«Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΘΑ ΗΤΑΝ πολύ πιο ωραία αν είχα πεθάνει στην ακμή της καριέρας μου, λίγο πριν το ξέσπασμα του πολέμου, την 1η Σεπτεμβρίου του 1939», ακούγεται να λέει στο περσινό αυτό ντοκιμαντέρ που βρήκε πλέον τον δρόμο του στις πλατφόρμες και φέρει ως τίτλο μόνο το επίθετό της, η φοβερή και τρομερή –και αιωνίως αμφιλεγόμενη– Λένι Ρίφενσταλ, σκηνοθέτρια δύο εκ των πιο πρωτοποριακών, επικών, μεγαλόπνοων και τρομακτικών στον φασιστικό και προπαγανδιστικό τους οίστρο και την ολοκληρωτική τους αισθητική, ντοκιμαντέρ όλων των εποχών. Με την επίσημη έναρξη του πολέμου, η Ρίφενσταλ κλήθηκε από τον (φίλο, θαυμαστή της και πιθανόν κάτι περισσότερο) Χίτλερ να κινηματογραφήσει την γερμανική εισβολή στην Πολωνία, ανάθεση την οποία μετά χαράς αποδέχτηκε. Όπως είχε κάνει και με την μεγαλειώδη ναζιστική συγκέντρωση στη Νυρεμβέργη το 1934 που αποτυπώθηκε μεγαλειωδώς στην ταινία «Ο θρίαμβος της θέλησης» και με την Ολυμπιάδα του 1936 στο Βερολίνο, την οποία «έστησε» και κατέγραψε μαζί με το συνεργείο της, συγκεντρώνοντας το υλικό που θα αποτελούσε τα δύο μέρη του ντοκιμαντέρ «Ολύμπια».
Στο κλασικό της δοκίμιο της δεκαετίας του ’70 με τίτλο «Ο σαγηνευτικός φασισμός», η Σούζαν Σόνταγκ γράφει ότι η μόνη δικαιολογία που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς υπέρ της Ρίφενσταλ είναι ότι απλώς «δεν επρόκειτο για σκεπτόμενο άτομο».
Όποιο κι αν ήταν το βάθος του δεσμού της με τον Ναζισμό –είτε ως συμπαθούσα είτε ως συνεργός– είναι αδύνατο να αρνηθεί κανείς το, μακάβριο έστω, δέος που προκαλούν ακόμα και σήμερα (ίσως ειδικά σήμερα) μερικές τυχαίες σκηνές από τις δύο αυτές ταινίες. Η ίδια πάντως όχι μόνο δεν πέθανε το 1939 αλλά έζησε πάνω από εξήντα χρόνια (και πολλές ζωές) ακόμα μέχρι τον θάνατό της σε ηλικία 101 ετών το 2003. Είκοσι χρόνια πριν, είχε πεθάνει, στα 76 του μόλις, ένας άλλος στενός της φίλος από τα παλιά, ο «αρχιτέκτονας των Ναζί» Άλμπερτ Σπέερ, με τον οποίον είχε επανασυνδεθεί μετά την αποφυλάκισή του και μέχρι τον θάνατό του (η Ρίφενσταλ απέφευγε πάντα να μιλήσει πολύ για τον Χίτλερ, είχε αποκαλύψει όμως, και ακούμε την ίδια να το λέει στην ταινία, ότι ο Γκέμπελς ήταν τρελός και παλαβός μαζί της και μάλιστα είχε επιχειρήσει να τη βιάσει).

Και όπως γίνεται σαφές σ’ αυτό το ντοκιμαντέρ που βασίζεται σε τόνους αρχειακού υλικού (η Ρίφενσταλ κατέγραφε τα πάντα σε σημειωματάρια, επιστολές, μαγνητοταινίες και κασέτες) που βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας και σε διάφορες τηλεοπτικές εμφανίσεις της, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος μιας ατέλειωτης ζωής, προσπαθώντας εμμονικά να επιμεληθεί την δημόσια εικόνα της και να διώξει τη ρετσινιά της ναζίστριας. Η ετυμηγορία όμως του Γερμανού σκηνοθέτη Άντρες Βάιελ, ο οποίος έχει υπογράψει ένα επίσης ιδιαίτερο ντοκιμαντέρ για τον Γιόζεφ Μπόις (Beuys, 2017), μοιάζει αμείλικτη όσο και αναπόφευκτη, αντιθέτως από το πόρισμα της Συμμαχικής επιτροπής που την ανέκρινε μετά το τέλος του πολέμου: «Μπορεί κανείς να θεωρήσει τις δηλώσεις της Ρ. αβάσιμες και ανυπόστατες. Ωστόσο, δίνουν την εντύπωση της ειλικρίνειας, αλλά και του τρόμου τον οποίον εκφράζει για το [ναζιστικό] Καθεστώς και την ηγεσία του».
Στο κλασικό της δοκίμιο της δεκαετίας του ’70 με τίτλο «Ο σαγηνευτικός φασισμός», η Σούζαν Σόνταγκ γράφει ότι η μόνη δικαιολογία που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς υπέρ της Ρίφενσταλ είναι ότι απλώς «δεν επρόκειτο για σκεπτόμενο άτομο». Ή, όπως σημείωνε ο Στίβεν Μπαχ, συγγραφέας της βιογραφίας της με τίτλο «Λένι: Η ζωή και το έργο της Λένι Ρίφενσταλ» που κυκλοφόρησε το 2007, «η μοίρα της χαμογέλασε στο πρόσωπο του Αδόλφου Χίτλερ, κι εκείνη ανταπέδωσε το χαμόγελο». Ένα από τα πιο «καίρια» (για το σκοτεινό σήμερα) πάντως στιγμιότυπα του ντοκιμαντέρ είναι το ηχογραφημένο μήνυμα ενός θαυμαστή της που την παίρνει τηλέφωνο κάπου στα μέσα ή στα τέλη της δεκαετίας του ’70 για να την συγχαρεί για την «ηρωική» της εμφάνιση σε μια εκπομπή της γερμανικής τηλεόρασης και να την διαβεβαιώσει σε δύο γενιές θα έχει τελειώσει η «σαπίλα» και η αξιοπρέπεια και η ηθική θα λάμψουν ξανά.
Το τρέιλερ του ντοκιμαντέρ