Η AMY SACCO, η αδιαφιλονίκητη βασίλισσα της νυχτερινής ζωής στο Μανχάταν, άνοιξε το κλαμπ Lot 61 στο Δυτικό Chelsea στα τέλη της δεκαετίας του 1990, σε ένα τετράγωνο που ήταν περισσότερο γνωστό για τις σεξεργάτριες και τα leather bars, σε μια γειτονιά που δέσποζαν μεγάλες παλιές αποθήκες, πολλές από τις οποίες πλέον έχουν κλείσει. Στην οδό West 21st Street 550, η Amy είχε ανακαλύψει μια πρώην ζυθοποιία με φθηνό ενοίκιο. Αν το κλαμπ δεν έπιανε, σκέφτηκε ότι θα το μπορούσε να το μετατρέψει σε ένα τεράστιο λοφτ.
Ο σπηλαιώδης χώρος ήταν εντυπωσιακός και χρηστικός: ατσάλινες δοκοί, τούβλα, ακατέργαστο σκυρόδεμα. Η Amy οραματίστηκε μια μοντέρνα εκδοχή ενός παριζιάνικου «σαλόν» της δεκαετίας του 1920, ένα σημείο συγκέντρωσης καλλιτεχνών και δημιουργών πάσης φύσεως. Αλλά αντί για τον Cole Porter στο πιάνο και τους πίνακες του Picasso στον τοίχο, με έβαλε να παίζω δίσκους του Jay-Z, με το μπάσο να κάνει τους τεράστιους πίνακες του Damien Hirst να τρέμουν στους τοίχους. Και αντί για τις περιστασιακές επισκέψεις της χωροφυλακής, το μαγαζί είχε να αντιμετωπίσει την διαβόητη αστυνομία «χορού» του δημάρχου Τζουλιάνι, η οποία εισέβαλε για να παρενοχλήσει το προσωπικό, να ανακατέψει το ταμείο και να ψάξει τις τσέπες του κοινού για σακουλάκια με κόκα. Το Lot 61 δεν είχε πίστα χορού, αντανακλώντας την τάση της Νέας Υόρκης προς τoυς lounge χώρους με επίκεντρο τις διασημότητες. Ήταν ουσιαστικά μια γιγάντια γκαλερί που μετατράπηκε σε cocktail lounge που σερβίρει μικρά πιάτα, το αντίστοιχο του θεάτρου με δείπνο, αλλά με DJ. Κανονικά δεν θα έπρεπε να είχε πετύχει. Κι όμως η ιδέα λειτούργησε λόγω της ατμόσφαιρας αυτο-επαίνου που κυριαρχούσε («πόσο καταπληκτικοί είμαστε όλοι όσοι βρισκόμαστε εδώ μέσα»).
«Στις τεράστιες πίστες χορού έβλεπες ανακατεμένους ράπερ, υδραυλικούς, ποπ σταρ, στελέχη, σχεδιαστές, καλλιτέχνες και νοσηλευτές. Ήταν μια συνέχεια της ενέργειας της δεκαετίας του '80 – το πανκ συναντά τη ραπ, η μόδα συγκρούεται με το breakdance, και όλοι είμαστε περίεργοι ο ένας για τον κόσμο του άλλου».
Όταν ξεκίνησα να βγαίνω, το 1992, μέρη όπως το Tunnel, το Club USA, το Palladium και το Limelight αποτελούσαν ακόμα την καρδιά της νυχτερινής ζωής της πόλης, και έβλεπες να περνά από μπροστά σου όλη τη Νέα Υόρκη. Στις τεράστιες πίστες χορού έβλεπες ανακατεμένους ράπερ, υδραυλικούς, ποπ σταρ, στελέχη, σχεδιαστές, καλλιτέχνες και νοσηλευτές. Ήταν μια συνέχεια της ενέργειας της δεκαετίας του '80 – το πανκ συναντά τη ραπ, η μόδα συγκρούεται με το breakdance, και όλοι είμαστε περίεργοι ο ένας για τον κόσμο του άλλου. Στα τέλη της δεκαετίας του '90, όταν η exclusive υφή του Moomba, του Lot 61 και της VIP αίθουσας του Life κυριάρχησε στη νύχτα, αυτό το πνεύμα εξαφανιζόταν. Διαφορετικές σκηνές εξακολουθούσαν να αναμειγνύονται, αλλά αντί να θέλουν να κατανοήσουν την τέχνη και τη μόδα του άλλου, οι άνθρωποι ενδιαφέρονταν περισσότερο πώς να βγάλουν περισσότερα χρήματα παρακολουθώντας και αντιγράφοντας την επιτυχία του.

Παρόλα αυτά, οι «απ΄έξω» εντυπωσιάστηκαν από αυτή τη νέα σκηνή, όπου οι Jay-Z, Damon Dash, Puffy, Leo και τα παιδιά του SKE αναμόρφωναν τη νυχτερινή ζωή της Νέας Υόρκης, με εμένα ως DJ τους. Ήξερα ότι είχα πραγματικά βρει τον δρόμο μου προς την ευρύτερη κουλτούρα όταν είδα τον εαυτό μου σε ένα σενάριο του Μπεν Στίλερ. Στα Βραβεία Μόδας του καναλιού VH-1 το 1996, ο Στίλερ είχε υποδυθεί ένα μοντέλο σε ένα δημοφιλές σκετς που σατίριζε τις προθέσεις και τα κίνητρα του κόσμου της μόδας στο νεοϋορκέζικο downtown. Όταν αποφάσισε να επεκτείνει το σκετς σε μια ολόκληρη ταινία – η οποία κατέληξε να είναι το «Zoolander», δέχτηκα ένα τηλεφώνημα για να παίξω τον εαυτό μου στην εναρκτήρια σκηνή.
Είχα μόνο μία ατάκα και σκέφτηκα πόσο δύσκολο θα μπορούσε να είναι; Έπαιζα τον εαυτό μου, άλλωστε, και είχα περάσει αρκετό χρόνο σε κωμικά κλαμπ και κάνοντας παρέα με κωμικούς, ώστε να πιστεύω ότι είχα μια αξιοπρεπή αίσθηση του χιούμορ. Όταν όμως διάβασα την ατάκα μου –«Κανείς δεν λέει στον Mark Ronson τι να παίξει!»– ακούστηκε τόσο επίπεδη που ούτε εγώ δεν το πίστευα. Η δεύτερη φορά ήταν ακόμα πιο άψυχη. Στην τρίτη και τελευταία προσπάθεια πρόσθεσα ένα κλαψούρισμα στην φωνή, που το έκανε ακόμα χειρότερο. Τελικά κατάφερα να εμφανιστώ στο Zoolander ούτως ή άλλως –απλώς χωρίς καμιά ατάκα. Αποδείχτηκε τελικά ότι οι DJs έχουν ρυθμό ενώ οι κωμικοί έχουν timing, χαρίσματα που δεν είναι τόσο εναλλάξιμα όσο νόμιζα τότε.
Με στοιχεία από The Wall Street Journal