Είμαι ας πούμε ο Σάκης.Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα όμορφο χωριό των Γρεβενών δίπλα στο Βενέτικο.Όλα ήταν πολύ όμορφα και έχω τις καλύτερες παιδικές αναμνήσεις από εκείνο το μέρος.Είχαμε ταβέρνα στην περιοχή και πήγαινε πολύ καλά και είχαμε και ζώα για έξτρα εισόδημα.Όταν ήμουν 15 ο πατέρας όμως μας τα χάλασε.Φαγώθηκε να κατέβουμε στην Αθήνα για να ανοίξει μεγαλύτερη επιχείρηση,να βγάλει λεφτά.Είπε οτι θα ήταν για το καλό όλων μας.Εγώ στενοχωρήθηκα πολύ με αυτή την αλλαγή αλλά ακολούθησα,δε μπορούσα να κάνω κι αλλιώς.Τελείωσα το λύκειο αλλά στο μυαλό μου συνέχεια γυρνούσε η σκέψη να γυρίσω στο χωριό.Το συζήτησα με τον πατέρα μου και μου είπε να βγάλω ένα ΙΕΚ,να έχω μια γνώση,και ότι θα μου γράψει το σπίτι στο χωριό να μαζέψω λεφτά να κάνω ένα πανδοχείο,.μια ταβέρνα,ότι ήθελα τέλοσπάντων.Τελειώνω τη σχολή,και περιμένω το σχέδιο να πραγματοποιηθεί.Βρίσκω μια δουλειά,μιλάω και με τον πατέρα μου εκ νέου και αυτός μου λέει να περιμένω 2 χρόνια ακόμα για να μαζέψει κι άλλα χρήματα για εμένα.Το δέχομαι και αυτό.Και φτάνουμε πριν ένα χρόνο που ξαφνικά ο πατέρας μου πουλάει χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν το σπίτι στο χωριό για να ξεχρεώσει τα χρέη του από το εστιατόριο της Αθήνας.Έξι μήνες μετά το κλείνει κι αυτό και τώρα δουλεύει υπάλληλος σε άλλον.Εγώ με τη μάνα μου όλη μέρα τον βρίζουμε για τις άκυρες επιλογές του Ο αδερφός μου την έχει κάνει για εξωτερικό εδώ και χρόνια.Εγώ έχω ένα μήνα που έχω κατάθλιψη.Τόσα χρόνια έκανα υπομονή να φύγω από την κόλαση της Αθήνας και να κάνω τη δουλειά μου στο μέρος που αγαπάω και ο πατέρας μου με κατάστρεψε και κατάστρεψε και τον εαυτό του οικονομικά.Όλη μέρα κάθομαι στο δώμα και κατεβαίνω κάτω μόνο για φαγητό και να πάρω τσιγάρα που μου φέρνουν.Δεν έχω καμία όρεξη να βγω έξω στα μπετά και δε θέλω να βλέπω κανένα άνθρωπο.Χώρισα και με την κοπελιά μου αλλά λέω σε όλους τους φίλους ότι δε χώρισα για να μη με πρήζουν να βγαίνω έξω.Δεν αντέχω άλλο αυτή την κόλαση εδώ πέρα.