ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ παραγνωρισμένος συγγραφέας που σήμερα φαίνεται σταδιακά να ξαναπαίρνει τη θέση του στο βάθρο των μεγάλων, είναι ο Λεονίντ Αντρέγιεφ. Ρώσος αλλά βαθιά καχύποπτος απέναντι στη λεγόμενη «μεγάλη ρωσική ψυχή» και τους κορυφαίους συγγραφείς της εποχής του −οι οποίοι, ωστόσο, πρόλαβαν, με πρώτον από όλους τον Γκόρκι, να διαβλέψουν τη δύναμη της πένας του−, έγραψε με ρεαλιστική ένταση, μπαρόκ διάθεση και εξπρεσιονιστικά χρώματα για όλα όσα συνέβαιναν στην πρώτη γραμμή της εξουσίας, αμφισβητώντας ταυτόχρονα και τον Τσάρο και την επανάσταση και πληρώνοντας ακριβά τη διαρκή ανάγκη του να αμφιβάλλει.
Όντας για τη Ρωσία ό,τι ίσως είναι για τη λογοτεχνία της Ευρώπης ο Σελίν, απέκτησε τη στόφα του μεγάλου, ζώντας, όπως έγραφε ο σπουδαίος Γάλλος για τον εαυτό του, «το νήμα της Ιστορίας από τα σύννεφα στο κεφάλι του μέχρι την κωλότρυπα». Διατηρώντας την ίδια βλάσφημη διάθεση για ανατροπή των καθεστηκυιών αξιών και της κυρίαρχης ηθικής, ο Αντρέγιεφ δεν έχασε ποτέ τη διεισδυτική ακρίβεια της έκφρασης και την πίστη στη δύναμη που έχουν οι λέξεις και τα βιβλία να ανεβαίνουν «στις φωτεινές κορφές των βουνών και με μια ματιά να αγκαλιάζουν τον απέραντο κόσμο. Αν του ανθρώπου του μέλλεται να γίνει ο θεός, ο Θρόνος είναι το βιβλίο» – αυτό λέει με περισσή ειλικρίνεια μέσα από τα λόγια ενός γιατρού, του Ιγκνάτιεβιτς Κερζέντσεφ, που δολοφονεί τον καλύτερο του φίλο στη Σκέψη.
Στον φαινομενικά εύρυθμο αλλά κατ’ ουσίαν σαλεμένο κόσμο του Αντρέγιεφ οι τρελοί δεν είναι περιθωριοποιημένοι αλλά κοινωνικά λειτουργικοί, ικανοί να ξεμασκαρεύουν όλα τα ιερά και τα όσια της εποχής, γελώντας ηχηρά πάνω από την άβυσσο.
Όπως και ο Ντοστογιέφσκι, αλλά πολύ μακριά από αυτόν ως συνείδηση και λογοτεχνική θέση, έζησε έναν βίο που αποτυπώθηκε με μεγάλη ένταση στις σαρωτικές σελίδες του: γεννήθηκε στην πόλη Αριόλ και η παιδική του ηλικία φαινόταν σχεδόν φυσιολογική, μέχρι που ο θάνατος του επιρρεπή στο αλκοόλ πατέρα του το 1889 έριξε την οικογένεια σε οικονομική δίνη. Όλα φαίνονταν πλέον ζοφερά και δύσκολα και ο ίδιος αναγκάστηκε να δουλεύει εντατικά για να θρέψει τα μικρότερα αδέλφια και τη μητέρα του, ενώ οι σπουδές του στη Νομική Σχολή της Μόσχας τον βοήθησαν αργότερα να ασκήσει περιστασιακά το επάγγελμα του νομικού, μέχρι το 1902, οπότε άρχισε να γράφει περιστασιακά διάφορα άρθρα ως δικαστικός ανταποκριτής για τον «Ταχυδρόμο της Μόσχας».

Leonid Andreyev, Σιωπή, μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου, Άγρα
Ενίοτε, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, φιλοτεχνούσε πορτρέτα, όντας δεινός ζωγράφος, γράφοντας ταυτόχρονα εργασίες κατά παραγγελία. Όλα πλέον ήταν στο κόκκινο από την ένταση μιας ζωής σε έξαρση και εξαιτίας των απρόσμενων ερώτων. Για χάρη ενός έρωτα θα κάνει απόπειρα αυτοκτονίας το 1894, ευτυχώς χωρίς επιτυχία, αλλά το πρόβλημα στην καρδιά που απέκτησε έκτοτε ήταν υπεύθυνο για τον πρόωρο θάνατό του.
Δεν άντεξε ποτέ την υποκρισία του κοινωνικού περίγυρου, τις ψεύτικες ιδεοληψίες, τις μεγάλες ιδέες. «Τον βαθμό της μόρφωσής μου μπορείτε να τον κρίνετε από το ότι πολλοί ηλίθιοι ως και σήμερα με θεωρούν τον πιο ειλικρινή και τίμιο άνθρωπο» βάζει τον γιατρό πρωταγωνιστή του να λέει στη Σκέψη, παραπέμποντας στις ανάγκες της προσποίησης στην οποία προσέφυγε σε πολλές στιγμές της ζωής του. Το μεγαλείο και η πτώση, η σαρωτική αμφισβήτηση της κοινωνικής ευτυχίας, της καταξίωσης και της θρησκείας διαπερνούν τα περισσότερα έργα του: ο Λάζαρος, στην ομώνυμη νουβέλα του, δεν ρωτήθηκε ποτέ αν θέλει να επιστρέψει από τον θάνατο και με ποιους όρους.
Τα μάτια του σοφού αυτού γέροντα –τα μάτια και το βλέμμα έχουν πάντα σημασία στα έργα του Αντρέγιεφ−, αυτά τα «φοβερά κρύσταλλα μέσα από τα οποία κοιτούσε τους ανθρώπους το ίδιο ασύλληπτο Υπερπέραν», δείχνουν με ενάργεια την εσωτερική θλίψη του ζωντανού-νεκρού Λαζάρου – στην ίδια κατάσταση βρισκόταν πολλές φορές ο ίδιος. Όσο για τον Ιούδα, στην άλλη του σπουδαία ομώνυμη νουβέλα, δεν είναι προδότης αλλά μια τραγική μορφή που η ενοχή της είναι αρκετή όχι μόνο για να τον οδηγήσει στην προδοσία αλλά και στο «ressentiment», όπως θα έγραφε στα γαλλικά, ορίζοντας τη μνησικακία ως απόρροια της χριστιανικής ενοχής, ακολουθώντας τον αγαπημένο του Νίτσε, τον οποίο διάβαζε πάντα με μανία.
Η ανατρεπτική ματιά και η δύναμη της γλώσσας του Αντρέγιεφ θα τραβήξουν το ενδιαφέρον του Γκόρκι, ο οποίος θα τον συστήσει και θα τον κάνει γνωστό στους λογοτεχνικούς κύκλους της Μόσχας από πολύ νωρίς. Η Ζωή του Βασίλι Φιβέισκι, που μιλάει για έναν παπά ο οποίος τρελαίνεται από την ασφυκτική ζωή στο μικρό ρωσικό χωριό Ζναμένσκαγε, είναι, μαζί με τον Τοίχο, το πρώτο έργο του που θα τύχει ευρείας αναγνώρισης, αλλά ελάχιστοι θα αντιληφθούν ότι είχαν ήδη μπει οι σπόροι της αμφισβήτησης του κατεστημένου που τον ανέδειξε: αμφισβητούνται, εν προκειμένω, έντονα η δημοφιλής στους Ρώσους ηθογραφία, η επάρατος για τον Αντρέγιεφ ντοστογιεφσκική καλοσύνη, η σωτηριολογική διάθεση, η άσκοπη εξύμνηση της φύσης.

Όχι μόνο δεν σώζεται κανείς από τους ιερείς πρωταγωνιστές του, όπως ο ιερέας στη Σιωπή, αλλά όλοι ρέπουν εξίσου προς μια ντικενσιανού τύπου δυστυχία. Η επίδραση του περιβάλλοντος της πόλης, όπως συμβαίνει στα κείμενα του Ντίκενς και του Κάφκα, είναι εξίσου κυρίαρχη. Άλλωστε, σε κάθε περιγραφή της ρωσικής επαρχίας εμφιλοχωρεί η αμαρτωλή επίδραση της «Βενετίας του Βορρά» και της «Χιονισμένης Βαβυλώνας», όπως αποκαλούσαν την ελευθεριακή Πετρούπολη, στην οποία επιστρέφει πάντα με διαρκείς αναφορές στα έργα του ο Αντρέγιεφ. Η σαρκαστική διάθεση που παραπέμπει στα σατιρικά σκετς των Γκόγκολ, Φονβίζιν και Καπνίστ, με τη βαθιά διεισδυτική ματιά και αντίστοιχη θεατρικότητα με εκείνη του Τσέχοφ, είναι απόρροια αυτής ακριβώς της αστικής ελευθεριότητας.

Andreyef Leonid, Η Άβυσσος και άλλα διηγήματα, μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, Ροές
Κανείς όμως από τους συγκαιρινούς του, που θα αναγνωρίσουν εγκαίρως το ταλέντο του Αντρέγιεφ, δεν θα αντέξει το χιούμορ, τη σεξουαλική πρόκληση και την άνεση με την οποία θα γράψει στο Έρεβος για έναν νεαρό φοιτητή που θα βρει καταφύγιο σε ένα πορνείο ή την αντίστοιχα τολμηρή οπτική που έχει στο Μέσα στην ομίχλη και στην Άβυσσο, το διήγημα στο οποίο ήρωας είναι ένας έφηβος που, τρελαμένος από τη σύφιλη, δολοφονεί την πόρνη φίλη του και μετά αυτοκτονεί. Το ζεύγος Τολστόι, όπως πολλοί από τα κορυφαία ονόματα της εποχής, θα πάρει έκτοτε, σαφώς ενοχλημένο, αποστάσεις από τον «εκκεντρικό» λογοτέχνη.
Αλλά η ανατρεπτική διάθεση του Αντρέγιεφ δεν εξαντλούνταν στην αμφισβήτηση της κυρίαρχης ηθικής της εποχής του και της κοινωνικής υποκρισίας, που κάνει σπουδαία έργα του όπως η Σκέψη να λατρεύονται ακόμα από τους Γάλλους, αφού βρίσκουν στα κείμενά του μια αλά Φουκό αμφισβήτηση της κοινωνικής ευταξίας και του Λόγου, με τη γραφή σε πρώτο πρόσωπο να αποτυπώνει με οξυδέρκεια, μέσα από ένα σολιψιστικό παραλήρημα, τον κοινωνικά αναγνωρισμένο παράφρονα. Στον φαινομενικά εύρυθμο αλλά κατ’ ουσίαν σαλεμένο κόσμο του Αντρέγιεφ οι τρελοί δεν είναι περιθωριοποιημένοι αλλά κοινωνικά λειτουργικοί, ικανοί να ξεμασκαρεύουν όλα τα ιερά και τα όσια της εποχής, γελώντας ηχηρά πάνω από την άβυσσο. Αυτό το παραληρηματικό Κόκκινο Γέλιο απηχεί στεντόρειο στην ομώνυμη νουβέλα και φτάνει στον παροξυσμό, σαν εκείνες τις αλλόκοτες χαλκογραφίες του Γκόγια για τον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο του 1904.

Η εσωτερική αποδόμηση, η δυσπιστία απέναντι στην ελπιδοφόρα επικράτηση της ανθρώπινης φύσης που ρέπει διαρκώς προς την καταστροφή είναι κυρίαρχες σε αυτήν τη νουβέλα, που είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ μαζί με το αριστουργηματικό αφήγημα Εκείνος, με θέμα κάποιον που δεν ξεπέρασε ποτέ τον θάνατο της κόρης του. Κανείς δεν ξέρει διαβάζοντάς το αν όντως το πιάνο που ακούγεται από το κλειστό δωμάτιο είναι αποκύημα της φαντασίας του ήρωα ή αν όντως τον καθοδηγεί κάποιο φάντασμα. Η οδύνη είναι η μόνη απάντηση, όποια και αν είναι η ερώτηση.

Leonid Andreyev, Σιωπή, μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου, Άγρα
Αυτό είναι, άλλωστε, κάτι που γνώρισε σε κάθε βίαιη έκφραση της ζωής του ο Αντρέγιεφ, τόσο όταν φυλακίστηκε ως αντικαθεστωτικός –στη συνέχεια, κυνηγημένος, βρήκε καταφύγιο μαζί με την οικογένειά του στο Βερολίνο, στο Μόναχο, στην Ελβετία, καταφεύγοντας τελικά στην ημιανεξάρτητη Φινλανδία τον Μάιο του 1906– όσο και μετά τον ξαφνικό, επιλόχειο θάνατο της γυναίκας του, Αλεξάντρα Βελισκόρσκαγια, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά∙ τον θάνατό της, παρότι ξαναπαντρεύτηκε, δεν τον ξεπέρασε ποτέ.
Το αντικαθεστωτικό του μένος μετατράπηκε σε ύψιστη δημιουργική έκφραση μέσα από τους αριστουργηματικούς Επτά Κρεμασμένους, όπου μιλάει για τις μαζικές εκτελέσεις των επαναστατών και την τσαρική τυραννία. Η αναγνώριση που λαμβάνει από τους επαναστατικούς κύκλους, ωστόσο, δεν τον κάνει να έχει αμφιβολίες για την υποκρισία των μπολσεβίκων, με αποτέλεσμα, όταν καταλαμβάνουν την εξουσία στις 26 Οκτωβρίου του 1917, εκείνος να φύγει για το Βάμελσου στη Φιλανδία, το οποίο απεικονίζει ως παράδεισο σε μια σειρά από εξαιρετικές φωτογραφίες (εκτός των άλλων υπήρξε και πρωτοπόρος της φωτογραφίας).

Ακόμα και σήμερα τα κείμενα του Αντρέγιεφ διαβάζονται ως εξπρεσιονιστικά εκμαγεία ενός άλλου κόσμου, που ανιχνεύεται ανάμεσα στην πιο ακραία οδύνη και την πιο δημιουργική ανθρώπινη έκφραση, και αποτυπώνεται με τρομακτική ενάργεια. Όλα όσα ζούμε σήμερα φαίνονται να περιγράφονται στις σελίδες της κορυφαίας, κατά τη γνώμη μας, έκδοσης Η Σκέψη και ο Κυβερνήτης, με το δεύτερο αφήγημα να μιλάει για έναν κυβερνήτη που έχει πνίξει μια πόλη στο αίμα, αλλά γνωρίζει ότι σύντομα θα φτάσει η ώρα για να το πληρώσει. Όταν ένα καθεστώς δολοφονεί μικρά παιδιά –«Τα παιδάκια, τα παιδάκια!» είναι το επιφώνημα που επανέρχεται διαρκώς στο αφήγημα− είναι αναπόφευκτο ότι θα επέλθει η τιμωρία − και το μυαλό μας δεν μπορεί παρά να πηγαίνει αυτόματα σε όσα συμβαίνουν στη Γάζα.

Leonid Andreyev, Λάζαρος - Ιούδας ο Ισκαριώτης, μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, Ροές
Ο λόγος του Αντρέγιεφ εξακολουθεί να συνταράσσει και να εμπνέει, με τα μεστά, ευσύνοπτα κείμενά του να εκδίδονται ακόμα, ενώ σαφώς «αντρεγιεφικός» είναι ο χώρος του θεάτρου. Ο Χάρης Φραγκούλης έχει βρει σε αυτόν έναν συγγραφέα που του ταιριάζει σκηνοθετικά (η Σκέψη είναι αναμφίβολα η καλύτερή του παράσταση), ενώ σύντομα θα δούμε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση μια παράσταση βασισμένη σε κείμενα του Αντρέγιεφ, το Passé του Ζιλιέν Γκοσλέν.
Ο Λεονίντ Αντρέγιεφ έγραψε το τελευταίο του έργο, σαν να διαισθανόταν ότι θα πέθαινε, στα 48 του χρόνια, επιμένοντας ότι χειρότερος από τον Σατανά είναι ο άνθρωπος, ικανός για το κακό που ούτε καν ο διάβολος δεν μπορούσε να φανταστεί. Αλλά ως έναν αλλόκοτο διάβολο, ικανό να βάλει φωτιά σε όλα μας τα δεδομένα, ήθελε να φανταζόμαστε και τον ίδιο: «Θέλω να γίνω ο απόστολος της αυτοκαταστροφής. Θέλω με το βιβλίο μου να επηρεάσω τη λογική, τα συναισθήματα, τα νεύρα του ανθρώπου, ολόκληρη τη ζωώδη του φύση. Θα ήθελα ο άνθρωπος να χλομιάσει από τρόμο διαβάζοντας το βιβλίο μου, να είναι για εκείνον κάτι σαν ναρκωτικό (...), να χάσει τα λογικά του, να με καταραστεί αλλά παρ’ όλα αυτά να ολοκληρώσει την ανάγνωση, χωρίς να αυτοκτονήσει. Έχω διάθεση να χλευάσω την ανθρωπότητα, να γελάσω ηχηρά με την ανοησία της, με τον εγωισμό και με την ευπιστία της», έγραφε με προφητικό τρόπο στο ημερολόγιό του την 1η Αυγούστου του 1891. Το σίγουρο είναι ότι τα κατάφερε με το παραπάνω, με το έργο του να αναγνωρίζεται πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του και να παραμένει ασύγκριτα επίκαιρο μέχρι σήμερα.
Βρείτα τα βιβλία του Leonid Andreyev στο LiFO Shop.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.