ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

Σκουπίδια

Σκουπίδια Facebook Twitter
0
Δευτέρα, 12:30., στην είσοδο του γραφείου

Έχω κατέβει στην είσοδο του γραφείου και κοιτάω τη γειτονιά σαν χαζή - από τότε που έφτιαξαν τις γλάστρες των λουλουδιών σταματήσαμε να καθόμαστε εκεί. «Πάψαμε να μοιάζουμε με λαχανόπαιδα», λέω στη Μ. Κοιτάμε αφηρημένες την οδό Βουλής - τρία μαγαζιά έχουν κλείσει από την αρχή της χρονιάς μόνο σε αυτό το τετράγωνο. Χαζεύω την αγαπημένη μου βιτρίνα που έχει τσάντες παρατεταγμένες μπροστά σε φόντο από αφίσες από σουτιέν, όταν βλέπω έναν μετανάστη που κατηφορίζει, κρατώντας ένα καροτσάκι σούπερ μάρκετ, με τα πιο ετερόκλητα σκουπίδια - μια γυναικεία τσάντα, μια σκουριασμένη σχάρα για πιάτα και παράξενα παλιοσίδερα εξέχουν δεξιά κι αριστερά από το καρότσι. Είναι ο τρίτος που βλέπω αυτήν τη βδομάδα να τσουλάει ένα καρότσι του σούπερ μάρκετ γεμάτο παλιοπράγματα προς κάποια άγνωστη κατεύθυνση.

Σάββατο, 16:30, Ψυρρή

Τρώμε στα σουβλάκια του Νικήτα στου Ψυρρή, κάτω από κάτι διάφανα βαζάκια με φούξια τριαντάφυλλα. Μετά περπατάμε λίγο, χαζεύουμε τα απεγνωσμένα γκράφιτι που έχει αφήσει κάποιος σε μια Έλσα («Γιατί κλαις, Έλσα;», «Μίλησέ μας, Έλσα» « Έλσα, φάε λίγο παραπάνω») και μετά διασχίζουμε την Αιόλου, κοιτώντας βιτρίνες με μπαλαρίνες των δέκα ευρώ και υφασματάδικα, και την οδό Βύσσης με τα πόμολα (οι φίλοι μου με έχουν απειλήσει ότι αν ξαναρχίσω να τους μιλάω λυρικά για την οδό Βύσσης και τη Ρόμβης με τα κουμπιά και τις βάτες και να γράφω για τις ανθισμένες τζακαράντες στην οδό Αθηνάς κάτω από τα μαγαζιά με τα λάστιχα θα με ξεσκίσουν). Η φωτισμένη Αιόλου είναι σχεδόν άδεια - είναι αυτή η μεταβατική σαββατιάτικη ώρα, που τα μαγαζιά έχουν κλείσει, αλλά ο κόσμος δεν έχει αρχίσει να βγαίνει έξω. Περπατά- με σε άδειους ημιφωτισμένους δρόμους ανάμεσα σε πελώριες παλιομοδίτικες βιτρίνες με άπειρα παπούτσια, βρακιά με λάστιχο και φανέλες Palco. Στην Αγίου Μάρκου, δίπλα στην επιγραφή «Χάρος, τιμές θανάτου» (πουλάει ταγιέρ και γυναικεία ρούχα) είναι ένας γέρος με ξεσκισμένα ρούχα που κρατάει έναν καφέ φρέντο και ψάχνει τoν πράσινο κάδο των σκουπιδιών. Δέκα λεπτά αργότερα, ενώ τα μαγαζιά ξεφορτώνουν τα σκουπίδια της ημέρας, συναντάμε έναν κύριο με το παιδάκι του που διαλέγουν τα σκουπίδια τους - το παιδάκι, που φοράει ένα μπλε μπουφανάκι, σέρνει μια σακούλα σκουπιδιών πιο μεγάλη από το μπόι του και κάτι λέει στον πατέρα του σε μια ακατάληπτη γλώσσα. Δέκα λεπτά αργότερα μια ηλικιωμένη γυναίκα ψαχουλεύει ανάμεσα σε κουτιά παπουτσιών στη γωνία Βουλής και Ερμού. Φοράει παντόφλες. «Θυμάσαι τόσο πολύ κόσμο να ψάχνει τα σκουπίδια, παλιά;», ρωτάω τον Θ. «Όχι», μου λέει. «Δεν νομίζω». Μέσα σε μισή ώρα έχω συναντήσει τρεις ανθρώπους που ψάχνουν τα σκουπίδια για να φάνε στο κέντρο της Αθήνας. Τον τελευταίο καιρό είναι κάτι που βλέπω κάθε μέρα. Δεν έχω ιδέα τι πρέπει να κάνω γι' αυτό. Ας μου πει κάποιος, γιατί ειλικρινά δεν ξέρω.

Σάββατο, 1:00, σε μπαρ στο κέντρο

Πίνουμε βότκα και λέμε μπούρδες - ποιος είπε τι σε ποιον, θαυμάζουμε η μία τα ρούχα της άλλης, όταν ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ένα κοριτσάκι. Θα 'ναι δεν θα 'ναι 5 χρόνων. Φοράει ένα ροζ μπουφάν και στέκα και κρατάει ένα τριαντάφυλλο. Ζητάει λεφτά από όλους. Η Μάγδα, που πάντα δίνει λεφτά (τη θαυμάζω γι' αυτό - εμένα με πιάνει οξεία αμηχανία, όταν μου ζητάνε χρήματα κάθομαι και το φιλοσοφώ σαν δυσκοίλιος θεωρητικός της Αριστεράς), της δίνει ένα ευρώ. «Θέλω περισσότερα», της λέει το κοριτσάκι. «Πρέπει να βγάλω ένα δεκάευρω για να γυρίσω πίσω». «Να της το δώσω;», με ρωτάει η Μάγδα. «Όχι», της λέω. Τέσσερις μέρες μετά, ακόμα σκέφτομαι το κοριτσάκι.

0

ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ