Ανηφορίζοντας τα καλντερίμια για το σπίτι της Χάμκως, αισθάνεσαι τη νύχτα να κατηφορίζει πυκνή από τα βουνά και να τυλίγει τον απόκρημνο τόπο. Οι σκρατσαριστοί ήχοι από την παλιά πλάκα από shellac ακούγονται απόκοσμοι όπως αντηχούν στους γκρεμούς και μέχρι μακριά στην κοιλάδα και το φαράγγι του Βοϊδομάτη, ενώ ο Christopher King μας καλωσορίζει για τρίτη χρονιά στο πανηγύρι, το διαβαλκανικό μουσικό φεστιβάλ, τη διονυσιακή γιορτή που στήνει με τη βοήθεια της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση στην Κόνιτσα − δεν ξέρω ποιος χαρακτηρισμός είναι σωστός, αλλά είναι κάτι μοναδικό όπως έχει εξελιχθεί και πλέον παγιώνεται.
Δεν είναι τυχαία ούτε η επιλογή της Κόνιτσας, ούτε του τίτλου «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά» για την τριήμερη αυτή γιορτή όπου η παραδοσιακή μουσική πρωταγωνιστεί αλλά συνδυάζεται με πειραματικούς αυτοσχεδιασμούς και σύγχρονους ήχους, δημιουργώντας ένα χαρμάνι που δεν μπορείς να ακούσεις πουθενά αλλού στην Ελλάδα.
Το τοπίο παίζει σημαντικό ρόλο, ο τόπος, από τη μικρή κυκλική πλατεία όπου τα μεσημέρια γίνονται τα workshops (μαθήματα χορού και μουσικής που σε προετοιμάζουν για τα events της νύχτας), τα οποία πάντα καταλήγουν σε αυθόρμητο γλέντι, μέχρι το σύμπλεγμα κατοικιών που ήταν κάποτε η οικία της μητέρας του Αλή Πασά –η βάση για τις βραδινές εκδηλώσεις− και την κεντρική πλατεία του χωριού όπου φέτος έγινε μια τεράστια γιορτή, με παραδοσιακή μουσική, τσίκνα, πίτες και χορούς.
Το τριήμερο της Κόνιτσας «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά» έχει εξελιχθεί σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα φεστιβάλ της Ελλάδας και η πορεία του υπόσχεται ακόμα πιο συναρπαστικά προγράμματα τα επόμενα χρόνια, γιατί ο πλούτος της βαλκανικής μουσικής είναι ανεξάντλητος.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον αυτή η συνάντηση διαφορετικών πολιτισμών και ήχων από όλα τα Βαλκάνια, με συγχωνεύσεις και συγγένειες που εκπλήσσουν, με πλούτο και ποικιλία, αλλά και τόσες ομοιότητες που σε κάνουν να συνειδητοποιείς ότι όλοι οι άνθρωποι αντιδρούσαν και αντιδρούν παρόμοια στη χαρά και τον πόνο.
Φέτος το τριήμερο έκλεισε στην κεντρική πλατεία, με πλήθος κόσμου από όλη την περιοχή που ήρθε για τους Χαλκιάδες, το δυνατό φινάλε της τριήμερης αυτής γιορτής, κάνοντας ένα άνοιγμα και σε άλλους χώρους, με συνοδεία φαγητού και ποτού, τα οποία δεν επιτρέπονται στον αρχαιολογικό χώρο −μνημείο της UNESCO− όπου βρίσκεται το σπίτι της Χάμκως.
Η τρίτη χρονιά του «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά: Οι μουσικές κουλτούρες των Νότιων Βαλκανίων» είχε ως θέμα τις αναπάντεχες επιρροές στις οικονομίες της λαϊκής μουσικής στην Ελλάδα, τα νότια Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη. Ο χρόνος επηρεάζει τον χώρο, και η Κόνιτσα, λόγω της θέσης της, λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα με την Αλβανία, βρίσκεται σε μια περιοχή που έχει αλλάξει πολύ από το παρελθόν.
«Συχνά, είναι εκτός της συλλογικής μας μνήμης να αντιληφθούμε την ποικιλομορφία των γλωσσών, των κοινοτήτων και των θρησκειών που κάποτε μοιράζονταν έναν κοινό χώρο σε αυτή την περιοχή. Και το να μοιράζεσαι χώρο σημαίνει επίσης να δημιουργείς κουλτούρες, ειδικά μουσικές κουλτούρες» λένε οι άνθρωποι που το διοργανώνουν. Έτσι δημιουργούνται και οι παραδόσεις, παλιές και νέες, που δανείζονται στοιχεία η μία από την άλλη, φτιάχνοντας μουσικά υβρίδια που δεν έχουμε ξανακούσει, παρότι φαίνονται οικεία, όπως το ρουμανικό μείγμα χιπ χοπ και λαϊκής μουσικής των Subcarpați, του σχήματος του παραγωγού και καλλιτέχνη Marius Alexe, γνωστού και ως BEAN MC στη ρουμανική μουσική σκηνή, οι οποίοι έκαναν μια καταπληκτική εμφάνιση που ενθουσίασε.




Με μέλη που προέρχονται από διάφορες περιοχές της χώρας, το συγκρότημα συνδυάζει τους σύγχρονους χιπ χοπ ήχους, το ραπ, ακόμα και το black metal, με παραδοσιακά λαϊκά όργανα και μελωδίες του παρελθόντος, φτιάχνοντας κάτι που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον: πρόκειται για ένα αναπτυσσόμενο μουσικό κίνημα που συνδυάζει φρέσκους και σύγχρονους ήχους με αρχαϊκούς, σε ένα μείγμα συναισθηματικά φορτισμένης μουσικής και έντονων ρυθμών που ήταν αδύνατο να μη σε ταρακουνήσουν.
Ήταν μάλλον το προσωπικό highlight του τριημέρου, άνοιξαν τη δεύτερη μέρα και έκαναν έναν ολόκληρο λόφο να χορεύει, από παιδάκια μέχρι παππούδες και γιαγιάδες.
Είναι πολύ σημαντικό αυτό που γίνεται στην Κόνιτσα με πρωτοβουλία του Christopher King και με την άψογη διοργάνωση της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, γιατί εκτός από την ευκαιρία που δίνει στην περιοχή να ζωντανέψει και να αναδειχτεί μέσα από ένα φεστιβάλ, φέρνει σε επαφή με την παράδοση διαφορετικών περιοχών της Ελλάδας αλλά και διαφορετικών χωρών των Βαλκανίων άτομα πολύ νεαρά αλλά και ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας που δεν θα είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν αλλιώς αυτόν τον ηχητικό πλούτο.
Πρωταγωνιστής ο διακριτικός (και πολύ χαρακτηριστικός ως παρουσία) Christopher King, που φαίνεται να αγαπούν πολύ οι ντόπιοι και πλέον θεωρούν συντοπίτη τους, ο οποίος άνοιγε το πρόγραμμα κάθε βραδιάς παίζοντας δίσκους 78 στροφών (κάποιοι παλιότεροι από έναν αιώνα) από την πολύτιμη προσωπική συλλογή του, με κομμάτια που γίνονταν η εισαγωγή για τα σχήματα που θα ακολουθούσαν, σχετικά με τον ήχο τους και συμπληρωματικά της πολιτιστικής ιστορίας της κάθε χώρας.

Την Παρασκευή το βράδυ το πρόγραμμα ξεκίνησε με μουσικές διαδρομές από την Κωνσταντινούπολη μέχρι την Ήπειρο, με τρεις καταξιωμένους μουσικούς και βιρτουόζους των παραδοσιακών οργάνων, τον Βασίλη Κώστα στο λαούτο, τον Παναγιώτη Αϊβαζίδη στο κανονάκι και την τραγουδίστρια Zelişah από την Τουρκία, η οποία έπαιζε επίσης ντουντούκ, σε ελληνικά και τουρκικά παραδοσιακά κομμάτια που αναδείκνυαν τις κοινές ρίζες των δύο αυτών μουσικών παραδόσεων. Ήχοι γνώριμοι, από απλά κομμάτια έως ρυθμικά, που προετοίμασαν το έδαφος για την απρόσμενη «διονυσιακή» γιορτή που ακολούθησε.
Η έκπληξη της βραδιάς ήταν το ποντιακό σχήμα των Χωρέτ’ με τον Θανάση Στυλίδη στο τραγούδι και στη λύρα, τον Νικηφόρο Φουλιρά στη λύρα, το τουλούμ και τη φλογέρα, και τον Σταύρο Καρυπίδη στο νταούλι, οι οποίοι ξεκίνησαν χαλαρά και μετά ανέβασαν τους ρυθμούς ξεσηκώνοντας τον κόσμο, οδηγώντας τον σε ένα χορευτικό παραλήρημα, με μικρούς και μεγάλους, ντόπιους και ξένους να δοκιμάζουν να ακολουθήσουν τα βήματα των χορευτών, φτιάχνοντας έναν κύκλο εκατοντάδων ανθρώπων. Οι αρχέγονοι παραδοσιακοί ήχοι σε έκαναν να ξεχάσεις και ντροπές και χορευτική ασχετοσύνη και να αισθανθείς τη συλλογική ενότητα και την ιστορική μνήμη που δημιουργεί ενστικτωδώς ο πυρρίχιος, συμμετέχοντας στην ψυχική ευφορία και ανάταση που προκαλούσαν όργανα και φωνές, ακόμα κι αν δεν είχες ξανακούσει ποντιακά στη ζωή σου.
Η προβολή των ντοκιμαντέρ αμέσως μετά το τέλος του γλεντιού μάλλον δεν είναι καλή επιλογή, γιατί μετά το ξεφάντωμα ο κόσμος δύσκολα μπορεί να παρακολουθήσει ταινία. Κι είναι κρίμα, γιατί το ουγγρο-βρετανικό ντοκιμαντέρ «Fly Bird, Fly» του Simon Broughton για την αναβίωση της ουγγρικής χορευτικής μουσικής με βιολιά τη δεκαετία του ’70 είχε μεγάλο ενδιαφέρον.



Το Σάββατο ο κόσμος ήταν πολύ περισσότερος, η διάθεση όλων ακόμα καλύτερη, και μπορεί οι Ρουμάνοι Subcarpați να έκλεψαν την παράσταση, αλλά το βουλγαρικό σύνολο αυλών Kaynak Pipers Band που ακολούθησε δεν επέτρεψε σε κανέναν να μείνει αμέτοχος. Δυστυχώς δεν συγκράτησα το όνομα της καταπληκτικής τραγουδίστριας που στο μεσημεριανό workshop μάς έμαθε τα λόγια από το παραδοσιακό τραγούδι και τα βήματα για να το χορέψουμε (μίλαγε για έναν νεαρό ράφτη-αμπατζή που έραβε ένα φόρεμα για ένα κορίτσι, την όμορφη Ράντκα, κι όταν η κοπέλα τον ρωτάει για ποια είναι, αυτός της απαντάει «για σένα, για να σκάσουν από ζήλεια οι εχθροί μας!»), αλλά το βράδυ δημιούργησαν ένα τρικούβερτο γλέντι με τις βουλγαρικές μελωδίες, την ανατριχιαστική φωνή της, τις κάμπα γκάιντες και το νταούλι. Το πλήθος το Σάββατο ήταν πολύ μεγαλύτερο, το ίδιο και οι κύκλοι που σχηματίστηκαν, με το συγκρότημα στο κέντρο να οδηγεί τον χορό.
Αμέσως μετά προβλήθηκαν τα ιστορικά φιλμ των αδελφών Μανάκη, οι πρώτες κινηματογραφικές ταινίες των Βαλκανίων, που μεταξύ 1905 και 1926 καταγράφουν κινηματογραφικά τα νότια Βαλκάνια, διατηρώντας την κουλτούρα και την ιστορία μέσα στα καρέ τους. Οι βουβές κινούμενες εικόνες συνοδεύτηκαν από ζωντανή αυτοσχεδιαστική μουσική.
Η τελευταία μέρα, η Κυριακή, είχε πάλι workshop το μεσημέρι, από μια ουγγρική μπάντα εγχόρδων, τους Szászcsávás Band, οι οποίοι κατάγονται από το Σάστσαβας, ένα μικρό ουγγρικό χωριό στο κέντρο της Τρανσυλβανίας. Η περιοχή Μούρες όπου βρίσκεται το χωριό τους είναι διάσημη για τους Ρομά μουσικούς της και για τη μουσική από μπάντες εγχόρδων που κάποτε ακουγόταν σε όλη την κεντρική και ανατολική Ευρώπη και στα νότια Βαλκάνια. Με επικεφαλής την οικογένεια του Sándor Csányi, η Szászcsávás Band, με τρία βιολιά, βιόλα και κοντραμπάσο, ξεκίνησε την τελευταία βραδιά με χορευτική μουσική που σήκωσε από τις θέσεις τους τούς ανθρώπους που είχαν γεμίσει την πλατεία. Η τρίτη βραδιά είχε σουβλάκια, πίτες και ποτό, γι’ αυτό και η εκδήλωση μεταφέρθηκε για πρώτη φορά στην κεντρική πλατεία της Κόνιτσας, με πολύ περισσότερο κόσμο, που είχε διάθεση για διασκέδαση. Το πρόγραμμα συνεχίστηκε με την κρητική μπάντα του Κωστή Νοδαράκη, ένα σχήμα με δύο λαούτα και ασκομαντούρα, τον κρητικό αυλό, που έπαιξε τη μουσική της ανατολικής Κρήτης στην οποία ειδικεύεται, αλλά και γνωστά παραδοσιακά από τη νησιώτικη Ελλάδα.



Το φινάλε ήταν εντελώς ντόπιο και θρυλικό, οι Χαλκιάδες με δυο κλαρίνα, λαούτο, βιολί και ντέφι όπως ήταν αναμενόμενο προκάλεσαν συνωστισμό και ξέφρενο χορό στην πλατεία, με χορευτικές μελωδίες και ρυθμούς της Ηπείρου και της δυτικής Μακεδονίας. Ήταν και η πρώτη φορά που τη μουσική συνόδευε η γαστρονομική παράδοση της περιοχής, με τον Σύλλογο Γυναικών Κόνιτσας «Μυρτάλη» να φροντίζει για τις πίτες και τις άλλες τοπικές λιχουδιές που σερβίρονταν στην πλατεία.
Το τριήμερο της Κόνιτσας «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά» έχει εξελιχθεί σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα φεστιβάλ της Ελλάδας και η πορεία του υπόσχεται ακόμα πιο συναρπαστικά προγράμματα τα επόμενα χρόνια, γιατί ο πλούτος της βαλκανικής μουσικής είναι ανεξάντλητος και πάντα θα έχει πράγματα που αξίζει να ανακαλύψεις. Και του χρόνου.