Το “Τίποτα” του Νίκου Παναγιωτόπουλου

Το “Τίποτα” του Νίκου Παναγιωτόπουλου Facebook Twitter
0
Το “Τίποτα” του Νίκου Παναγιωτόπουλου Facebook Twitter
Φωτογραφική επεξεργασία: Aτελιέ LifO

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, στα 74 πια, το ξέρει: ακόμη κι αν καταφέρει να σκηνοθετήσει την ωραιότερη ταινία της ζωής του, τίποτε δεν θ’ αλλάξει, το στίγμα του στον ελληνικό κινηματογράφο έχει καταγραφεί. Στα νιάτα του θα μεθούσε από ευτυχία αλλά οι όψιμες επιτυχίες δεν έχουν την ίδια γεύση, ο ενθουσιασμός έχει εξανεμιστεί –υπάρχει στη νίκη και κάτι ταπεινωτικό. Τώρα πιά ο ίδιος, αναγκαστικά, βρίσκεται στο άλλο στρατόπεδο. 

Για καιρό, τα γηρατειά –που, για να θυμηθούμε τον Φίλιπ Ροθ,  δεν είναι μάχη, είναι σφαγή! – ο Παναγιωτόπουλος τα αντιμετώπιζε κι αυτά σαν ταινία, επιπόλαια. Μέχρι πρότινος έλεγε πως η ηλικία είναι μια προκατάληψη που υπάρχει μόνο στα μυαλά των νέων, νόμιζε πως τον ίδιο δεν θα τον απασχολήσουν ποτέ. Να όμως που μπήκε κι αυτός στη φάση όπου ο χρόνος μετράει ανάποδα, στη φάση των αυτοναλύσεων και των απολογισμών. Πώς είναι να ‘σαι άπιστος και να βαδίζεις προς την ανυπαρξία; Πώς είναι να προχωράς με θέα στο θάνατο; Να τι ακριβώς σκαλίζει ο γνωστός σκηνοθέτης όχι στην «Κόρη του Ρέμπραντ» που δεν έχει βγεί στις αίθουσες ακόμη, αλλά στο νέο του βιβλίο που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τον «Τόπο», με τίτλο «Τίποτα».  

Ο Παναγιωτόπουλος αντιμετώπιζε τα γηρατειά κι αυτά σαν ταινία, επιπόλαια. Μέχρι πρότινος έλεγε πως η ηλικία είναι μια προκατάληψη που υπάρχει μόνο στα μυαλά των νέων, νόμιζε πως τον ίδιο δεν θα τον απασχολήσουν ποτέ. Να όμως που μπήκε κι αυτός στη φάση όπου ο χρόνος μετράει ανάποδα, στη φάση των αυτοναλύσεων και των απολογισμών.

Έργο στοχαστικό, διαποτισμένο από απελπισία και μ’ ένα χιούμορ κατά τόπους βιτριολικό, το «Τίποτα» παρουσιάζεται από τον Παναγιωτόπουλο σαν ένα «σενάριο για μυθιστόρημα». Δηλαδή; «Είναι ένα υλικό που στα χέρια ενός μυθιστοριογράφου θα μπορούσε να αποκτήσει πλοκή. Ομως εγώ δεν είμαι μυθιστοριογράφος. Η μοναδική πλοκή που μπορώ ν’ ανεχτώ είναι για κάποιον που ξυπνάει και σκέφτεται το όνειρο που είδε στον ύπνο του. Γράφω εύκολα αλλά γράφω με τον τρόπο που μιλάω. Αντίθετα, ο Κωστής Παπαγιώργης, για να σταθούμε σε στυλίστες, αλλιώς μίλαγε κι αλλιώς έγραφε. Ο Ράμφος, απ’ τη μεριά του, μιλάει όπως γράφει. Ο δε Σελίν, έκανε τον προφορικό λόγο γραφή και μουσική, πράγμα υπέροχο, σπάνιο, ακόμα πιο δύσκολο!» 

Το σίγουρο είναι πως ο ίδιος είχε ευχαριστηθεί δουλεύοντας το προηγούμενο βιβλίο του, το «Απ’ το καλάθι των αχρήστων», μια παραγγελία του «Πατάκη», αρκούντως μυητική στα του βίου του –ιδιωτικού και καλλιτεχνικού. «Δεν το περίμενα αλλά είχα περάσει καλά!»  Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, είτε σκηνοθετεί είτε γράφει,  δεν πιστεύει στην ανιδιοτέλεια της τέχνης.  «Κάθε δημιουργός», επιμένει, «εκμεταλλεύεται, με την μαρξιστική έννοια, τα βιώματά του χωρίς φυσικά να γράφει τα προσωπικά του ημερολόγια. Ο Φλωμπέρ το εξέφρασε ιδανικά λέγοντας  «Η Μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ». Οποιος γράφει, όποιος ζωγραφίζει, όποιος γυρίζει ταινίες, αναπόφευκτα κάνει την αυτοπροσωπογραφία του. Κι αυτό, επειδή θέλει να σώσει το τομάρι του!». 

Ορίστε λοιπόν ένα ‘σενάριο για μυθιστόρημα’ με κεντρικό ήρωα κάποιον που του μοιάζει, τον Ζ., κάποιον που σοκάρεται συνειδητοποιώντας ότι είναι γέρος. «Ποιός θα τό’ λεγε ότι θαρχόταν μια μέρα που θα έπρεπε να κάνει την αυτοκριτική του;», διαβάζουμε. «Που θα χρειαζόταν να σταματήσει τα παιχνίδια και να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά; Αυτό που του φαινόταν να είναι το πιο μεγάλο πλήγμα, ήταν ότι σ’ αυτήν την ηλικία έπρεπε επιτέλους να ενηλικιωθεί». Ο Ζ. ξαναγυρίζει εκεί που ξεκίνησε, πιο σοφός αλλά και πιο κουρασμένος. Οπως τον παρουσιάζει ο Παναγιωτόπουλος, ουδέποτε  αισθάνθηκε «κανονικός» άνθρωπος». Οταν οι άλλοι έλεγαν μαύρο, αυτός έλεγε άσπρο και το εννοούσε, κάτι που του έδινε έναν αέρα υπεροχής αλλά και μειονεξίας ταυτόχρονα. Του Ζ. τίποτε δεν του φαίνεται φυσιολογικό. Τα γηρατειά, ο θάνατος, όλα του φαίνονται σκανδαλώδη. Μεταφυσικές ανησυχίες, πάντως, δεν έχει. «Σε πείσμα όλων των σοφών του κόσμου, όλων των ιδρυτών θρησκειών, παραμένει απελπιστικά διαυγής» . 

Πριν από μια δεκαπενταετία, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έβαλε στοίχημα με τον εαυτό του να γυρίζει μια ταινία ετησίως και το τήρησε. «Γιατί το έκανα; Μα για να ξεγελάω το χρόνο, για τι άλλο;».  Ενα τέτοιο παιχνίδι επιχείρησε και το καλοκαίρι που η «Λιμουζίνα» ήταν πίσω του και  η «Κόρη του Ρέμπραντ», έργο που συμπυκνώνει όλη η χυδαιότητα που ζήσαμε σ’ ένα μεγαλοαστικό πάρτι, δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί. Χαλαρός σ’ εκείνη τη ραχούλα του Αιγαίου, στην Πάτμο, που δεν θ’ άλλαζε ούτε για όλα τα Παρίσια του κόσμου, βάλθηκε να κοιτάξει αναδρομικά τον εαυτό του στον καθρέφτη- υπό μανδύα μονήρη ζωγράφου, έστω-  και να προβεί σε απολογισμούς όσο κι αν αυτό του ήταν δυσάρεστο. 

«Η σχέση με τους νέους είναι ένα πρόβλημα πολύ λεπτό» παραδέχεται στο βιβλίο του. «Υπάρχει αναμφισβήτητα ο πόλεμος των γενεών και είναι αδυσώπητος όπως κάθε πόλεμος, μόνο που όλοι κρύβονται πίσω από ψέματα και υποκρισίες. Στο βάθος ο Ζ. θα στραγγάλιζε ευχαρίστως κάθε νέο ζωγράφο που θα του αμφισβητούσε την κυριαρχία. Η ζήλεια είναι μέσα στη φύση των ανθρώπων κι όσοι υποκρίνονται το αντίθετο, απλώς παρουσιάζουν ένα ψεύτικο πρόσωπο. Οι γέροι αποδέχονται με ενθουσιασμό του νέους ως θαυμαστές αλλά τους αμφισβητούν ως ανταγωνιστές. Τα τερτίπια και οι στρατηγικές που μετέρχονται για να παρουσιάζονται ως υπεράνω και γενναιόδωροι θα μπορούσαν να γεμίσουν ολόκληρο ένα εγχειρίδιο ψυχολογίας»... Σιγά, σιγά, ωστόσο, οι έχθρες και οι ζήλειες που έτρεφε ο Ζ. μέσα του καταλαγιάζουν και,  «ίσως αυτό είναι να γερνάς: να σταματάς τον πόλεμο και να θες ειρήνη. Γι’ αυτό άλλωστε δεν υπάρχουν γέροι στρατιώτες. Αυτοί που πολεμούν είναι οι νέοι, γιατί θέλουν κάτι να κατακτήσουν... μια γυναίκα, ή τη δόξα, ακόμα και τα χρήματα. Ετσι κι αλλιώς τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς μάχη».

«Η λογοτεχνία», αναγνωρίζει ο Παναγιωτόπουλος, «σου επιτρέπει να πείς πράγματα που δεν μπορείς να τα πείς στη ζωή. Να, στην «Ομολογία ενός δολοφόνου» του Γιόζεφ Ροτ που διάβασα πρόσφατα, ο ήρωας ομολογεί πως είναι κάθαρμα!».  Ο Γιόζεφ Ροτ θα βρίσκεται πιθανότατα πίσω και από την επόμενη ταινία του – φιλοδοξία του είναι να μεταφέρει τον «Θρύλο του αγίου πότη» στο σήμερα, ανάμεσα στους αστέγους της Αθήνας. Τον άλλο  Roth, τoν αμερικανό Φίλιπ Ροθ,  τον εκτιμά ως συγγραφέα αλλά δεν είναι είναι από τους αγαπημένους του. Απ’ αυτούς, αν έπρεπε να διαλέξει έναν, θα ήταν φιλόσοφος: «Ο  Σοπενάουερ! Το βιβλίο που έχω στο προσκεφάλι μου είναι η Κριτική της ελευθερίας της βουλήσεως. Μ’ έχει επηρεάσει  όσο λίγα». 

 «Η λογοτεχνία», αναγνωρίζει ο Παναγιωτόπουλος, «σου επιτρέπει να πεις πράγματα που δεν μπορείς να τα πείς στη ζωή. Να, στην «Ομολογία ενός δολοφόνου» του Γιόζεφ Ροτ που διάβασα πρόσφατα, ο ήρωας ομολογεί πως είναι κάθαρμα!»

Ο Παναγιωτόπουλος και τα βιβλία, πάνε μαζί. Στο πατρικό του, στο Χαλάνδρι, δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα, αλλά εκείνος, έφηβος, πήγαινε κάθε τόσο στον «Ευρυπίδη» και κοίταζε προσεκτικά στους πάγκους για να δεί ποιός έχει γράψει τι. «Οταν μετά στις παρέες γινόταν λόγος για την ‘Πείνα’, έκανα πως ρωτούσα: «του Χάμσουν;». Μόλις ακούγονταν τα «Αγουρα Χρόνια», πετιόμουν: «του Κρόνιν;». Με γοήτευαν αυτές οι παρέες, ήθελα πολύ να είμαι μέρος του κόσμου όπου συζητάνε για βιβλία και ταινίες, για ό,τι ναρκοθετεί δηλαδή την ανυπόφορη αλληλουχία μηχανικών κινήσεων που είναι η πραγματική μας ζωή. Δεν θεωρούσα, όμως, τους πνευματικούς ανθρώπους ανώτερους. Εξίσου καλά περνούσα και στα υπόγεια των πολυκατοικιών, κάνοντας γυμναστική με τους φίλους μου. Δεν υπήρχαν βαράκια τότε, απλώς παίρναμε κουτιά από κονσέρβες και τα γεμίζαμε με μπετόν...». Περισσότερα για κείνη την περίοδο επιφυλάσσεται να δώσει στο επόμενο βιβλίο του, το «Κόκκινο παλτό», κάτι σαν work in progress, γύρω από τις συνθήκες μέσα από τις οποίες προέκυψε το έργο του.

Λίγων σκηνοθετών η φιλμογραφία περιλαμβάνει τόσες μεταφορές λογοτεχνικών έργων όσο η δική του. Στο παναγιωτοπουλικό σύμπαν διασταυρώνονται ο Αλμπέρ Κοσερί (Οι τεμπέληδες της ευφορης κοιλάδας) με τον Δημήτρη Νόλλα (Ονειρεύομαι τους φίλους μου»), ο Σωτήρης Δημητρίου (Τα οπωροφόρα της Αθήνας) με τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο (Ο Εργένης), ενώ ο Μισέλ Φάις είναι από τους πιο σταθερούς συνεργάτες του, όπως ήταν κάποτε  ο Χρήστος Βακαλόπουλος. Υπάρχουν κι άλλοι κινηματογραφιστές που γράφουν -ο Αχιλλέας Κυριακίδης, ο Λάκης Παπαστάθης, η Μαρία Γαβαλά, η Εύα Στεφανή- αλλά ο Παναγιωτόπουλος ισχυρίζεται πως δεν διεκδικεί λογοτεχνικές δάφνες: «Είναι πολύ αργά για κάτι τέτοιο, γεγονός ιδιαίτερα απελευθερωτικό. Τηρουμένων των αναλογιών, πάντως, η μοναξιά του συγγραφέα μπροστά στην άδεια σελίδα, είναι όση κι η μοναξιά του σκηνοθέτη σ’ένα γεμάτο πλατό». 

Τι σκέφτεται στο  «Τίποτα» για το σινάφι του; «Η τέχνη του ήταν ένας κόσμος όπου μπορούσε να κολυμπάει πιο άνετα αλλά κι εκεί τα φουσκωμένα εγώ, οι ανταγωνισμοί, η μετριότητα που αλαλάζει, οι δήθεν καλλιτεχνικές συμπεριφορές, τον αηδίαζαν. Οι παράγοντες ήταν πιο άσχετοι κι από τους ίδιους τους ζωγράφους. Δεν υπήρχε μια ομάδα, μια παρέα, ένα έντυπο που μπορούσες να βασιστείς στη γνώμη τους. Οι ειδικοί, περισσότερο από τους άλλους, ήταν ανίδεοι. Είχε τη βεβαιότητα ότι η οικονομική κρίση που μαστίζει την Ευρώπη και τον κόσμο ξεκίνησε από την κρίση στην τέχνη. Αν αυτοί που είναι η δουλειά τους δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το ωραίο από το άσχημο, πώς περιμένουν από τους άλλους να ξεχωρίσουν το καλό από το κακό;».

Η έκδοση του βιβλίου θα τον βρεί σ’ ένα διαμέρισμα της Ηροδότου, κοντά στην Μαριάννα Σπανουδάκη πάντα, με τις έγνοιες που φέρνει η φθορά του σώματος συν τις οικονομικές που έφερε η κρίση. Ο Ζ. του βιβλίου του, δηλώνει «αριστεροδεξιός» και δείχνει να ντρέπεται, έτσι χωμένος που είναι στα δικά του βάσανα, βάσανα πολυτελείας σε σχέση με των διπλανών του. Ομως κι ο ίδιος ο Παναγιωτόπουλος αναρωτιέται: «Υπάρχει άνθρωπος μονάχα συντηρητικός ή μονάχα προοδευτικός; Προσωπικά, δεν έχω γνωρίσει κανέναν!». Στις τελευταίες εκλογές δεν πήγε να ψηφίσει. «Η πολιτική δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Οι άνθρωποι τα λύνουν. Κι όταν δηλώνουν πατριώτες όσοι έχουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό, υπάρχει πρόβλημα, έτσι δεν είναι; Αν δεν αλλάξουμε εμείς, δεν αλλάζει τίποτα. Βρίσκω ικανοποιητική τη στάση αξιοπρέπειας που κρατά η κυβέρνηση. Ομως, κακά τα ψέματα, όποιος είναι χωμένος μέσα στο πρόβλημά του, βλέπει αλλιώς. Κάποιος που πεθαίνει στον Ευαγγελισμό, χέστηκε για την κρίση...». 

Το "Τίποτα" (εκδ. Τόπος) θα κυκλοφορήσει την επόμενη Δευτέρα 30 Μαρτίου

Βιβλίο
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

99’ με τη Δανάη Σιώζιου

Βιβλίο / «Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Μια κουβέντα με τη Δανάη Σιώζιου, μία από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της νέας γενιάς, που την έχουν καθορίσει ιστορίες δυσκολιών και φτώχειας και της οποίας το έργο έχει μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες.
M. HULOT
«Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Βιβλίο / «Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Μια επίκαιρη συζήτηση με την εγκληματολόγο Αναστασία Τσουκαλά για ένα πρόβλημα που θεωρεί «πρωτίστως αξιακό», με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου της το οποίο αφιερώνει «στα θύματα, που μάταια αναζήτησαν δικαιοσύνη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Η διαμάχη ανάμεσα στην Τζόαν Ντίντιον και την Ιβ Μπάμπιτζ συνεχίζεται και μετά θάνατον σε μια «διπλή» βιογραφία

Βιβλίο / Τζόαν Ντίντιον vs. Iβ Μπάμπιτζ: Μια διαμάχη που συνεχίζεται και μετά θάνατον

Η Ντίντιον και η Μπάμπιτζ πέθαναν με διαφορά έξι ημερών τον Δεκέμβριο του 2021: «Θέλω να πιστεύω ότι η Τζόαν Ντίντιον έζησε μια επιπλέον εβδομάδα από κακία», είχε γράψει τότε μια δημοσιογράφος σε ένα tweet που έγινε viral.
THE LIFO TEAM
Τα ημερολόγια του Αλέξη Ακριθάκη σε μια νέα έκδοση

Βιβλίο / Τα ημερολόγια του Αλέξη Ακριθάκη σε μια νέα έκδοση

Με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από τον θάνατο του καλλιτέχνη κυκλοφορεί το βιβλίο «Γράφοντας τη ζωγραφική - Ημερολόγια 1960-1990» που αφηγείται τη δημιουργική αγωνία και τον σύντομο, πλην πλούσιο και ταραχώδη βίο του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Μην πεις λέξη»: Ένα καταιγιστικό βιβλίο για την άλλη «ματωμένη» Κυριακή

Βιβλίο / «Μην πεις λέξη»: Ένα καταιγιστικό βιβλίο για την άλλη «ματωμένη» Κυριακή

Το πολυβραβευμένο βιβλίο του Patrick Radden Keefe που έγινε μίνι σειρά στο Disney+, εκτός από τη συγκλονιστική ιστορία της Jean McConville που απήχθη και δολοφονήθηκε από τον IRA, φέρνει και ένα παράδειγμα έντασης γραφής και έρευνας που δεν το συναντούμε συχνά.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΒΑΛΛΙΕΡΑΚΗΣ
 Δημήτρης Χατζής  (Νίκος Γουλανδρής «491 δελτία για τον Δημήτρη Χατζή»)

Το πίσω ράφι / «Αν δεν γυρίσω, σα συγγραφέας είμαι χαμένος»: Ο Δημήτρης Χατζής μέσα από 491 δελτία

Στο βιβλίο του Νίκου Γουλανδρή, μέσα από έγγραφα, φωτογραφίες και επιστολές καταγράφεται ο κόσμος που θέλησε ν’ αλλάξει ο Χατζής, ως πολίτης, ως πεζογράφος, ως ιδεολόγος.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Διαβάζοντας για την Αμερική του Τραμπ

Βιβλίο / Διαβάζοντας για την Αμερική του Τραμπ

Μόλις μία εβδομάδα μετά τις αμερικανικές εκλογές, βιβλία δυστοπικού περιεχομένου και πολιτικής θεωρίας εκτοξεύτηκαν στις πρώτες θέσεις των παγκόσμιων πωλήσεων, αποδεικνύοντας ότι η ανάγνωση παραμένει το ένα και μοναδικό όπλο.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Η βίβλος του cult ελληνικού σινεμά

Οθόνες / Η βίβλος του cult ελληνικού σινεμά μόλις κυκλοφόρησε

Τα κείμενα του Φώντα Τρούσα για τις «βαθιά υποτιμημένες ταινίες που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό» και για τον underground και τον πειραματικό ελληνικό κινηματογράφο κυκλοφορούν σε ένα μοναδικό, κυριολεκτικά, βιβλίο, από τα LiFO Books.
M. HULOT
Κανείς δεν ήξερε ότι ήταν μαύρη: Η εξωπραγματική ιστορία της επιμελήτριας του JP Morgan

Βιβλίο / Κανείς δεν ήξερε ότι ήταν μαύρη: Η εξωπραγματική ιστορία της επιμελήτριας του JP Morgan

Υπεύθυνη για τα πιο πολύτιμα αποκτήματα της ιδιωτικής συλλογής του διάσημου τραπεζίτη, η απέριττα κομψή βιβλιοθηκάριος Μπελ ντα Κόστα Γκριν ήταν μαύρη αλλά εμφανιζόταν ως λευκή στον αφρό της υψηλής κοινωνίας μέχρι και τον θάνατό της το 1950.
THE LIFO TEAM
Leslie Absher: «Κόρη κατασκόπου, queer κορίτσι» 

Βιβλίο / Κόρη κατασκόπου, queer κορίτσι, συγγραφέας

Η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Leslie Absher μάς ξεναγεί στο «Σπίτι με τα μυστικά», εκθέτοντας ταυτόχρονα την προσωπική της πορεία προς την απελευθέρωση, την «ελληνική» της εμπειρία και τις εντυπώσεις της από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Πολυτεχνείο - Ένα παραμύθι που δεν λέει παραμύθια»

Βιβλίο / Το Πολυτεχνείο έγινε κόμικ: Μια νέα έκδοση για μια μονίμως επίκαιρη εξέγερση

Παραμονές της φετινής επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, οι εκδόσεις Red ‘n’ Noir κυκλοφόρησαν ένα έξοχο κόμικ αφιερωμένο σε αυτή, που το υπογράφουν ο συγγραφέας Γιώργος Κτενάς και ο σκιτσογράφος John Antono.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ