Η Βαλινία Σβορώνου (γεν. 1991, Αθήνα) είναι εικαστικός που ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε Ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (ΒΑ, 2013) και Γλυπτική στο Slade School of Fine Art (ΜΑ, 2015). Το 2018 έλαβε την υποτροφία ARTWORKS του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Αυτή την περίοδο είναι resident artist στο Künstlerhaus Bethanien στο Βερολίνο, στο πλαίσιο του Διεθνούς Προγράμματος Φιλοξενίας του SUB 6.4, που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση – NextGenerationEU και υλοποιείται από το ΕΜΣΤ.
Η πρακτική της Σβορώνου διερευνά πολιτισμικές και τεχνολογικές μετατοπίσεις στην ανθρώπινη ιστορία μέσα από προσωπικές και συλλογικές οπτικές. Με σημείο αναφοράς το γεγονός ότι μεγάλωσε στην Αθήνα, μέσα σε μια οικογένεια μεταναστών από την Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία, εξερευνά τις περίπλοκες ιστορίες σύγκρουσης και ανταλλαγής ανάμεσα στην Ανατολή και τον λεγόμενο Δυτικό κόσμο, και πώς αυτές συνεχίζουν να διαμορφώνουν τις σύγχρονες ταυτότητες και τις γεωπολιτικές πραγματικότητες. Το έργο της ανασχηματίζει ιστορικές αφηγήσεις, δημιουργώντας χώρο για κατανόηση, επανερμηνεία και τη δυνατότητα ενδυναμωμένων μελλοντικών προοπτικών.
Η Βαλίνια Σβορώνου δουλεύει με κείμενο, κινούμενη εικόνα, apps, εκτυπώσεις και γλυπτική, συνθέτοντας πολυεπίπεδες αφηγήσεις μέσα από μία φεμινιστική και μετα-αποικιακή οπτική. Στο επίκεντρο της πρακτικής της βρίσκεται το ενδιαφέρον για παραγνωρισμένες γυναικείες ιστορίες και τη σημασία τους μέσα σε πατριαρχικά και μετα-αποικιακά συστήματα. Αξιοποιώντας δημιουργικά εργαλεία που συνδέονται ιστορικά με την αντίσταση και την ενδυνάμωση—όπως η επιστημονική φαντασία, η λογοτεχνία, οι υποκουλτούρες, ο μύθος, το κουτσομπολιό και η χειροτεχνία —η Σβορώνου καλλιεργεί έναν διαγενεακό διάλογο και προτείνει μια φαντασιακή ανασύνθεση της μνήμης και του νοήματος.
Η έκθεση Clocks of the Tides (2025) αποτελεί την πέμπτη ατομική έκθεση της Βαλίνιας Σβορώνου. Προηγούμενες ατομικές της εκθέσεις περιλαμβάνουν τις: Ἀσέληνον ὄρος στην γκαλερί Callirrhoë (2022), Endymion/ Κεφάλαιο 1: Μερική Έκλειψη Σελήνης στο Ίδρυμα Θεοχαράκη σε επιμέλεια Πάνου Γιαννικόπουλου (2020), Art Athina με την Hot Wheels Projects (2018) και The Glow pt. 2, Frankfurt am Main, Βερολίνο (2016).
Πρόσφατες ομαδικές εκθέσεις της περιλαμβάνουν την …That Creeps From the Earth…, σε επιμέλεια της Κυβέλης Μαυροκορδοπούλου στο ΤΑVROS (2024), την Room 505, Έσπερος – μία διατομική έκθεση με έργα της Σβορώνου και της Χρύσας Ρωμανού σε επιμέλεια του Γιώργου Μπεκιράκη στο Perianth Hotel (2023), την Outraged by Pleasure σε επιμέλεια της Νάντιας Αργυροπούλου στο κτίριο Nobel (2023), και την Mythologies σε επιμέλεια της ARTWORKS στο ΚΠΙΣΝ (2022). Έχει επίσης συμμετάσχει δύο φορές σε εκθέσεις του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ σε συνεργασία με το New Museum στην Ελλάδα: στην The Equilibrists (2015) και στην The Same River Twice στο Μουσείο Μπενάκη (2019). Συμμετείχε στην Μπιενάλε της Αθήνας Eclipse (2021) και έχει εκθέσει έργα της μεταξύ άλλων, στο ICA και στο The Showroom στο Λονδίνο, στο Haus am Lützowplatz στο Βερολίνο και στη Futura Gallery στην Πράγα. Η πρακτική της επεκτείνεται και στη συγγραφή και την έρευνα, με κείμενά της να έχουν δημοσιευθεί στο Ocean Archive και σε άλλες πλατφόρμες.
“Ὦ! τὸ θαυμάσιον πραγματάκι, τὸ ὁποῖον ἔπεσεν μέσα εἰς τὴν θάλασσαν, σαν διαμάντι ἀπὸ τὰ δάκτυλα τοῦ θεοῦ! τὸ ἀτίμητον μαργαριτάρι, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ ἤθελε νὰ στολίσῃ κανένας τὸν ἀλάβαστρινον λαιμὸν τῆς ὡραίας ποὺ ἀγαπᾷ!”
Το απόσπασμα αυτό, από το βιβλίο του Ακύλα Μήλα, περιγράφει τα Πριγκιποννήσια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα με τρυφερότητα και θαυμασμό, σαν κάτι πολύτιμο που χάθηκε μέσα στη θάλασσα. Η παλιακή διατύπωση δημιουργεί μια αίσθηση απόστασης, σαν η αφήγηση να έρχεται από έναν μακρινό χρόνο που όμως παραμένει παρόν.
Η έκθεση της Βαλίνιας Σβορώνου καταγράφει τέτοιες στιγμές — στιγμές που μεταφέρονται μέσω διαγενεακών αφηγήσεων, βιωμένες από την ίδια την καλλιτέχνιδα και αναδιαμορφωμένες ώστε να συμφιλιωθούν με έναν χρόνο ταυτόχρονα προσωπικό και συλλογικό, ελλιπώς ορισμένο και ακριβή. Γλυπτικές φόρμες, σημειώσεις και κινούμενη εικόνα λειτουργούν ως αναχώματα σ’ έναν κόσμο πλούσιο σε μνήμες: αντανακλάσεις από την Ανατολική Μεσόγειο, την Αθήνα, τη Θάλασσα του Μαρμαρά και τη Μικρά Ασία. Είναι στιγμές παύσης και αναδιαμόρφωσης — θραύσματα τόπων που ανακαλούνται και επανεφευρίσκονται, αγγίζοντας και το παρόν.
Καθισμένη στο γραφείο της, το μυαλό της πεταρίζει πίσω στον φάρο—το δυτικότερο άκρο της Ανατολής. Οι σκέψεις έρχονται και φεύγουν σαν φως που αναβοσβήνει· σαν τις πλημμυρίδες και τις άμπωτες της παλίρροιας.
Τα νερά σπάνε όταν ερχόμαστε στον κόσμο. Και είναι το ίδιο νερό που, τελικά, θα σπάσει και εμάς.
Κοιτάζει ένα αρχαίο ειδώλιο. Είναι νέο, φορά βασιλικά ρούχα και ένα μυτερό καπέλο που μοιάζει λίγο με καπέλο μάγισσας. Αντίγραφά του έχουν βρεθεί σε τάφους σε όλη τη Μεσόγειο — το καπέλο φαίνεται να έχει προέλευση από την Ανατολή ή την Ανατόλια.
Τι είναι αυτό το καπέλο;
Και κυρίως: είναι μάγισσα;
Αυτό που ξέρουμε με σιγουριά είναι πως φοράει ρούχα ταξιδιώτη. Μια μορφή που συνοδεύει ανθρώπους ανάμεσα σε διαφορετικούς κόσμους.
Όταν κάποιος σε σκέφτεται αρκετά, έχεις πάντα έναν τόπο για να επιστρέψεις. Σαν αποδημητικό πουλί.
Ήταν η εποχή που οι χελιδόνες φτιάχνουν τις φωλιές τους στο Αϊβαλί και αυτό την έκανε να σκεφτεί την επιστροφή τους.
Χελιδόνια - παιδιά μιας χώρας που διαρκώς αλλάζει· Που χάνονται ανάμεσα σε τεράστιες εκτάσεις, έθνη, πόλεις, δρόμους από άσφαλτο, σ’ έναν περίπλοκο κόσμο, τον οποίο μάθαμε να αποκαλούμε «ανθρώπινο».
Στην Αθήνα σύντομα θα είναι φθινόπωρο, η εποχή που τα νεράντζια πέφτουν από τα δέντρα, και το άρωμά τους μπερδεύεται με τη μυρωδιά της πίσσας.
«Πάμε στο Νισάντασι να δοκιμάσουμε όλα τα φορέματα!» είπε με ενθουσιασμό η φίλη της, κρατώντας ένα στραβό τσιγάρο.
Έδεσε έναν κόμπο στο δάχτυλό της, για να μην τον ξεχάσει ποτέ.
Βαλίνια Σβορώνου
Το "L’amour dérobe les heures" προέρχεται από το κείμενο της καλλιτέχνιδας, το οποίο προηγήθηκε των έργων που παρουσιάζονται και λειτουργεί ως οδηγός για τη μεταμόρφωσή τους. Τα σχέδια — με τις λιτές γραμμές και τις ασπρόμαυρες συνθέσεις τους — αποτελούν αφηρημένες ερμηνείες εικόνων από δύο βιβλία: τις Μυστικές Πηγές (1940) της Τατιάνας Σταύρου και το Πρίγκηπος (1988) του Ακύλα Μήλλα. Τα έργα αυτά ανακαλούν μια εποχή, κατά την οποία ο λυρισμός αγκαλιάζεται ως φορέας ριζοσπαστικής σκέψης. Η Σβορώνου αξιοποιεί αυτόν τον λυρισμό, μετατρέποντάς τον σε μια γλώσσα animation, μέσα από την οποία στοχάζεται πάνω στο παρόν και στις σύνθετες ιστορίες μετανάστευσης της οικογένειας της από την Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία.
Εικόνες από το ερωτικό μυθιστόρημα της Τατιάνας Σταύρου Μυστικές Πηγές, και ιδίως από το πρώτο του κεφάλαιο, εμφανίζονται σχεδόν ανέπαφες — η αφήγηση της Σβορώνου συγχωνεύεται αρμονικά με εκείνη της γυναικείας πρωταγωνίστριας του βιβλίου. Ένα υπερμεγέθες τακούνι, κρατημένο από ένα ανδρικό, ασώματο χέρι που ξεπροβάλλει μέσα από μια μικρή βάρκα, αντανακλά την περιγραφή της Σταύρου για μια γυναίκα (πιθανόν την ίδια), η οποία, αντικρίζοντας τον εαυτό της στον καθρέφτη του μπάνιου της ως μεγαλυτερη σε ηλικια, ξεκινά ένα θραυσματικό ταξίδι στη μνήμη. Οι αναμνήσεις της την οδηγούν σε ένα αναχρονιστικό παρελθόν, όπου οι σχέσεις της με τους άνδρες πρωταγωνιστούν, αποκαλύπτοντας πτυχές της δικής της μεταβαλλόμενης ταυτότητας.
Μια παράλληλη αφήγηση ξεδιπλώνεται μέσα από το Πρίγκηπος (1988) του Ακύλα Μήλλα, έναν τόμο αφιερωμένο στο ομώνυμο νησί της Πριγκήπου (Büyükada). Αν και γιατρός στο επάγγελμα και αυτοδίδακτος ιστοριογράφος, ο Μήλλας συνδυάζει ιστορικά γεγονότα με λυρική αφήγηση. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στο απόσπασμα που περιλαμβάνεται στο κείμενο της η Σβορώνου, όπου περιγράφει ποιητικά το νησί ως ένα σπάνιο, σχεδόν θεϊκό πετράδι, που μοιάζει να έπεσε κατα λαθος στη θάλασσα, από τα δάχτυλα του Θεού. Το νησί περιγράφεται ως « ἀτίμητον μαργαριτάρι», και το απόσπασμα αποπνέει θαυμασμό αλλά και νοσταλγία — ίσως υπαινιγμό για την μεταβαλλόμενη ιστορία και τις πολιτισμικές μεταμορφώσεις του τόπου. Παρομοιάζοντάς το με στολίδι αντάξιο μιας αγαπημένης, ο Μήλλας αναδεικνύει την ομορφιά της Πριγκήπου ενώ συγχρόνως εκφράζει μία νοσταλγία για ένα παρελθόν που έχει σταδιακά ξεθωριάσει.
Πέρα από το συγγραφικό του έργο, ο Μήλλας — ως εικονογράφος— ενσωματώνει στην αφήγησή του με λιτά σχέδια που επανερμηνεύουν ιστορικά τεκμήρια. Αυτή η μεθοδολογική επιλογή προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση, δεδομένης της ευρείας προσβασιμότητας της φωτογραφίας εκείνη την εποχή. Η λυρική αφαίρεση και τα διακοσμητικά μοτίβα λειτουργούν για εκείνον ως οδοί προσέγγισης σκοτεινών αφηγήσεων, κάτι που αντικατοπτρίζεται και στον τρόπο που η Σβορώνου προσεγγίζει το animation. Μέσα από τη δική της διαδικασία δευτερογενούς μεταμόρφωσης, επεκτείνει και αναδιατάσσει τα εικαστικά και αφηγηματικά αυτά στοιχεία στη συνθήκη του παρόντος.
Ένα τελευταίο και θεμελιώδες στοιχείο του βίντεο είναι η ίδια η γλώσσα — κινούμενες λέξεις, που ξεδιπλώνονται με τον δικό τους ρυθμό, συγκροτώντας μια σιωπηλή έκφραση. Σχηματισμένες από τις ίδιες γραμμές με τα σχέδια, σαν να αναδύονται από την ίδια πρωτογενή ύλη, οι λέξεις αυτές —συχνά ξεχασμένες από το σύγχρονο λεξιλόγιο— εκδηλώνονται σε πραγματικό χρόνο, αντηχώντας το κείμενο του Μήλλα: εκεί όπου ένα μαργαριτάρι έχει χάσει το κέλυφός του, τα χελιδόνια συμβολίζουν τα ταξίδια χωρίς σύνορα και μια ψυχή περιπλανιέται χαμένη στη θάλασσα. Όπως και στο θραυσματικό ταξίδι μνήμης της Σταύρου, ο χρόνος σταματάει να είναι γραμμικός και μετατρέπεται σε ρυθμό· το νόημα συμπυκνώνεται σε συμβολισμό —σε γραμμές με δυναμικό διαρκούς ανασύνθεσης. Αυτό το σκεπτικό εκτείνεται και στα κεραμικά της Σβορώνου που παρουσιάζονται στην έκθεση — υλικές μεταγραφές αυτών των ιδεών, όπου ο διάκοσμος γίνεται το επίκεντρο σε ένα είδος πολιτικής αφήγησης.
Πέντε ομάδες γλυπτών — φιόγκοι, δαντέλες που θυμίζουν ξύλο, κηροπήγιο από νεράντζια, φιγούρες τύπου Ταναγραίας και χελιδόνια — καταλαμβάνουν τον εκθεσιακό χώρο σαν αρχιτεκτονικά θραύσματα αφήγησης, δανεισμένα από εκκλησίες, εγκαταλελειμμένα σπίτια και τους δρόμους της Αθήνας. Μια γλώσσα μεταμόρφωσης διατρέχει το έργο, φέρνοντας στο προσκήνιο θεματικές γύρω από πολιτικούς και προσωπικους αγωνες και την ανθεκτικότητα μέσα στον ιστορικό χρόνο, οι οποίες αποκτούν περαιτέρω βάθος μέσα από τη δυαδικότητα του ψημένου και άψητου πηλού. Ο πηλός — όπως και οι λιτές γραμμές του βίντεο animation — λειτουργεί για τη Σβορώνου ως πρωτογενές υλικό, φορέας ενός προσωπικού λεξιλογίου από σύμβολα: μια ιδιοσυγκρασιακή συναρμολόγηση αναφορών που αντηχούν την ιδιαίτερη ταυτότητά της. Η ζωή της, διαμορφωμένη κυρίως στην Αθήνα, συντονίζεται με το ηχηρό αποτύπωμα του οικογενειακού παρελθόντος στην Ίμβρο και την Κωνσταντινούπολη, αλλά και με τις πρόσφατες επισκέψεις της εκεί — σε τόπους όπου ο χρόνος έχει διαβρώσει τα ίχνη μιας ακόμη περασμένης εποχής.
Οι φιόγκοι, συχνά απορριπτέοι ως επιπόλαια και θηλυπρεπή στολίδια, αποκτούν εδώ νέα σημασία. Παραπέμπουν στην απρόσμενη παρουσία τους στα πλαίσια του διάκοσμου των κορνιζών θρησκευτικών εικόνων σε ορθόδοξες εκκλησίες της Ίμβρου και της Κωνσταντινούπολης, αλλά και σε τουρκικά θρησκευτικά τελετουργικά, όπου δένονται στα κλαδιά των δέντρων ως τάματα.
Η δαντέλα με το ξύλο — μοτίβο που επανέρχεται στις κυανοτυπιες και τα σχέδια της Σβορώνου — προέρχεται από ένα οικογενειακό κειμήλιο: ένα πολύ παλιό κομμάτι κεντηματος που κληρονόμησε από τη γιαγιά της, χωρίς να γνωρίζει ούτε την προέλευσή του ούτε το ταξίδι του. Όπως η ψυχή που περιπλανιέται στη θάλασσα ή το χελιδόνι χωρίς σύνορα, έτσι κι η δαντέλα ταξιδεύει μέσα στο χρόνο και τον χώρο, για να φτάσει στα χέρια της καλλιτέχνιδας χωρίς σαφή κατεύθυνση. Το πάντρεμα της με το ξύλο παραπέμπει σε υλικά οικοδομής — δοκάρια, σανίδες, MDF — που χρησιμοποιούνται για το σφράγισμα εγκαταλελειμμένων σπιτιών στην Ίμβρο και σε πρώην ελληνικούς οικισμούς της Μικράς Ασίας, προστατεύοντάς τα από εισβολές.
Τα χελιδόνια, σκαλισμένα ως υβρίδια από άψητο πηλό και ποσειδωνία — ένα είδος θαλάσσιου φυτού που ξεβράζεται στις ακτές από τις παλίρροιες — διερευνούν το εύθραυστο όριο ανάμεσα στην προστασία και την οριοθέτηση. Η ποσειδωνία, υλικό που οχυρώνει φυσικά την ακτογραμμή και φιλτράρει τα νερά, λειτουργεί εδώ ως μεταφορά για την ένταση ανάμεσα σε ένα συνειδητό καταφύγιο και τον συγκυριακό εκτοπισμό. Αντίστοιχα, το κηροπήγιο από νεραντζιά και οι φιγούρες τύπου Ταναγραίας αναφέρονται πιο άμεσα σε κύκλους γέννησης, θανάτου και αναγέννησης. Τα νεράντζια — με το χαρακτηριστικό άρωμα που μπορεί να αναγνωρίζει όποιος έχει περπατήσει στην Αθήνα το φθινόπωρο — ενώ οι Ταναγραίες — από τα πρώτα κεραμικά που παράχθηκαν μαζικά και βρέθηκαν σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο — απενεργοποιούν την έννοια του ταφικού κτερίσματος. Ωστόσο, στο έργο της Σβορώνου, οι φιγούρες εμφανίζονται αναστραμμένες, σαν να μην είχαν ταφεί ποτέ— σαν την ηχώ μιας γλώσσας χαμένης στον χρόνο, αιωρούμενη ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, διαποτισμένη από ατμόσφαιρες που δεν είναι ούτε μελαγχολικές ούτε εύθυμες, αλλά γλυκόπικρες και απροσδιόριστες.
Όπως και στα προηγούμενα έργα της, τα γλυπτά της Σβορώνου ενσωματώνουν διακοσμητικά στοιχεία και τον συμβολισμό — μεθοδολογικά αναχρονιστικά εργαλεία —ως μέσα επαναδιεκδίκησης του νοήματος και πρότασης ενός εναλλακτικού τρόπου κατανόησης του παρόντος μέσα από ένα παρελθόν που φθίνει. Εκεί όπου η συναισθηματικότητα και οι αισθήσεις συναντιούνται στην απρόσμενη χρήση του πηλού, γεννιέται μια εκτίμηση για ό,τι συχνά θεωρείται ξεπερασμένο ή διακοσμητικό — στοιχεία που, μέσα από τη σιωπηλή τους ριζοσπαστικότητα, αποκτούν αναπάντεχη βαρύτητα και σημασία.
Μάγια Τούντα
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0