Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία

Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία Facebook Twitter
Robert McCabe- Μύκονος 1957
0

«Θέλετε να ξεκουραστεί το σώμα σας; Θέλετε να ηρεμήσει η ψυχή σας; Θέλετε ν’ απαλλαγεί το μυαλό σας από έγνοιες και φροντίδες; Ελάτε στη Μύκονο. Μόνο μ’ ένα παλιό παντελόνι, ένα τριμμένο πουκάμισο, ένα ξεθωριασμένο πουλόβερ, μια άχρηστη κάλτσα της γυναίκας σας για σκούφο, ένα ζευγάρι ερειπωμένα πέδιλα. Όλα τ’ άλλα -γραβάτες, κουκουλάρικα, παπούτσια, ξυριστικά, ματαιοδοξίες, κοσμικότητες, επιδειξιομανίες, σοβαροφάνειες, κοινωνικές υποστάσεις, «καλές» σχέσεις, νερόβραστες ρομάντζες, ρούμπες, σάμπες και «τι θα κάνουμε απόψε» παρατήστε τα στην Αθήνα. Ειδάλλως καλύτερα να πάτε σε κάποιο άλλο νησί…»

Ο Μ. Καραγάτσης σοβαρολογούσε. Ακόμα και τότε που έγραφε αυτές τις γραμμές (Βραδυνή, 1952), η γενέθλια γη της Μέλπως Αξιώτη αντιμετωπιζόταν ως τόπος παραθερισμού των σνομπ των Αθηνών. Όμως εκείνος επέμενε: τι να ΄ρθουν να κάνουν οι πλούσιοι εδώ; Να κοιμηθούν στις φτωχικές καμαρούλες της, να φάνε στα λαϊκά μαγειριά της, να περάσουν ένα καλοκαίρι χωρίς ζεστό μπάνιο, χωρίς τρεχούμενο νερό, χωρίς μπαρ; Όχι, η Μύκονος είναι για να παραδώσεις το κορμί σου «στο όργιο του χλιαρού ήλιου, της υπόψυχρης θάλασσας, της χρυσής άμμου, του βάναυσου μελτεμιού και του κόκκινου βράχου», για να ξαναβρείς «μέσα στη γαλήνη και τον πρωτογονισμό της αιγαίας φύσεως, όλα εκείνα που σπατάλησες στον πόλεμο της αστικής ζωής: ηρεμία, καλοσύνη, κατανόηση, πραότητα, ταπεινοσύνη».

Ο Σταυρός των Χανίων, όπου έστησε το ΄64 ο Μιχάλης Κακογιάννης το συνεργείο του για να μεταφέρει το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη στο σινεμά, χρόνια τώρα θυμίζει Λούτσα.

Εβδομήντα χρόνια αργότερα, ένας από τους ελάχιστους τόπους όπου διαφυλάσσεται ατόφια η γαλήνη και ο πρωτογονισμός της αιγαίας φύσης, είναι οι κιτρινισμένες σελίδες κάποιων βιβλίων. Σελίδες μέσα από τις οποίες αναδύεται ένα ελληνικό καλοκαίρι πλημμυρισμένο στις ευωδιές και το φως.

Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία Facebook Twitter
Σαντορίνη, 1930.

Τα Φηρά της Σαντορίνης του ΄30 που αποτύπωσε ο Κώστας Ουράνης στα ταξιδιωτικά του, με τα μετρημένα στα δάχτυλα σπίτια, «σφηνωμένα στα πόδια του θεόρατου βράχου της σκουριάς», λυγίζουν τώρα υπό το βάρος του μπετόν. Οι «εκθαμβωτικά λευκές, απρόσιτες κι ανάερες» πολιτείες του νησιού, ούτε μικρές είναι πια ούτε αποξενωμένες από τον κόσμο. Μένει, ωστόσο, για πάντα η «Ωδή στη Σαντορίνη» του Ελύτη από τους «Προσανατολισμούς»: «Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη/ Όρθωσες ένα στήθος βράχου/ κατάστιχτου απ’ την έμπνευση της όστριας/ Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η οδύνη/Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδα/ Με φωτιά με λάβα με καπνούς/ Με λόγια που προσηλυτίζουν το όνειρο/ Γέννησες τη φωνή της μέρας/ Έστησες ψηλά/ Στην πράσινη και ρόδινη αιθεροβασία/ Τις καμπάνες που χτυπάει ο ψηλορείτης της νους/ Δοξολογώντας τα πουλιά στο φως του μεσαυγούστου»…

Ας πάμε πίσω λοιπόν: σε «ρόδιν’ ακρογιάλια» που λες κι έχουν χαθεί από τον χάρτη, σε παραλίες με παμπάλαιες καμπίνες μπάνιου, αραποσυκιές και καλαμιές όπου δροσίζονταν ο Ζορμπάς ή στα διάφανα και βαθυγάλαζα κάποτε νερά της Καστέλας όπου έκανε τις σκανταλιές του ο «Τρελλαντώνης», ο αδελφός της Πηνελόπης Δέλτα. Ας ξαπλώσουμε στο «αλαφρό σαν αμύγδαλο» αιγινήτικο χώμα που ύμνησε ο Σικελιανός, ας ακούσουμε τις κραυγές των παιδιών να μπερδεύονται με το κελάηδημα του πουνέντε όπως ο Γκάτσος στην «Αμοργό», κι ας αντικρύσουμε την Άνδρο, όπως κι ο ήρωας του Εμπειρίκου στον «Μεγάλο Ανατολικό»: σαν μια «καλλίμαστο και σφριγηλή γυνή, θαλερά και αυροφίλητο» που αναδύεται με μυθική μεγαλοπρέπεια εκ του Αρχιπελάγους.

Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία Facebook Twitter
Ο Ανδρέα Εμπειρίκος στην Άνδρο.

Σ’ αυτήν την εκδρομή δεν είναι όλα ειδυλλιακά. Τίποτε, για παράδειγμα, στην εκκίνηση της «Γαλήνης» του Βενέζη δεν προσφέρει αισθήματα ευφορίας. Καθώς όμως ένα κοπάδι κυνηγημένοι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία αναζητούν νέα πατρίδα στην Αττική, ξεπροβάλλει μπροστά μας η Ανάβυσσος το καλοκαίρι του 1923: ένα μέρος άγονο, γεμάτο σκίνα, αγκάθια, βούρλα, λαγούς, τσακάλια και άμμο, και το μονοπάτι που οδηγεί στην ακρογιαλιά καταλήγοντας στις αλυκές, να ΄ναι «το μοναδικό σημάδι πως υπάρχει ζωή ανθρώπινη σ’ εκείνη την ερημιά»…

Σε μιαν άλλη «Γαλήνη», στη βίλα του Πόρου όπου είχε καταλύσει τον Αύγουστο του 1946 ο Σεφέρης, εξουθενωμένος από το κλίμα της εποχής που κυοφορούσε τον εθνικό διχασμό, στο μέρος όπου θα συνθέσει την «Κίχλη», ο ποιητής συνειδητοποιεί πόσο ολιγαρκής θα έπρεπε να είναι τελικά: «Η λίμνη του Πόρου με τα φώτα που συλλαβίζω κάθε βράδυ, μοιάζει να βουλιάζει κάθε μέρα πιο βαθιά», γράφει στο ημερολόγιό του. «Ο Πόρος, κλειστός όπως είναι, μου θυμίζει, πως λίγα είναι τα πράγματα που χρειάζομαι, πως θα ΄πρεπε να παραμερίζω πράγματα που μ’ εμποδίζουν να βλέπω. Ό,τι έχω εδώ μπροστά μου, φτάνει: ένα ξύλο στην ακρογιαλιά, ο χάλκινος ήχος του Προγυμναστηρίου, οι λιθογραφίες στα μπακάλικα της χώρα, τα ουδέτερα πρόσωπα, μου φτάνουν για να γράψω ό,τι θέλω (…) Η κουβέντα ενός βαρκάρη, η χειρονομία ενός ψαρά, έχουν ένα κύρος για μένα που δεν ένιωσα παρά πολύ σπάνια στη συναναστροφή τόσων υπουργών, λ.χ., ή καθηγητών και διανοουμένων».

Ο Πόρος με την αλλοτινή χλιδή και τη νωχέλειά του, θύμιζε στον Σεφέρη κάτι από Βενετιά. Και το ακμαίο ακόμα Λεμονοδάσος απέναντι, τον έκανε ν’ ανακαλεί -τι άλλο;- αισθησιακούς πειρασμούς. Μια βαρκάδα προς τα κει συντροφιά με τον Κοσμά Πολίτη, νωρίς, πριν σηκωθεί ο μπάτης, μέσα στο τριανταφυλλένιο θάμπος του πελάγους, θα ΄ταν αρκετή για να χάσει κανείς την αίσθηση του χρόνου. Κι η βόλτα στην καρδιά του δάσους, μεθυστική: «Οι πρώτες λεμονιές χύνουν το άρωμά τους μέσα στον πρωινό αέρα. Δέντρα σφιχτοδεμένα όλο σφρίγος και χυμούς, όσο ανεβαίνομε πυκνώνουν οι φυλλωσιές και όσο παν μικραίνουν οι φωτερές και παιχνιδιάρικες σταλαματιές του ήλιου πάνω στο χώμα και πάνω στην ξερολιθιά που εδώ κι εκεί το συγκρατάει. Μα ο ίσκιος απομένει ανάλαφρος κι αερικός. Ένα ρυάκι κατεβαίνει πηδηχτά την πλαγιά κελαδώντας, και τα πουλιά, πάνω από το κεφάλι μας, τονίζουν το τραγούδι τους πάνω στον ίδιο αυτό σκοπό».

Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία Facebook Twitter
Πόρος Ασκέλι, 1940. Φωτογραφία του Γ. Σεφέρη.

Πόσο διαφορετικό είναι το τοπίο που αντικρίζει το alter ego του Καζαντζάκη στον «Βίο και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»! Είναι ξημερώματα, έχει μόλις βγει από το ξενοδοχειάκι της Μαντάμ Ορντάνς, έχει γνωριστεί στα πεταχτά με το νερό, το χώμα και τον αγέρα του τόπου, οι παλάμες του μυρίζουν φασκόμηλο, φλισκούνι και θρούμπα, κι από ένα ψήλωμα αγναντεύει το «κυματιστό ριγάτο δέρμα τίγρης» που συνθέτουν οι ζώνες από σιδερόπετρες, οι σκουροπράσινες χαρουπιές και οι ασημόφυλλες ελιές:

«Έμοιαζε το κρητικό ετούτο τοπίο, έτσι μου φάνηκε, με την καλή πρόζα: καλοδουλεμένο, λιγόλογο, λυτρωμένο από περιττά πλούτη, δυνατό και συγκρατημένο. Διατύπωνε με τ’ απλούστερα μέσα την ουσία. Δεν έπαιζε, δεν καταδέχουνταν να χρησιμοποιήσει κανένα τερτίπι, δε ρητόρευε. Έλεγε ό,τι είχε να πει με αντρίκια αυστηρότητα. Μα ανάμεσα από τις αυστηρές γραμμές του ξεχώριζες στο κρητικό ετούτο τοπίο απροσδόκητη ευαιστησία και τρυφεράδα -σε απάνεμες γούβες μοσκοβολούσαν οι λεμονιές και οι πορτοκαλιές, και πέρα, από την απέραντη θάλασσα, ξεχύνουνταν αστέρευτη ποίηση. Η Κρήτη, μουρμούριζα, η Κρήτη… κι η καρδιά μου αναπετάριζε».

Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία Facebook Twitter
Ο Ζορμπάς του Κακογιάννη γυρίστηκε στον Σταυρό των Χανίων.

Ο Σταυρός των Χανίων, όπου έστησε το ΄64 ο Μιχάλης Κακογιάννης το συνεργείο του για να μεταφέρει το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη στο σινεμά, χρόνια τώρα θυμίζει Λούτσα. Η ανατολική παραλία του Ρεθύμνου, επίσης, που περιδιαβαίνει ο Παντελής Πρεβελάκης στο «Χρονικό μιας πολιτείας» (1938) υποκλινόμενος στη «χάρη της μοναξιάς», αυτό το καθαρό και πλατύ περιγιάλι με την ψιλή άσπρη άμμο που «φεύγει θαρρείς σαν καροτσόδρομος να πάει να σμίξει με το Μεγαλόκαστρο», είναι σήμερα χτισμένο με μεγαθήρια.

Μήπως όμως έχει απομείνει κάτι από την Σκιάθο του Παπαδιαμάντη; Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελένη Αλεξανδράκη επέλεξε να γυρίσει σ’ άλλο φυσικό σκηνικό την «Νοσταλγό», στην Νίσυρο. Ούτε η Μυτιλήνη έχει γλυτώσει εντελώς. Η οικοδομική έκρηξη έπληξε και τα δικά της προάστια. Στη Βίγλα άραγε φουντώνουν ακόμη πάθη; Ο Στρατής Μυριβήλης που δεν κουράστηκε ποτέ να εμπνέεται από τις φυσικές χάρες της γενέτειράς του, στήνει στον γιαλό της Βίγλας –«μια κυκλική παράταξη από άγριους βράχους»- ένα απροσδόκητο συναπάντημα ανάμεσα στον Λεωνή και τη Σαπφώ, τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια». Ζωγράφος με νωπές ακόμα τις μνήμες από τον πόλεμο του ΄22 ο πρώτος, χήρα συμπολεμιστή του η δεύτερη, πάλλονται και οι δυο από έναν έρωτα αμοιβαίο αλλά βουβό.

Κι εκεί, στις «Βίγλας τα ράχτα», καθώς η Σαπφώ προπορεύεται με το ομπρελίνο της πάνω στη στενή λουρίδα της ακρογιαλιάς με τα χοντρά στρογγυλεμένα βότσαλα, καθώς η φλογισμένη βροχή του ήλιου χύνεται πάνω στους καλοδουλεμένους ώμους της και τις μακριές της γάμπες, ο Λεωνής ονειρεύεται πώς θα την αποτυπώσει στον καμβά: σαν μια Σαλώμη ολόγυμνη κι ακίνητη, αλλά πανέτοιμη να ορμήσει σ’ έναν οργιαστικό χορό, με μια θάλασσα από υδράργυρο μπροστά της «βαριά, σαν ετοιμόγεννη σκύλα», ενώ «κάτω από την πηχτή πέτσα του νερού, θα παραφυλάει την ώρα του ξύπνιο το παράφορο πνέμα της τρικυμμίας και ο καλπασμός των κυμάτων».

Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία Facebook Twitter
Άμαξα στην Κηφισιά. Οδός Ηρώδου Αττικού, πλάι στο άλσος της Κηφισιάς. Στο πίσω μέρος είναι οι γραμμές του τρένου.

Επιστροφή στην Αθήνα. Για την ακρίβεια, στην προπολεμική Κηφισιά, εκείνο το ζεστό καλοκαίρι που τρεις αδελφές, εφοδιασμένες από την Μαργαρίτα Λυμπεράκη με «Ψάθινα καπέλα», ξάπλωναν πάνω στα στάχυα για να σιγοκουβεντιάσουν τα μυστικά τους, και γίνονταν ένα με τ’ αγριολούλουδα και τον ουρανό. Τότε που στις καλαμιές της λεωφόρου Ανοίξεως έκρωζαν σαν τρελαμένα τα βατράχια, το μεγάλο ρυάκι που κατέβαινε από το Κεφαλάρι πότιζε τα κτήματα, οι δρόμοι κόβονταν από τις αμπολές στα δυο, και στα περιβόλια της Χελιδονούς, οι κερασιές, κατακόκκινες, βάραιναν από τους καρπούς. Τότε που ο Υμηττός απλωνόταν στον ορίζοντα «ροδολεβάντινος», κι όλες οι ερωτικές προσδοκίες των κοριτσιών βιάζονταν να εκπληρωθούν…

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το Νόμπελ του Σεφέρη: «Βρε Μαρώ, τι τους έκανα και με μισούν έτσι;»

Μέρες / Το Νόμπελ του Σεφέρη: «Βρε Μαρώ, τι τους έκανα και με μισούν έτσι;»

Οι στιγμές λίγο πριν από την αναγγελία του βραβείου Νόμπελ στην Αθήνα, ο μοναχικός θρίαμβός του και ο φθόνος των ομοτέχνων του, οι λαμπρές στιγμές στη Στοκχόλμη και η συνάντησή του με τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Οι συναρπαστικές στιγμές της κορυφαίας αναγνώρισης του Έλληνα ποιητή μέσα από σπάνια ντοκουμέντα.
ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ
Ο Σεφέρης στα Καμένα Βούρλα

Μέρες / Ο Σεφέρης στα Καμένα Βούρλα

Το 1962 ο ποιητής επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα, κουρασμένος ψυχικά και σωματικά από την Πρεσβεία του Λονδίνου, και ενώ περιμένει να ολοκληρωθεί το σπίτι του στην Οδό Άγρας, παραθερίζει στα Καμένα Βούρλα κάνοντας μια ανασκόπηση ολόκληρης της ζωής του. Είναι στα 62 του χρόνια και αισθάνεται μέσα του το απόλυτο κενό.
ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ιωάννα Τσιβάκου: «Δεν έχει χρόνο ο σημερινός άνθρωπος να γνωρίσει τον άλλον κι εδώ βρίσκεται η δυστυχία του»

Βιβλίο / Ιωάννα Τσιβάκου: «Δεν έχει χρόνο ο σημερινός άνθρωπος να γνωρίσει τον άλλον κι εδώ βρίσκεται η δυστυχία του»

Η συγγραφέας και ομότιμη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου μιλά για την εποχή μας, τον χώρο της εκπαίδευσης και την ταυτότητα του νεοέλληνα.   
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Η άνοδος της δεξιάς συνδέεται με τις αποτυχίες της αριστεράς»

Βιβλίο / «Η άνοδος της δεξιάς συνδέεται με τις αποτυχίες της αριστεράς»

Ο Ντόναλντ Σασούν, ομότιμος καθηγητής Συγκριτικής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου και άλλοτε στενός φίλος, συνεργάτης και επιμελητής των βιβλίων του Έρικ Χoμπσμπάουμ, μιλά στη LiFO.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Η Κάλλας δεν ήταν τραγική φιγούρα και δεν εγκατέλειψε την καριέρα της για τον Ωνάση

Βιβλίο / Η Κάλλας δεν ήταν τραγική φιγούρα και δεν εγκατέλειψε την καριέρα της για τον Ωνάση

Η συγγραφέας του βιβλίου “Diva”, Ντέζι Γκούντγουιν, τονίζει με άρθρο της στον Guardian ότι το να χαρακτηρίζει κανείς τη ζωή της κορυφαίας τραγουδίστριας τραγική, σημαίνει ότι την αδικεί κατάφωρα.
THE LIFO TEAM
Η Θήβα που δεν ξέρουμε

Βιβλίο / Η Θήβα που δεν ξέρουμε

Ο Βρετανός ιστορικός Πολ Κάρτλετζ αποκαθιστά την ιστορική πόλη της αρχαιότητας που αντιμετώπιζαν υπεροπτικά οι Αθηναίοι. Δείχνει πώς τα θηβαϊκά θέματα επιβιώνουν στη σύγχρονη τέχνη, γράφει για τον Επαμεινώνδα που είχε έναν μόνο τραχύ μανδύα, παρουσιάζει την κοινωνία που δημιουργεί τον Ιερό Λόχο, ένα στρατιωτικό σώμα που αποτελείται αποκλειστικά από εραστές και ερώμενους.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Συζητώντας για ένα θέμα ταμπού της ελληνικής κοινωνίας, τους δωσίλογους της Κατοχής

Βιβλίο / Oι δωσίλογοι, ένα θέμα ταμπού της ελληνικής κοινωνίας

Μέσα από την έρευνά του σε αρχεία που μέχρι σήμερα παραμένουν κλειστά ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης εξετάζει τα γεγονότα και τα πρόσωπα που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς κατακτητές σε μια πολύπαθη και αιματηρή για την Αθήνα περίοδο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το πρώτο μυθιστόρημα της Καλλιρρόης Παρούση μπήκε στα ευπώλητα από στόμα σε στόμα

Βιβλίο / Το πρώτο μυθιστόρημα της Καλλιρρόης Παρούση μπήκε στα ευπώλητα από στόμα σε στόμα

Το Λίγα Λόγια για μένα της Καλλιρρόης Παρούση είναι ένα μυθιστόρημα με ποιητικό λόγο που το νεανικό κοινό το ανακάλυψε μέσω word of mouth. Και όπως λέει και ένας φίλος της «ένα καλό βιβλίο είναι σαν μία νάρκη, δεν ξέρεις σε ποιανού την ψυχή θα σκάσει».
M. HULOT
Γκαζμέντ Καπλάνι «Με λένε Ευρώπη»

Το πίσω ράφι / «Με λένε Ευρώπη»: Το βιβλίο ενός Αλβανού μετανάστη για τις περιπέτειές του στην Ελλάδα

Ο Γκαζμέντ Καπλάνι εναλλάσσει την εμπειρία του στην Ελλάδα με τις μικρές οδύσσειες ανθρώπων που άφησαν πίσω την πατρίδα τους, σε ένα βιβλίο που κινείται διαρκώς μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας και καταπιάνεται με το ανεξάντλητο θέμα της μετανάστευσης και της ταυτότητας.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Ο Larry Gus διάβασε τον «Οδυσσέα» του Τζόις περπατώντας τους δρόμους της Αθήνας

The Book Lovers / Ο Larry Gus διάβασε τον «Οδυσσέα» του Τζόις περπατώντας τους δρόμους της Αθήνας

O Νίκος Μπακουνάκης συζητά με τον μουσικό και συνθέτη Larry Gus, aka Παναγιώτη Μελίδη, για τα βιβλία που επηρέασαν τη μουσική του. Πρόκειται για έναν εντελώς ιδιοσυγκρασιακό αναγνώστη.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
«Μέχρι τον Αύγουστο»: Το ‘χαμένο’ μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έπρεπε να παραμείνει χαμένο

Βιβλίο / «Μέχρι τον Αύγουστο»: Το «χαμένο» μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έπρεπε να παραμείνει χαμένο

Το βιβλίο προσφέρει στιγμιαίες απολαύσεις, αλλά είναι ολοφάνερα ημιτελές και πολλά σημεία του μοιάζουν τόσο κακογραμμένα που καθιστούν απολύτως κατανοητή την επιθυμία του συγγραφέα να μην εκδοθεί ποτέ.
THE LIFO TEAM
Ο σουρεαλιστικός «συντε(λο)γοτεχνικός» κόσμος του Αχιλλέα ΙΙΙ

Βιβλίο / Ο σουρεαλιστικός «συντε(λο)γοτεχνικός» κόσμος του Αχιλλέα ΙΙΙ

Ο βραβευμένος συγγραφέας που μόλις κυκλοφόρησε τη συλλογή διηγημάτων του με τον διφορούμενο τίτλο «Τέλος Πάντων» εξηγεί, μεταξύ πολλών άλλων, γιατί τον απασχολούσε συνέχεια το τέλος του κόσμου, σε σημείο που του έγινε εμμονή.
M. HULOT
Πέρα από τις Ακυβέρνητες πολιτείες: O Τσίρκας, ο Σεφέρης, ο Κοτζιάς και η Χούντα του 1967

Lifo Mini – Series / Πέρα από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες: O Τσίρκας, ο Σεφέρης, ο Κοτζιάς και η Χούντα του '67

H Κωνσταντίνα Βούλγαρη σκιαγραφεί την προσωπικότητα του Στρατή Τσίρκα, μιλά για τη φιλία του με τον Σεφέρη, την πολιτική του δράση μέσα στη Δικτατορία, αλλά και για το πώς έπεισε τον Παύλο Ζάννα να μεταφράσει Προυστ, μέσα στη φυλακή. Στο podcast ακούγονται για πρώτη φορά αποσπάσματα από διάλεξη που είχε δώσει ο Σ. Τσίρκας μαζί με τον Α. Kοτζιά.
THE LIFO TEAM
Σέρχιο Πιτόλ «Συζυγική ζωή»

Το Πίσω Ράφι / «Η συζυγική ζωή»: Η απολαυστική σάτιρα του Σέρχιο Πιτόλ για τις δηλητηριασμένες σχέσεις

Μέσα από τις απέλπιδες προσπάθειες μιας γυναίκας ν’ απαλλαγεί οριστικά από τον άπιστο σύζυγό της, με τη λοξή και ειρωνική ματιά του, ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους Λατινοαμερικανούς συγγραφείς μεταμορφώνει σε φάρσα αυτό που άλλοι θα έβλεπαν ως τραγωδία.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Paul Lynch

Βιβλίο / Paul Lynch: «Υπάρχουν συγγραφείς που παίζουν στο κέντρο του γηπέδου, εγώ παίζω στα άκρα»

Ο πέμπτος Ιρλανδός συγγραφέας που παίρνει το Booker εξηγεί στη Βένα Γεωργακοπούλου γιατί στην Ιρλανδία βγαίνουν τόσο σημαντικά βιβλία, περιγράφει πως σε μια λαϊκή σχολίασαν το βραβευμένο βιβλίο του ως «πολύ μαύρο» και πως αν καθόταν να γράψει κάτι για να κερδίσει, αυτό δεν θα ήταν το «Τραγούδι του προφήτη».
ΒΕΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Nανά Δαρειώτη: «Ε. Ζολά, Κ. Μπλίξεν και Ε. Βουτσινά - Οι συγγραφείς που θα με συνδέουν πάντα με την κουλτούρα του φαγητού»

The Book Lovers / «Ο Ζολά, η Μπλίξεν και η Βουτσινά θα με συνδέουν πάντα με την κουλτούρα του φαγητού»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με την δημοσιογράφο γεύσης Νανά Δαρειώτη για όλα εκείνα τα βιβλία που την διαμόρφωσαν αλλά και για τα αστυνομικά μυθιστορήματα που την ξαναέβαλαν στον κόσμο της ανάγνωσης μετά από μια βασανιστική περίοδο long covid που πέρασε τελευταία.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ