Η Ζάτουνα είναι ένα μικρό αλλά ιστορικό χωριό της ορεινής Αρκαδίας, που φέρει έντονο το αποτύπωμα και την κληρονομιά ενός από τους σπουδαιότερους Έλληνες μουσικοσυνθέτες. Μόλις φτάνει κανείς, μια πινακίδα που γράφει «Μουσείο Μίκης Θεοδωράκης» τον προϊδεάζει ότι αυτός ο τόπος είναι φορτισμένος με μνήμες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, του πολιτισμού και της μουσικής. Χτισμένη μέσα στα καταπράσινα βουνά, η Ζάτουνα έγινε γνωστή στο πανελλήνιο όταν το 1968, κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, αποτέλεσε τόπο εξορίας του Μίκη Θεοδωράκη. Το παλιό δημοτικό σχολείο –σήμερα στεγάζει το μουσείο– βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του χωριού, απέναντι από την πετρόκτιστη εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (γνωστή και ως Παναγία Ελοβίτισσα), που οικοδομήθηκε το 1853. Ο χώρος αυτός έχει μετατραπεί σε μια κιβωτό πολιτισμού, που είναι αφιερωμένη όχι μόνο στο μουσικό έργο του Θεοδωράκη, αλλά και στην πολιτική του δράση και τη συμβολή του στους δημοκρατικούς αγώνες της Ελλάδας.
Μπαίνοντας στο μουσείο, νιώθεις τον σεβασμό και τη συγκίνηση που αποπνέει ο χώρος. Οι αίθουσες φιλοξενούν φωτογραφίες, χειρόγραφα, αφίσες από συναυλίες, προσωπικά αντικείμενα και φυσικά τη μουσική του, όλα δοσμένα με έναν λιτό αλλά βαθιά ανθρώπινο τρόπο. Είναι σαν να ξαναζωντανεύει μπροστά σου η προσωπικότητα του Μίκη – ο καλλιτέχνης, ο αγωνιστής, ο στοχαστής.
Η εξορία στη Ζάτουνα δεν είναι για τον Θεοδωράκη και την οικογένειά του μια ήρεμη ανάπαυλα με φόντο την όμορφη αρκαδική φύση. Κάθε άλλο: η αδιάκοπη επιτήρηση, οι περιορισμοί, οι απαγορεύσεις, οι εκφοβισμοί, ένας συνεχής και σφοδρός ψυχολογικός πόλεμος, αλλά και η αβεβαιότητα για το μέλλον συνθέτουν τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν οι εκτοπισμένοι.
Στην αρχή διαβάζω τα σημειώματα για την ιστορία του σχολείου. Το πέτρινο κτίριο του Δημοτικού Σχολείου Ζάτουνας, χτισμένο το 1919, αποτελεί ένα αρχιτεκτονικό στολίδι με ιστορική και πολιτιστική αξία. Η ανέγερσή του πραγματοποιήθηκε σε οικόπεδο που διέθεσε η Εκκλησιαστική Επιτροπή του χωριού, το οποίο ανήκε στην τοπική εκκλησία. Το έργο χρηματοδοτήθηκε από δύο εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής, τους Ζατουνίτες ευεργέτες Αντώνιο Αντωνακόπουλο, έναν επιτυχημένο εφοπλιστή που διέμενε στον Πειραιά, και Γεώργιο Πραπόπουλο, έναν καταξιωμένο βιομήχανο που δραστηριοποιήθηκε στην Πάτρα. Το κτίριο λειτούργησε ως δημοτικό σχολείο για περισσότερες από πέντε δεκαετίες, φιλοξενώντας γενιές μαθητών της περιοχής, μέχρι το 1973. Το 1995, παραχωρήθηκε στην κοινότητα Ζάτουνας με πρωτοβουλία του τότε Μητροπολίτη Θεόφιλου, σηματοδοτώντας μια νέα φάση στην ιστορία του. Από τον Οκτώβρη του 2006, το κτίριο απέκτησε έναν νέο, ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο. Στεγάζει το Μουσείο Μίκη Θεοδωράκη Ζάτουνας, το οποίο είναι αφιερωμένο στον μεγάλο Έλληνα μουσικοσυνθέτη, διαφυλάσσοντας και αναδεικνύοντας την πολιτιστική του κληρονομιά.

Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε το γεγονός ότι το μουσείο συνδέει την προσωπική ιστορία του Θεοδωράκη με την ευρύτερη πορεία της νεότερης Ελλάδας. Δεν πρόκειται δηλαδή απλώς για μια έκθεση, αλλά για μια βιωματική διαδρομή στη συλλογική μας μνήμη. Κάθε γωνιά του χώρου μαρτυρά την πάλη για ελευθερία, για πολιτισμό, για δικαιοσύνη. Η φωνή του Θεοδωράκη μοιάζει να αντηχεί ακόμα στους τοίχους του κτιρίου.
Το Μουσείο Μίκη Θεοδωράκη Ζάτουνας αποτελεί σήμερα έναν ζωντανό χώρο πολιτισμού, προβάλλοντας την παρακαταθήκη του μεγάλου δημιουργού και λειτουργώντας ως σημείο έμπνευσης για τις νεότερες γενιές. Η ιδέα για την ίδρυση του Μουσείου Μίκη Θεοδωράκη στη Ζάτουνα γεννήθηκε το 1997. Μετά από οκτώ χρόνια επίμονων προσπαθειών, το 2005, η παραχώρηση του κτιρίου έγινε πραγματικότητα. Τα εγκαίνια του Μουσείου πραγματοποιήθηκαν στις 7 Οκτωβρίου 2006, σε μια συγκινητική τελετή την οποία τίμησε με την παρουσία του ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης, συνοδευόμενος από την οικογένειά του.
Όλα ξεκινούν τον Αύγουστο του 1968, όταν ο πολιτικός κρατούμενος της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών Μίκης Θεοδωράκης εξορίζεται μαζί με την οικογένειά του στη Ζάτουνα, ένα μικρό, απομονωμένο χωριό της ορεινής Αρκαδίας, με λιγοστούς κατοίκους και μέσα. Η ηλεκτροδότηση είναι πρόσφατη, οι δρόμοι χωμάτινοι, τα καταστήματα ελάχιστα και οι χειμώνες σκληροί. Ένα μέρος που μοιάζει να είναι ξεχασμένο στο πέρασμα του χρόνου εξελίσσεται σε ένα σκηνικό το οποίο γίνεται φόντο της σιωπηλής αντίστασης του Θεοδωράκη.

Η οικογένεια εγκαθίσταται σ’ ένα παλιό διώροφο πέτρινο σπίτι στον κεντρικό δρόμο. Ο Μίκης περνά τις μέρες του διαβάζοντας γαλλικά βιβλία –καθώς η λογοκρισία απαγορεύει τα ελληνικά–, ακούγοντας ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς όπως BBC, Deutsche Welle και τη Φωνή της Αλήθειας από τη Μόσχα κρυφά από το τρανζίστορ του, και –πάνω απ’ όλα– γράφοντας μουσική. Το πιάνο του, το μολύβι, και οι νότες γίνονται τρόπος επιβίωσης, εσωτερικής ελευθερίας, ακόμα και αντίστασης. Το καφενείο του Τέρρη γίνεται το καθημερινό του στέκι, αλλά πάντα με συνοδεία χωροφυλάκων. Σπάνια κυκλοφορεί μόνος, κι ακόμα πιο σπάνια μαζί με τη σύζυγό του Μυρτώ. Τα παιδιά του, η Μαργαρίτα και ο Γιώργος, φοιτούν στο μονοθέσιο σχολείο του χωριού, που έχει μία δασκάλα για όλα τα παιδιά και όλες τις τάξεις.
Όλα αυτά τα στοιχεία ζωντανεύουν σήμερα στο μουσείο που στεγάζεται στο παλιό δημοτικό σχολείο του χωριού. Μπαίνοντας, νιώθεις σαν να επιστρέφεις σε εκείνα τα δύσκολα αλλά και ηρωικά χρόνια. Οι φωτογραφίες, τα χειρόγραφα, τα ντοκουμέντα, η μουσική του που παίζει διακριτικά στους χώρους, δημιουργούν μια φορτισμένη ατμόσφαιρα. Ο χώρος είναι λιτός, όπως και ο ίδιος ο Μίκης άλλωστε. Ο λόγος του βρίσκεται παντού – αποσπάσματα από γράμματα, συνεντεύξεις, μουσικά έργα· όλα όσα γεννήθηκαν σε εκείνο το μικρό δωμάτιο στη Ζάτουνα, με μόνη θέρμανση μια σόμπα φωταερίου.
Η εξορία στη Ζάτουνα δεν είναι για τον Θεοδωράκη και την οικογένειά του μια ήρεμη ανάπαυλα με φόντο την όμορφη αρκαδική φύση. Κάθε άλλο: η αδιάκοπη επιτήρηση, οι περιορισμοί, οι απαγορεύσεις, οι εκφοβισμοί, ένας συνεχής και σφοδρός ψυχολογικός πόλεμος, αλλά και η αβεβαιότητα για το μέλλον συνθέτουν τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν οι εκτοπισμένοι.

Ο γνωστός μουσικοσυνθέτης δεν είναι ελεύθερος να κάνει ούτε μόλις δέκα βήματα. Δεν μπορεί να περάσει τα όρια του χωριού, ούτε καν το κατώφλι του σπιτιού χωρίς τη συνοδεία φρουράς. Του επιτρέπονται δύο ώρες «ελευθερίας» την ημέρα, και αυτές υπό όρους, υπό έλεγχο και αυστηρή επιτήρηση. Την ίδια στιγμή, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας επιτρέπεται να βγουν μόνο με ειδική άδεια και έπειτα από εξονυχιστικό σωματικό έλεγχο.
Οι κάτοικοι του χωριού και οι φρουροί του Μίκη έχουν εντολή να μην έχουν καμία επαφή με τον εξόριστο συνθέτη. «Όποιος μου λέει καλημέρα κινδυνεύει», σημειώνει χαρακτηριστικά. Ακόμη και στο σχολείο δίνονται οδηγίες να κρατούνται τα παιδιά του σε απόσταση. Ο ίδιος, μάλιστα, δεν έχει τη δυνατότητα να συναναστραφεί με κανέναν και δεν επιτρέπεται να δέχεται επισκέψεις στο σπίτι όπου μένει με την οικογένειά του.
Παράλληλα, η οικογένεια Θεοδωράκη απομονώνεται με κάθε δυνατό τρόπο, και το ίδιο συμβαίνει με όλο το χωριό. Όλα τα αυτοκίνητα ελέγχονται, ενώ και οι αγωγιάτες που επιστρέφουν από τα χωράφια τους και οι πεζοί υποβάλλονται σε αυστηρούς σωματικούς ελέγχους. Τις λίγες στιγμές περιορισμένης ελευθερίας που απολαμβάνει ο συνθέτης όταν βγαίνει από το σπίτι του, συνοδεύεται υποχρεωτικά από δύο φρουρούς. Ακόμα και όταν πηγαίνει στο καφενείο ή τις ελάχιστες φορές που βγαίνει με τη γυναίκα του, οι φρουροί είναι πάντοτε παρόντες. Η περιορισμένη επικοινωνία του Έλληνα συνθέτη με τον έξω κόσμο δεν γλιτώνει φυσικά από την αυστηρή επιτήρηση. Είναι ουσιαστικά αδύνατον να επικοινωνεί μέσω αλληλογραφίας, αφού όλα τα γράμματα του χωριού ανοίγονται στην Τρίπολη και περνάνε από έλεγχο.



Αυτό που ωθεί την οικογένεια στα όρια της απόγνωσης και της ψυχικής κατάρρευσης είναι οι νυχτερινές έφοδοι της αστυνομίας. Στη συνέχεια, για εκφοβισμό, συλλαμβάνουν τον Μίκη και τον μεταφέρουν δεμένο σε απομονωμένα σημεία στο βουνό, όπου τον απειλούν με εκτέλεση, η οποία όμως ποτέ δεν πραγματοποιείται. Κάθε φορά που συμβαίνει αυτό, επικρατεί μεγάλη αγωνία στο σπίτι, τα παιδιά είναι έντρομα και η σύζυγός του Μυρτώ φοβάται ότι μπορεί να χάσει για πάντα τον άντρα της.
Με την πάροδο του χρόνου όμως, ο Μίκης αναπτύσσει μια σχέση οικειότητας με τους φρουρούς του και εκείνοι, αν και επιφυλακτικοί αρχικά, γίνονται υποστηρικτές του και τον ακούν με ενδιαφέρον. Τις παγωμένες μέρες του χειμώνα, όταν το χωριό σχεδόν ερημώνει, συναντιούνται μαζί στο καφενείο, συζητούν και τραγουδούν. Ωστόσο, οι φιλικές αυτές σχέσεις δεν περνούν απαρατήρητες. Υποστηρικτές της Χούντας στο χωριό ενημερώνουν την αστυνομία, με αποτέλεσμα οι φρουροί να αντικαθίστανται από νέους, πιο σκληρούς. Έτσι, από το καλοκαίρι του 1969, η κατάσταση για την οικογένεια γίνεται ακόμη πιο δύσκολη. Στη Ζάτουνα φτάνει ο υπομοίραρχος Στεργίου, γνωστός για την αυστηρότητα και τη σκληρότητά του. Ο Μίκης περιορίζεται στο σπίτι του, με μόνο δικαίωμα να παρουσιάζεται στον αστυνομικό σταθμό. Παράλληλα, επιβάλλονται καθημερινός σωματικός έλεγχος στα παιδιά του, γεγονός που αυξάνει την πίεση. Η εξορία του παρατείνεται.

Ο Μίκης και η σύζυγός του Μυρτώ, στο πλαίσιο αυτής της δύσκολης κατάστασης, αποφασίζουν να στείλουν τα παιδιά πίσω στην Αθήνα μαζί με τη μητέρα τους. Ωστόσο, την ημέρα της αναχώρησης, στις 22 Σεπτεμβρίου, ο Στεργίου και χωροφύλακες εισβάλλουν στο σπίτι, δένουν τον Μίκη στην κουζίνα και υποβάλλουν τη Μυρτώ σε εξευτελιστικό σωματικό έλεγχο, παρά τη σθεναρή αντίστασή της. Τα παιδιά κλαίνε ασταμάτητα, ενώ το χωριό αναστατώνεται από τα γεγονότα. Ο Μίκης θεωρεί την επίθεση αυτή μια προσπάθεια πολιτικής και ηθικής εξόντωσης. Αντλώντας δύναμη από τη μουσική του, γράφει μέσα στην αγωνία το τραγούδι «Ονομάζομαι Κώστας Στεργίου», απευθυνόμενος στον βασανιστή του. Στα μέσα Οκτωβρίου, όταν ο Μίκης μένει πλέον μόνος, οδηγείται στο διοικητήριο της αστυνομίας και κρατείται σε απομόνωση, υπό άθλιες συνθήκες, μέχρι τις 19 Οκτωβρίου, όταν τελικά μεταφέρεται στις φυλακές του Ωρωπού.
Αν βρεθείτε ποτέ στην Αρκαδία, αξίζει να κάνετε μια στάση στο μουσείο αυτό, πρόκειται για μια συγκινητική κατάδυση στο παρελθόν, εκεί όπου η τέχνη συναντά την αντίσταση, προσφέροντας μια μοναδική εμπειρία που φωτίζει σημαντικές σελίδες της Ιστορίας.
Ωράριο λειτουργίας του Μουσείου:
Δευτέρα: 11:00-13:00
Τρίτη & Τετάρτη: Κλειστά
Πέμπτη: 11:00-13:00
Παρασκευή: 17:00-20:00
Σάββατο & Κυριακή: 11:00-14:00 και 17:00-20:00
Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να καλέσετε στο: 694 4176522