Αυτό το καλοκαίρι, την τελευταία στιγμή για τα δεδομένα μας, αποφασίσαμε να οργανώσουμε ακόμα ένα road trip στην Ιταλία. Τα ακτοπλοϊκά έχουν, ως γνωστόν, εκτοξευθεί τα τελευταία χρόνια, γεγονός που μας κάνει τη ζωή δύσκολη – μας κάνει όμως και πιο… δημιουργικούς.
Αναζητώντας την πιο οικονομική επιλογή, καταλήξαμε να πάρουμε το πλοίο για Μπάρι από την Ηγουμενίτσα και να επιστρέψουμε στην Ελλάδα οδικώς. Κάπως έτσι μπήκε στον σχεδιασμό η κροατική Ίστρια, προορισμός που είχαμε βάλει στο μάτι από καιρό, καθώς τόσο στο Ζάγκρεμπ όσο και στις Δαλματικές Ακτές είχαμε χορτάσει ομορφιά.
Μια και είμαστε πάρα πολύ πλούσιοι, επιλέξαμε για βάση μας ένα απολύτως άγνωστο χωριό, το Kanfanar, το οποίο ωστόσο είχε αξιοσημείωτα προσόντα: μπορείς να παρκάρεις με ασφάλεια και δωρεάν και απέχει μόλις ένα τεταρτάκι από το Ρόβινι, το αντικείμενο του πόθου μας.
Η καταπράσινη, γεμάτη αμπελώνες, ελαιώνες και μικρά χωριά κοιλάδα του ποταμού Mirna/Quieto είναι από τις πιο όμορφες και εύφορες περιοχές της βόρειας Ίστριας και το Oprtalj, που βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 378 μέτρων, προσφέρει εκπληκτική θέα σε αυτήν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Kanfanar «ακούει» και στο ιταλικό Canfanaro, αφού η περιοχή προσαρτήθηκε στην τότε Γιουγκοσλαβία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολλά μέρη εδώ έχουν διπλές ονομασίες, υπάρχει ιταλική μειονότητα και σε αρκετούς δήμους αναγνωρίζεται επίσημα η ιταλική γλώσσα.
Συνοψίζοντας, τολμώ να πω ότι, αν και ανήκει στα Βαλκάνια, η Ίστρια δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με αυτά. Ούσα μέρος της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας και της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας στη συνέχεια, παρέμεινε για αιώνες κάτω από την ισχυρή πολιτιστική επιρροή της Ιταλίας και αυτό φαίνεται παντού – μόνο οι τιμές είναι ελαφρώς πιο βαλκανικές.
Oprtalj

Το Oprtalj/Portole είναι ένα δίγλωσσο, μικρό, οχυρωμένο χωριό, με λιγοστά «τσιμπημένα» ξενοδοχεία και αρκετές αντικερί, που βρίσκεται χτισμένο σε έναν λόφο και «βλέπει» την κοιλάδα του ποταμού Mirna/Quieto.
Η καταπράσινη, γεμάτη αμπελώνες, ελαιώνες και μικρά χωριά κοιλάδα είναι από τις πιο όμορφες και εύφορες περιοχές της βόρειας Ίστριας και το Oprtalj, που βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 378 μέτρων, προσφέρει εκπληκτική θέα σε αυτήν.
Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που μόλις περάσαμε τα σύνορα πήραμε έναν στενό, στριφογυριστό δρόμο για να φτάσουμε στο χωριό. Ο άλλος λόγος ήταν πιο πεζός αλλά εξίσου σημαντικός: πεινούσαμε και θέλαμε να φάμε κάπου πολύ συγκεκριμένα.

Το σημαντικότερο κτίσμα στο Oprtalj είναι η ενετική Loggia με τη συλλογή από πέτρινες επιγραφές και γλυπτά. Στέκεται από τον 16ο αιώνα μπροστά στην παλιά πύλη του οικισμού και από τα παράθυρά της, όταν ο καιρός το επιτρέπει, βλέπεις μέχρι τη θάλασσα.
Ακριβώς δίπλα, σε ένα πλάτωμα/παρατηρητήριο κάτω από πανύψηλα δέντρα, βρίσκονται οι πάγκοι που αποτελούν τον εξωτερικό χώρο της Konoba Oprtalj, μιας παραδοσιακής πέτρινης ορεινής ταβέρνας με τα όλα της.

Στην Konoba σερβίρουν ντόπια τυριά και αλλαντικά (σε ποσότητες που επιλέγει ο πελάτης και με ανάλογη χρέωση), παραδοσιακά πιάτα, κυνήγι, αρωματικό τοπικό χύμα κρασί Malvasia –ναι, από τη Μονεμβασιά κατάγεται αυτή η πολύ δημοφιλής στην Κροατία ποικιλία– αλλά και πιάτα με τρούφα, καθώς βρισκόμαστε στην «πηγή» της.
Την τρούφα μπορεί να μην τη συμπαθούμε, ό,τι άλλο φάγαμε και ήπιαμε, πάντως, ήταν εξαιρετικό και κατέταξε το συγκεκριμένο δείπνο σε μία από τις κορυφαίες γευστικές εμπειρίες του ταξιδιού. Τελικά, μερικές φορές αξίζει να οδηγήσεις λίγο παραπάνω, αν πρόκειται να φας πραγματικά καλά – και χωρίς να σου πάρουν το σκαλπ.
Μotovun

Το Μotovun είναι κι αυτό χτισμένο σε λόφο και βρίσκεται στην απέναντι πλευρά της κοιλάδας του ποταμού Mirna/Quieto. Πρόκειται για μια από τις πιο καλοδιατηρημένες μεσαιωνικές πόλεις στην Ίστρια, με τείχη και πύργους που χρονολογούνται από τον 14ο αιώνα.
Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, εδώ η πρόσβαση δεν είναι εύκολη, πόσο μάλλον που τα αυτοκίνητα φτάνουν μέχρι την είσοδο του μεσαιωνικού οικισμού. Στις παρυφές του λόφου πληθώρα ιδιωτικών πάρκινγκ περιμένουν τα «θύματα», μια και, αφού αφήσεις το αυτοκίνητο, ακολουθεί ο… γολγοθάς, κάτω από τον καυτό ήλιο.
Εμείς τολμήσαμε να τους αγνοήσουμε και ανεβήκαμε εποχούμενοι όσο ψηλά επιτρεπόταν να φτάσουμε. Φαίνεται πως «ο τολμών νικά», αφού μας περίμενε ελεύθερη η δεύτερη από τις θέσεις ελεγχόμενης στάθμευσης, ακριβώς μπροστά στην είσοδο του ιστορικού κέντρου.
Ανηφορίζοντας το λιθόστρωτο δρομάκι, φτάσαμε στην πλατεία Αντρέα Αντίκο, η οποία είναι αφιερωμένη στον τυπογράφο, εκδότη και συνθέτη της Αναγέννησης που καταγόταν από το Motovun.


Στην πλατεία βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Στεφάνου και από τον ρομανικο-γοτθικό πύργο του ναού (13ος αιώνας) μπορείτε να απολαύσετε την πανοραμική θέα στην κοιλάδα, κάνοντας και τα απαραίτητα stories – να ξέρετε, ωστόσο, ότι η ανάβαση είναι ζόρικη.
Για τον πύργο υπάρχει εισιτήριο, εκτός κι αν είστε ο Άλκης, ο γιος μου: μπήκε, ανέβηκε μετά φόβου, είδε, κατέβηκε, χαιρέτησε ευγενικά την υπεύθυνη και δεν πλήρωσε ποτέ – χαμπάρι δεν πήρε.
Το καλύτερα διατηρημένο ρομανικό δημόσιο κτίριο στην Κροατία είναι το δημαρχείο του Motovun και θα το δείτε κι αυτό στην πλατεία. Κατασκευασμένο τον 13ο αιώνα, εκτός από διοικητικό κέντρο ήταν και μέρος των τειχών της πόλης, τα οποία σώζονται μαζί με την αναγεννησιακή πύλη του 1607, που θα περάσετε μπαίνοντας με τα πόδια.
Ήρθε η στιγμή για κάτι δροσερό και μια ωραία ιδέα είναι το Romanesque House, ένα κοκτέιλ μπαρ, και όχι μόνο, που ανοίγει το μεσημέρι και στεγάζεται σε ένα ρομανικό σπίτι του 14ου αιώνα, που είναι –ω, ναι– και προστατευόμενο μνημείο.
Το μαγαζί είναι ξεχωριστό και ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό, οπότε άξιζε που για την on the rocks rakija μας –τα αποστάγματα φρούτων που πίνουν σε όλα τα Βαλκάνια– πληρώσαμε το ιλιγγιώδες ποσό των 2,70 ευρώ έκαστος.
Πούλα

Στην Πούλα πήγαμε με ένα τοπικό τρενάκι, που έκανε στάση και στο ταπεινό Kanfanar, το ορμητήριό μας. Είχαμε βγάλει τα εισιτήριά μας διαδικτυακά και πηγαινοερχόμαστε ανήσυχοι στον σταθμό, όπου δεν υπήρχε ψυχή ζώσα.
Όταν έφτασε η ώρα, κάπου εντός του περιποιημένου κτιρίου ακούστηκαν καμπανάκια και ξαφνικά η πόρτα άνοιξε για να φανεί ένας ένστολος σιδηροδρομικός, που έμοιαζε βγαλμένος από ταινία του Γουές Άντερσον.
Μετά από μια χαλαρή διαδρομή, με ηλικιωμένους να μπαινοβγαίνουν σε κάθε σταθμό –χωρίς να βγάζουν εισιτήριο, αν κατέβαιναν στην αμέσως επόμενη στάση–, φτάσαμε στην Πούλα, τη μεγαλύτερη πόλη της Ίστριας.



Πόλη ιστορική, φημισμένη για τα ρωμαϊκά της μνημεία, η Πούλα αποτελεί τουριστικό προορισμό και χάρη στην ακτογραμμή της, σε συνδυασμό με την έντονη νυχτερινή ζωή. Τον ορίζοντά της χαρακτηρίζουν οι γερανοί του εμβληματικού αλλά και καταχρεωμένου ναυπηγείου Uljanik (1856), που φωτίζονται θεαματικά τη νύχτα και φιγουράρουν πλέον σε πάσης φύσεως σουβενίρ.
Η αρένα της (1ος αι. μ.Χ.) είναι το πιο διάσημο αξιοθέατο: πρόκειται για το έκτο μεγαλύτερο ρωμαϊκό αμφιθέατρο στον κόσμο και βρίσκεται σε σχεδόν άψογη κατάσταση – όσο τρελό κι αν ακούγεται, η φασιστική Ιταλία θέλησε, ανεπιτυχώς, να διαλύσει το μνημείο και να το… επαναπατρίσει.
Τριγυρίζοντας στο ιστορικό κέντρο θα φτάσετε στο Forum, την καρδιά της ρωμαϊκής πόλης, όπου σώζεται σε εξαιρετική κατάσταση ο ναός της Ρώμης και του Αυγούστου, έργο –όπως και η αρένα– του ομώνυμου αυτοκράτορα προς τιμήν του εαυτού του, υποθέτω. Στην πλατεία βρίσκεται άλλο ένα σημαντικό κτίριο, το δημοτικό μέγαρο.
Αφού περπατήσαμε πολύ και ήπιαμε καφέ ακριβώς μπροστά στο εντυπωσιακά άρτιο αμφιθέατρο, ήρθε η ώρα να τηρήσουμε την υπόσχεση ότι στην Πούλα θα φάμε ψάρια: βρήκαμε την αντίστοιχη «Βαρβάκειο», ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο και απολαύσαμε, στη λαϊκή ψαροταβέρνα Furia, καλαμαράκια σε «δυνατό» τηγάνι και νοστιμότατο φιλέτο «shark» – γαλέος ήταν τελικά.
Ρόβινι

Το είπαμε και πριν. Το Ρόβινι ήταν το αντικείμενο του πόθου μας και περιμέναμε από αυτό πολλά. Όταν ταξιδεύεις, υπάρχουν φορές που οι προορισμοί στους οποίους πας διστακτικά σε εκπλήσσουν ευχάριστα. Άλλοτε, οι μεγάλες σου προσδοκίες αποδεικνύονται φρούδες. Το να έχεις βάλει ψηλά τον πήχη και η πραγματικότητα να τον υπερβαίνει είναι αυτό που εύχεται κάθε ταξιδιώτης. Ε, το Ρόβινι ανήκει σε αυτήν την κατηγορία.
Από τις σημαντικότερες πόλεις της Γαληνοτάτης, μέρος της οποίας ήταν για πάνω από πέντε αιώνες, το Ρόβινι ξεκίνησε την καριέρα του ως… νησί. Το 1763, όταν πια κόντευε να «σκάσει» από τον υπερπληθυσμό, μπάζωσαν την έκταση μεταξύ του νησιού και της στεριάς και εγένετο χερσόνησος.
Η εξέλιξη αυτή δεν άλλαξε ιδιαίτερα τον χαρακτήρα του Ρόβινι, που εξακολουθεί να παραπέμπει σε πυκνοκατοικημένο νησί, με τα στενά δρομάκια και τα κτίσματα που αλληλοεπικαλύπτονται και σκαρφαλώνουν στον λόφο, όπου δεσπόζει το μεγαλύτερο μπαρόκ κτίριο στην Ίστρια, η εκκλησία της Αγίας Ευφημίας (1725-36) με το περίφημο καμπαναριό της.

Η παλιά πόλη ήταν οχυρωμένη όχι με μία αλλά με δύο σειρές τειχών, τμήματα των οποίων εξακολουθούν να είναι ορατά. Στην πλατεία Marshal Tito, απ’ όπου θα ξεκινήσετε την εξερεύνηση, θα δείτε μία από τις τρεις πύλες που οδηγούσαν στο ενετικό Ρόβινι, την Αψίδα του Μπάλμπι (1678-9).
Προτού τη διασχίσετε, γεμίστε τα μπουκάλια σας με πόσιμο νερό στο χαριτωμένο σιντριβάνι της πλατείας με τον πιτσιρικά που κρατά ένα ψάρι, δείτε τον αναγεννησιακό Πύργο του Ρολογιού με τον ανάγλυφο λέοντα του Αγίου Μάρκου αλλά και το δημαρχείο της πόλης (1308).
Από την αψίδα ξεκινά η οδός Grisia, ο πιο διάσημος δρόμος –ή καλντερίμι– της πόλης, γνωστός και ως «Οδός των Καλλιτεχνών». Περπατώντας ανάμεσα σε γκαλερί, μπαράκια και εστιατόρια θα φτάσετε –πού αλλού;– στην Αγία Ευφημία για να απολαύσετε την παλιά πόλη από ψηλά.

Κατηφορίζοντας, πιείτε έναν καφέ ή μια rakija στην κουκλίστικη Piazza Matteotti, στον Bruno, ο οποίος παρεμπιπτόντως ξενυχτάει – σε περίπτωση που σας ενδιαφέρει η πληροφορία.
Αν πάλι ψήνεστε για κοκτέιλ δίπλα στη θάλασσα, θέα στο ηλιοβασίλεμα και τα σχετικά, τότε το Mediterraneo Bar στην άκρη της παλιάς πόλης σάς περιμένει. Πολύχρωμος κόσμος, σκαμνιά και μαξιλαράκια, κυματάκια που ενίοτε σκάνε πάνω στους ρομαντικούς επισκέπτες και ωραίες μουσικές είναι συνδυασμός στον οποίο δύσκολα αντιστέκεσαι.
Νομίζω, τελικά, ότι αυτή είναι και η πεμπτουσία του Ρόβινι: δεν μπορείς να του αντισταθείς.