Η «ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ» ΑΡΧΙΖΕΙ με τη meta παρατήρηση πως πέντε χρόνια μετά τα τελευταία γεγονότα ο κόσμος βαρέθηκε τη φάση και δεν πληρώνει κανείς για να δει τα απολιθώματα ή ακόμη και τα ζωντανά δείγματα που όλο και κάπου περιφέρονται: η αλήθεια είναι πως το ενδιαφέρον ξεθώριασε και οι παραγωγοί του Jurassic World είναι οι πρώτοι που το αντιλήφθηκαν, γι’ αυτό και ανέτρεξαν στην πηγή για σημάδια ζωής σε ένα είδος, κινηματογραφικό αλλά και επιστημονικό, που έχει υποκατασταθεί από άλλα. Ο Γκάρεθ Έντουαρντς, που ανέστησε τον «Γκοτζίλα», επιστρατεύθηκε ως alter ego του Σπίλμπεργκ για να προσδώσει σφρίγος στην περιπέτεια, και ο original «μεταφραστής» του μυθιστορήματος του Μάικλ Κράιτον, ο Ντέιβιντ Κεπ, ως σεναριακός βηματοδότης στο πρώτο μέρος της νέας τριλογίας που κυρίως παραπέμπει στο ύφος της κολοσσιαίας επιτυχίας του 1993, με κάποια στοιχεία από τη δεύτερη συνέχεια – που ο Κεπ δεν είχε υπογράψει, αλλά είχε συμβάλει στο πλαίσιο του στόρι της. Αν μη τι άλλο, το «Jurassic World: Αναγέννηση» ξαναφορτώνει τα συστατικά που το έκαναν αγαπητό (υπάρχει μια σκηνή που ο nerd επιστήμονας της αποστολής συγκινείται βαθιά, παρατηρώντας και ακουμπώντας για πρώτη φορά θεόρατους βραχιόσαυρους σε ένα ερωτικό pas de deux, και είναι σαν να μεταφερόμαστε στην περίφημη σκηνή του πρώτου «Jurassic Park», όταν άνοιξε η κάμερα και είδαμε επιτέλους τη μαγική κοιλάδα με τα πλάσματα του μακρινού παρελθόντος να την κατακλύζουν, συνοδευόμενα από τα εκστατικά πνευστά του Τζον Γουίλιαμς).
Άλλωστε, αν έχεις δει τις περισσότερες από τις προηγούμενες ταινίες του franchise, είναι απλά μαθηματικά να καταλάβεις πότε θα χτυπήσει ο πιο φονικός από το ασκέρι των δεινόσαυρων και ποιος από την ανθρώπινη αλυσίδα που έχει εκτεθεί στο στόμα των λύκων θα επιζήσει – και γιατί.
Ο Τζόναθαν Μπέιλι είναι ο εν λόγω χρήσιμος παλαιοντολόγος, ο δόκτωρ Χένρι Λούμις, που στην απέλπιδα προσπάθειά του να συγκεντρώσει τη διασπασμένη προσοχή του κόσμου στα ζώα που περιφέρονται σαν τις άδικες κατάρες στην αφιλόξενη γη δέχεται με τα χίλια ζόρια να συμμετέχει στην αποστολή μιας εταιρείας εξαιρετικά γενναιόδωρης, καθώς φέρεται να ψάχνει μια πανάκριβη θεραπεία για τις καρδιακές νόσους που μόνο τα μεγαλύτερα σε μέγεθος από αυτά μπορούν να προσφέρουν. Και επειδή ο τρόπος εξαγωγής του αιματολογικού δείγματος στη φιλική προς τους δεινοσαύρους βιόσφαιρα του Ισημερινού θα γίνει εκ των πραγμάτων από ριψοκίνδυνους μισθοφόρους, η ελαστικής βιοηθικής Ζόρα (Τζοχάνσον) και ο παντός καιρού Κινκέιντ (Άλι) αναλαμβάνουν την ασφάλεια και την εκτέλεση με αρχηγό τον αντιπρόσωπο της φαρμακευτικής, τον σκιώδη κύριο Κρεμπς (ο Ρούπερτ Φρεντ, πάντα με υπολείμματα βρετανικής προφοράς κάτω από κάθε αμερικανικό ρόλο που αναλαμβάνει). Στο ταξίδι στο εξωτικό και θερμό Σουρινάμ μπλέκει από ατύχημα ένας πατέρας με τις δυο κόρες του και τον φίλο της μεγαλύτερης από αυτές, που μετά βίας γλίτωσαν από τα δόντια ενός προϊστορικού θαλάσσιου τέρατος, σε μια παρατεταμένη, ψυχαγωγική καταδίωξη-φόρο τιμής στα «Σαγόνια του Καρχαρία» – για να μην ξεχνάμε ποιο είναι το επίτιμο αφεντικό της σειράς.

Αυτό είναι ένα από τα τρία είδη που ψάχνει η ετερόκλητη ομάδα καθ’ οδόν προς ένα κατάφυτο νησί, παρεμφερές της Isla Nublar, μαζί με ένα πτηνό που φυσικά και τσαντίζεται αν του πειράξεις τα αυγά του, κι ένα ερπετό που είναι μάλλον εύκολη περίπτωση γιατί είναι φυτοφάγο και αδιάφορο προς την ανθρώπινη κακία. Το πρόβλημα έρχεται με τους μεταλλαγμένους μόνιμους κατοίκους του ερειπωμένου τόπου, προϊόντα εργαστηριακών πειραμάτων που πήγαν εντελώς λάθος, με αποτέλεσμα οποιοδήποτε ταξίδι να απαγορεύεται ρητά στην περιοχή – η δικαιολογία της κρουαζιέρας αναψυχής μιας οικογένειας με μικρό παιδί φαντάζει προσχηματική, αλλά η παρουσία τους ενισχύει το theme park thrill που διατρέχει την ταινία.

Η «Αναγέννηση» είναι γεμάτη με σεκάνς που σχεδιάστηκαν για να κρατήσουν τον θεατή στην άκρη του καθίσματος, κι ενώ ο Έντουαρντς δεν διαθέτει την ιδιαίτερη αιχμή του Σπίλμπεργκ, όπως χτύπησε κόκκινο στον «Χαμένο Κόσμο» (κανείς, ούτε καν ο Κάμερον δεν έχει αυτό το κοφτερό σκηνοθετικό χρωμόσωμα), καταφέρνει να ράψει πολλές ταινίες μαζί σε ένα αποτέλεσμα που διακόπτει τη δράση με σύντομο χιούμορ και τις απαραίτητες ατάκες ανασύνταξης μπροστά στον θανάσιμο κίνδυνο. Άλλωστε, αν έχεις δει τις περισσότερες από τις προηγούμενες ταινίες του franchise, είναι απλά μαθηματικά να καταλάβεις πότε θα χτυπήσει ο πιο φονικός από το ασκέρι των δεινόσαυρων και ποιος από την ανθρώπινη αλυσίδα που έχει εκτεθεί στο στόμα των λύκων θα επιζήσει – και γιατί. Ο Αλεξάντρ Ντεσπλά υπογραμμίζει και γεμίζει μουσικά την ταινία με κλασικίζον γούστο και σεβασμό στο πρωτότυπο ηχητικό DNA και, με δεδομένα όλα τα υλικά, από τις εικόνες και τα οπτικά εφέ μέχρι την υφή του κάστινγκ και το δίλημμα της συνείδησης έναντι του θεάματος, η «Αναγέννηση» παραμένει διασκεδαστική από την αρχή μέχρι το τέλος, ένα ανακουφιστικό πισωγύρισμα με τέμπο και κλιμακώσεις που, παρεμπιπτόντως, ο Σπίλμπεργκ είδε πρώτος και ενέκρινε μετ’ επιτάσεως.
JURASSIC WORLD: ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ (JURASSIC WORLD REBIRTH)