Mία από τις πιο συχνές γκρίνιες των Αθηναίων τα τελευταία χρόνια είναι πως οι περισσότερες νέες αφίξεις δεν έχουν στ’ αλήθεια κάτι το καινούργιο να δώσουν· πως αν η συνταγή ενός μαγαζιού αποδειχθεί επιτυχημένη, θα ακολουθήσουν πολλές κόπιες του.
Είτε συμφωνεί κάποιος είτε όχι με την παραπάνω άποψη, το ότι ήχος υψηλής πιστότητας, μουσικές επιλεγμένες από βινύλια και όροι όπως «audiophile» και «listening bar» ακούγονται (και γράφονται) τόσο συχνά όσο το «παίρνουμε όλες μας τις πρώτες ύλες από ένα μποστάνι» κάποτε είναι γεγονός. Αυτό είναι το νέο hype, που το συναντάμε πια από τα εστιατόρια μέχρι τα μπαρ. Και όπως με ό,τι γίνεται μόδα, κάποιοι απλώς την ακολουθούν και κάποιοι άλλοι την κάνουν δική τους, πηγαίνοντάς την ένα βήμα παραπέρα.
Και ενώ όλοι περιμένουμε πότε θα φύγουμε για λίγο από την Αθήνα, μόλις εμφανίστηκε ένα μέρος που κάνει πιο υποφερτή την παραμονή μας στην πόλη. Το Τέλειον λειτουργούσε κάποτε επί της Πατησίων και έχει υπάρξει ένα από τα ιστορικά ζαχαροπλαστεία της πλατείας Αμερικής. Κάπου μέσα στη δεκαετία του '60 μεταφέρθηκε στο στενό της οδού Ιθάκης, εκεί όπου το όνομά του στέκει ακόμα. Οι νέοι του ένοικοι κράτησαν ό,τι μπορούσαν από την παλιά του ζωή και έτσι οι ξύλινες προθήκες με τους καθρέφτες και τα λίγα διάσπαρτα μπουκάλια μπροστά τους μας γυρίζουν χρόνια πίσω – μου θυμίζουν μπαράκι σε διαμέρισμα των '90s, μου βγάζουν κάτι πολύ οικείο.
Πέρα από το ότι έχουν φροντίσει για την άψογη ποιότητα ήχου που δεν συγχωρεί τα λάθη –δηλαδή αν κάποιος DJ βάλει κομμάτι σε χαμηλή ποιότητα, θα προδοθεί–, η μουσική τους είναι για μένα η καλύτερη που παίζει σε μπαρ του ευρύτερου κέντρου αυτήν τη στιγμή.
Έκαναν, λοιπόν, κάποιες στυλιστικές μετατροπές, έστησαν δύο διαφορετικές μικρές ξύλινες μπάρες, ενώ η Mariette Sans-Rival έδωσε και ένα σύγχρονο στοιχείο για να σπάσει τη βιντατζιά, «γιατί δεν θα γινόμασταν ποτέ το Galaxy ή το Au Revoir. Πρόκειται για δύο μπαρ που τα αγαπάμε, οπότε δεν είχαμε ποτέ την πρόθεση να τα αντιγράψουμε», όπως λένε οι άνθρωποι πίσω από αυτό. Από τη στιγμή, λοιπόν, που το Τέλειον είναι απ’ άκρη σε άκρη ξύλινο, όπως αρμόζει δηλαδή σε ένα audiophile bar, στον δρόμο που έδειξαν οι Ιάπωνες, οι καθρέφτες στο ταβάνι που έβαλε η Mariette το κάνουν να διαφέρει από τα κλασικά και αγαπημένα ποτάδικα της πόλης παρά του δίνουν κάτι το φουτουριστικό, ενώ το να κοιτάς ψηλά και να μπορείς να δεις τι συμβαίνει στο μαγαζί δεν είναι ό,τι πιο σύνηθες – σε κάνει να λες «wow».



Ο Κωνσταντίνος Πολατίδης, ο Θανάσης Χατζόπουλος, ο Γιάννης Κοντογεωργάκης και οι συνεργάτες τους έφτιαξαν ένα μπαρ που πράγματι διαφέρει απ’ ό,τι παίζει τώρα στην Αθήνα, και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την εικόνα του χώρου. Πέρα από το ότι έχουν φροντίσει για την άψογη ποιότητα του ήχου που δεν συγχωρεί τα λάθη –δηλαδή αν κάποιος DJ βάλει κομμάτι σε χαμηλή ποιότητα, θα προδοθεί–, η μουσική τους είναι για μένα η καλύτερη που παίζει σε μπαρ του ευρύτερου κέντρου αυτήν τη στιγμή. Έχει ποικιλία, την επιλέγουν επαγγελματίες αλλά και συλλέκτες-ερασιτέχνες, θα κινείται από jazz, blues και soul μέχρι disco, θα παίρνει και πιο dancy δρόμο. Θα συνεργαστούν κάποιες βραδιές με τη γειτονική Entropia Records, θα παίξει φυσικά και ο ίδιος ο Κωνσταντίνος (aka Polatof), ενώ σκοπεύουν να κάνουν και μερικά χαλαρά live τις Κυριακές. Όπως όλα δείχνουν, θέλουν να αποφύγουν τη μονοτονία σε αυτό το κομμάτι.


Για να είμαστε και απόλυτα ειλικρινείς, ούτε αυτή η νέα άφιξη είναι ένα ατόφιο listening bar, από την άποψη ότι δεν κάθεσαι σε μια μπάρα χωρίς να μιλάς ούτε με τον διπλανό σου προκειμένου να απολαύσεις όσα παίζει – κουβεντιάζουμε κανονικά εκεί, χορεύουμε κιόλας. Είναι όμως ένα μπαρ που εμπνέεται από αυτό το είδος και έχει για ναυαρχίδα του τον καθαρό ήχο και την καλή μουσική. Ακριβώς γι' αυτό ζήτησαν από την Πόπη Σεβαστού να τους φτιάξει έναν κατάλογο με κοκτέιλ που δεν απαιτούν σέικερ. Το όνομά της είναι έτσι κι αλλιώς εγγύηση, τα ποτά της είναι διακριτικά, ισορροπημένα και κομψά χάρη στις προσεγμένες αναλογίες και τα ποιοτικά spirits, μεταξύ των οποίων και κάποια παλιομοδίτικα σαν το Galliano. Θα σας σερβίρουν τα classics, θα σας βάλουν Εspresso Μartini με cold brew και μαργαρίτα από κάνουλα, το spritz με τα κόκκινα φρούτα είναι πολύ νόστιμο και ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, ενώ, αν ανήκετε στους φανατικούς του Gin Tonic, δοκιμάστε σίγουρα την πρότασή της με το ξινόμηλο.

Το Τέλειον δεν έχει τραπεζάκια έξω, αλλά, μη γελιόμαστε, το να πιούμε πια ένα ποτό σε εσωτερικό χώρο το καλοκαίρι είναι πολύ πιο άνετο από το να ψάχνουμε να καθίσουμε έξω σε μια πόλη που δεν στέκεσαι από τη ζέστη, συχνά ακόμα και το βράδυ. Θα το δείξουν βέβαια και οι χειμώνες που θα έρθουν, αλλά αυτό το μπαρ έχει τα φόντα να γίνει το επόμενο σταθερό και διαχρονικό στέκι της πόλης.
Ιθάκης 40, πλατεία Αμερικής