρεμα των Vin + Omi είναι φτιαγμένο από τρίχες αλόγου του βασιλιά Καρόλου, και ένα τζιν των JordanLuca είναι λερωμένο με ούρα. Ο JW Anderson μετέτρεψε τα περιστέρια, που θεωρούνται πηγή βρομιάς, σε πολυτελή αξεσουάρ – η Σάρα Τζέσικα Πάρκερ κρατά μια τέτοια τσάντα στο And just like that.



Η φθορά εμφανίζεται ως στάδιο της ζωής ενός ρούχου. Υπό αυτή την οπτική ένα φόρεμα της Madame Grès, ήδη «βρόμικο», δέχτηκε την παρέμβαση της Αγγλίδας καλλιτέχνιδας Alice Potts, που δουλεύει με τον ιδρώτα και τις ανθρώπινες εκκρίσεις, η οποία του πρόσθεσε τη δική της «βιολογική» σφραγίδα. Σε αυτό το παράδειγμα συναντάμε ένα ρούχο ήδη σχεδόν διαλυμένο από τον χρόνο που δέχεται μια επιπλέον «καλλιτεχνική» στρώση βρομιάς, η οποία εδώ δεν παρουσιάζεται ως ελάττωμα αλλά ως απόδειξη ότι το ρούχο είχε τη δική του έντονη ζωή, σαν μια αντιπρόταση στην αποστειρωμένη εικόνα της σύγχρονης μόδας.
Και αν εξετάσουμε το πόσο ακριβά (8.582.500 ευρώ) πουλήθηκε η φθαρμένη, γεμάτη χαρακιές, σχεδόν κατεστραμμένη διάσημη τσάντα του οίκου Hermès που δημιουργήθηκε το 1984, η οποία ανήκε στην Τζέιν Μπίρκιν και έφερε το όνομά της, μπορεί να κατανοήσουμε ότι τα αντικείμενα μόδας που φέρουν τη «βρομιά» του χρόνου, τα ίχνη και τα σημάδια αυτών που τα φόρεσαν και τα συνέδεσαν με τη ζωή τους έχουν τόση αξία όση έχει σήμερα κάθε πειραματισμός με είδη και υλικά που κάνουν τη μόδα να μην είναι ποτέ βαρετή.




