Ένα ανελισσόμενο δράμα πολυφωνικής υφής

Ένα ανελισσόμενο δράμα πολυφωνικής υφής Facebook Twitter
0

Ένα ανελισσόμενο δράμα πολυφωνικής υφής Facebook Twitter
Η νεοελληνική άποψη για το μυθιστόρημα, ειδικά εκείνων που τo ασκούν διά βίου, μοιάζει με έναν γόρδιο δεσμό που ενδέχεται να λύνεται θεωρητικά, αλλά διά της λογοτεχνικής γραφής στομώνει και μένει στα μισά του δρόμου, για να μην πούμε ότι συχνά καταλήγει σε παρωδία και διαστρέβλωση. Αντίθετα, το διήγημα –που βιαστήκαμε να το υπερβούμε, διότι δεν χαρίζει δόξα ούτε μεγάλα δράματα– άφησε θαυμαστές περιπτώσεις «διηγηματογράφων», που υπερτερούν κατά πολύ των «μυθιστοριογράφων» του ’30, και φυσικά των σημερινών. Ασφαλώς, η σύγκριση του διηγήματος με το μυθιστόρημα δεν σχετίζεται (ειδικά...) με την κατοχή κάποιας τεχνικής, με την ταξική δομή μιας κοινωνίας ή με την ατελέσφορη δημιουργικότητα κάποιου ντόπιου «ψιλο-μπαλζάκ» που ξέπεσε.

Απεναντίας, η μεγάλη πόλη (είτε είναι το Παρίσι αυτή, είτε το Λονδίνο, είτε η Πετρούπολη και η Μόσχα, είτε το Δουβλίνο και το Μπουένος Άιρες) χρησιμεύει πάντα ως κατάλληλος διάκοσμος. Μπορεί η πλοκή να είναι εκ των ων ουκ άνευ, οι χαρακτήρες απολύτως απαραίτητοι, τα ανέκδοτα συχνά και γραφικά, οι περιπέτειες πολύτιμες ως υπόβαθρο, ο αφηγητής συχνά να επέχει θέση αφηγηματικού Θεού, με τη διαφορά ότι ουδεμία τυπική προϋπόθεση εξασφαλίζει την επιτυχία του μυθιστορήματος.

Για παράδειγμα, στη δική μας γλώσσα το μυθιστόρημα δεν απέδωσε τα αναμενόμενα για τον απλούστατο λόγο ότι ως μυθιστόρημα πλασαρίστηκε ένα νόθο είδος μεγεθυμένου διηγήματος ή λαϊκής αφηγήσεως περιπετειών χωρίς φιλοδοξίες μεγάλων προσώπων ή συμβάντων.

Η Νίκη Αναστασέα, προφανώς, ανήκει στην εκλεκτή κλίκα των προικισμένων γυναικών που έδωσαν κανονική μάχη με αυτό το πρόβλημα και, τηρουμένων των αναλογιών, με τους διηγηματογράφους και κατόρθωσαν να δείξουν ότι η αφήγηση μπορεί να γίνει κυκλική (όπως στο έξοχο Αυτή η αργή μέρα προχωρούσε) και η λαϊκότητα να μην ξεπέσει σε συλλογή ανεκδότων.

Με άλλα λόγια, υποστήριξαν μια αφήγηση που σώζει τα πρόσωπά της και συνάμα σώζεται από αυτά μέσα σε κλίμα αμοιβαίας υποστηρίξεως. Για να γίνουμε, μάλιστα, πιο συγκεκριμένοι, θα λέγαμε ότι η υπόθεση του βιβλίου δεν θα μπορούσε να αποδώσει τα δέοντα, αν η αφηγηματική φωνή ήταν μία και μοναδική.

Οπότε, κατατεμαχίζοντας δεξιοτεχνικά τις επιμέρους αφηγήσεις, που ενίοτε θυμίζουν εξομολογήσεις εν βρασμώ, έχουμε ένα ανελισσόμενο δράμα πολυφωνικής υφής με φιλοδοξίες μυθιστορηματικής τάξεως.

Το περιπαθές, σκοτεινό και θυσιαστικό συναίσθημα αποτελεί για την Αναστασέα όχι μόνο πηγή αυθεντικής δραματικότητας αλλά και ένα είδος μυήσεως και απογνώσεως που χαντακώνει ή στεφανώνει τα πρόσωπα. Ακόμα και η αφηγηματική τους ονομασία είναι περιγραφική του χαρακτήρα: «Ο άντρας που μιλούσε για τον

Νότο», «Η γυναίκα που περίμενε», «Το κορίτσι που είχε έναν άσο», «Το αγόρι που αγαπούσε ένα κορίτσι». Έτσι, το κεντρικό συμβάν του βιβλίου (ο φόνος ενός αστυνομικού από τον Στέλιο, τον αλητο-ερωμένο της Ηλέκτρας) θα το δούμε να μετακυλίεται εξακολουθητικά σε όλο το μήκος της αφήγησης, συμπαρασύροντας τη ζωή των δυο γονιών (του Στέφανου και της Πέρσας) και των άλλων προσώπων της οικογένειας, που δεν μπορούν να ζήσουν με τη σκέψη ότι η Ηλέκτρα είναι προφυλακισμένη (όχι ως συνεργός σε φόνο αλλά ως αρνούμενη να καταθέσει σε βάρος του Στέλιου).

Η μαστοριά στις προσωπογραφίες έχει ένα μυστικό: κάθε πρόσωπο ζει περισσότερο με αυτό που του λείπει παρά με εκείνο που κατέχει. Γενικά, σε όλο το μάκρος της αφήγησης αυτό που κάνει παιχνίδι είναι η χαμένη «ζωή», ένα είδος τιμωρίας που δεν φτάνει ως τον θάνατο, αλλά, παρά ταύτα, σημαδεύει δραματικότατα το κάθε πρόσωπο. Ο αναγνώστης, ήδη από την πρώτη κιόλας σελίδα, θα πρέπει να οικειωθεί τις εξομολογήσεις, όντας –λογοτεχνικά μιλώντας–ένας εκλεκτός παρείσακτος. Ωτακουστής, ματάκιας, αόρατος και, παρ’ όλα αυτά, μέρος του δράματος. Ουσιαστικά, έχουμε να κάνουμε με μια «υιοθεσία» του αναγνώστη στα τεκταινόμενα που επιτυγχάνει όσο περνάει απαρατήρητη.

 

Ακούμε, λοιπόν, τον «άντρα που μιλούσε για τον Νότο»: «“Θέλω να μείνω μόνος”, της λέω. Η άλλη, που εκείνη τη στιγμή κράταγε ένα ρούχο κι ετοιμαζόταν να το βάλει, σταματάει όπως είναι, με το κομπινεζόν και το ρούχο στο χέρι, και με κοιτάζει. Περιμένω λίγο και μετά παίρνω φόρα και της λέω και τα υπόλοιπα. “Δεν αντέχω”, της λέω, “από τότε που δεν είναι πια εδώ, κάθε φορά που ανοίγω την εξώπορτα, κάθε φορά που ανεβαίνω τη σκάλα και περνάω μπροστά από το δωμάτιό της και ξέρω ότι δεν είναι μέσα και ότι δεν θα είναι μέσα ούτε αύριο ούτε μεθαύριο ούτε την άλλη, εκείνη τη στιγμή θέλω να τα μαζέψω και να φύγω. Να κουτρουβαλήσω τις σκάλες, να ανοίξω την πόρτα και να βγω στους δρόμους τρέχοντας. Μπορεί να είναι υπερβολή”, της λέω, “το παραδέχομαι, αλλά εδώ”, της λέω, και της δείχνω τα χέρια μου, “δεν έχω τίποτα. Κι αυτό με τρελαίνει”. Κάνει μια κίνηση, αλλα δεν την αφήνω να μιλήσει. “Όχι εσύ”, της λέω. “Τι φταις εσύ;

Εγώ... Τις νύχτες”, της λέω, “πέφτει το ταβάνι και με πλακώνει. Όπως ήρθαν τα πράγματα, μου είναι αδύνατον να μείνω εδώ άλλο. Μπορείς να το καταλάβεις, έτσι δεν είναι; Δώσε μου λίγο χρόνο”, της λέω, “λίγο χρόνο, σε παρακαλώ”».

Προφανώς, οι δυο γονείς σκέφτονται τη θυγατέρα στη φυλακή και μοιάζουν με ισοβίτες εκτός φυλακής. Αν η συντριβή για τον εγκλεισμό της κόρης ήταν το μόνο μαράζι, θα είχαμε μια πεζή ιστορία με τα γνωστά συμπαρομαρτούντα.

Ωστόσο, η Αναστασέα –πολύπειρη στην πλοκή– καθώς οι δύο συζυγοι αλληλοκοιτάζονται, βάζει τον άντρα να λέει την πολύτιμη φράση: «Τριάντα πέντε χρόνια το ίδιο βλέμμα». Πράγματι, το συζυγικό τους δράμα αφορά την κόρη, αλλά και πριν γεννηθεί η κόρη είχε ξετυλιχθεί μια ιστορία μεταξύ τους, που τη μαθαίνουμε στο «πίσω» μέρος του βιβλίου. Με άλλα λόγια, η αφήγηση εκτυλίσσεται σαν μια παρτίδα σκάκι –και στις πιο ρηχές στιγμές σαν μια παρτίδα τάβλι–, όπου ο χρόνος είναι το πολύτιμο υλικό.

Ο ενεστώτας της οριστικής, όπως ξέρουμε, δεν είναι ο κυρίαρχος χρόνος των μυθιστοριογράφων, διότι άνευ αορίστου το κείμενο δεν αποκτά βαθύτητα και άνεση. Επ’ αυτού, η Αναστασέα βρίσκει καταφύγιο σε έναν ενεστώτα της καθημερινής ζωής (κρατάει, είμαστε στην κουζίνα, κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά), τον οποίο όμως αξιοποιεί απρόσκοπτα για να διηγηθεί τόσο ενεστώτα συμβάντα όσο και παρωχημένα. Με διάθεση αορίστου χρόνου συχνά τα πρόσωπα –όπως κι εμείς, άλλωστε– καταφεύγουν στον ενεστώτα, που παρευθύς τον τρώει ο χρόνος. Λέει ο «άντρας που μιλούσε για τον Νότο» στη «Γυναίκα που περίμενε»: «Τότε πίστευα πως ο κόσμος είναι... πως έχει... πώς να στο περιγράψω; Ότι κάπου υπάρχει ένα ξέφωτο, ενώ τώρα ξέρω ότι υπάρχουν μονάχα λάσπες, ένας καταραμένος λασπότοπος που τον σιχαίνομαι. Και πιο πολύ απ’ όλα σιχαίνομαι τον εαυτό μου. Αυτό σκεφτόμουνα κι έπειτα σκέφτηκα κι εσένα και αναρωτήθηκα γιατί έμεινες. Τι ζωή μπορείς να κάνεις κοντά μου; Τι ζωή να κάνεις, Πέρσα, με έναν άνθρωπο που σιχαίνεται τον εαυτό του;».

Άρα, ο ενεστώς χρόνος που παιδεύει την αφηγήτρια είναι δάνειο θεατρικό, καθότι στη σκηνή ο αόριστος υπονομεύεται από την ένσαρκη παρουσία των προσώπων. Άλλωστε, για να θυμηθούμε έναν συγγραφέα που αρέσει ιδιαίτερα στην Αναστασέα, αν ανοίξουμε τυχαία τους Σαρτόρις, μόνο αορίστους συναντάμε: «Το πρωινό κύλησε αργά. Κάπου ένα ρολόι χτύπαγε τα τέταρτα της ώρας, αλλά, εκτός απ’ αυτό, δεν υπήρχε κανένας άλλος ήχος μέσα στο σπίτι. Η δουλειά του Σίμωνα στο ισόγειο είχε πάψει εδώ και πολλή ώρα, αλλά ένα βουητό από φωνές φτάνανε ως εκείνη κατά διαστήματα από κάπου, ψιθυριστές κι αξεχώριστες». Ενώ οι ήρωες τρώνε «παρόν» για να επιβιώσουν, περίπου σαν την ανάσα, κάθε παρόν μεταπίπτει παρευθύς

σε παρελθόν, κουβαλώντας στις πλάτες του τον αόριστο.

 

Επιβάλλεται να μιλήσουμε και για την ακριβή φρασεολογία της αφηγήτριας, που σχεδόν σε κάθε σκηνή του έργου γεννάει κυριολεκτικά τη φράση-κλειδί.

«"Αφού θέλεις", της λέω, "να τα ακούσεις, άκου τα". Και βάζω τις φωνές. Δηλαδή, δεν φώναζα, ακριβώς το αντίθετο, μίλαγα όσο πιο σιγά μπορούσα, μέσα μου όμως ούρλιαζα και ξέρω ότι με άκουγε».

« Έτσι κάνουν οι αδύνατοι, στην αρχή ζαρώνουν και μετά ξεφωνίζουν».

«Αναρωτιέμαι πώς μπορεί να φτιαχτεί το μέλλον από ένα παρόν τόσο άθλιο...».

« Πώς έγινε έτσι αυτή η πόλη; Πώς ασχήμυνε η ψυχή της;».

«Πώς το έλεγε η Πελαγία; Στο κεφάλι μας βρίσκονται οι άλλοι, εμείς βρισκόμαστε στην καρδιά μας».

«Γύρισε τα χαράματα. Μετά δεν ξαναμιλήσαμε. Και τι να πούμε; Δέκα χιλιάδες λέξεις ήταν λίγες και τρεις περίσσευαν».

Βιβλίο
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μ. Αναγνωστάκης «Η χαμηλή φωνή»

Το πίσω ράφι / Μανόλης Αναγνωστάκης: «Τι μένει λοιπόν από τον ποιητή, αν μένει τίποτα;»

Τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη της δημοσίευση, η προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη «Χαμηλή Φωνή» παρουσιάζεται στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, υπενθυμίζοντας τους θεωρούμενους ήσσονες ποιητές μας, όσους έμειναν έξω από κάθε μορφής υψηλή ποίηση.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες…

Βιβλίο / Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες

Προδημοσίευση από τα «Αδημοσίευτα», το νέο βιβλίο του Νίκου Χασαπόπουλου, όπου ο έμπειρος πολιτικός συντάκτης αποκαλύπτει ιστορίες και παρασκήνια που διαμόρφωσαν την πολιτική ζωή της χώρας.
THE LIFO TEAM
Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Βιβλίο / Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Ένας από τους ελάχιστους διανοούμενους στη χώρα, που υπήρξε προνομιακός συνομιλητής του Παπαγιώργη και του Λορεντζάτου. Το τελευταίο του βιβλίο «Το πνεύμα και το τέρας» συνιστά μια ανανέωση του δοκιμιακού λόγου στην Ελλάδα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Για τον Ομάρ Καγιάμ

Ποίηση / «Πίνε, και μη θαρρείς κουτέ, και συ πως είσαι κάτι»: Τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ

Πεθαίνει σαν σήμερα το 1131 ο μεγάλος Ιρανός ποιητής που έγραψε αριστουργηματικά ποιήματα για τη ματαιότητα των πραγμάτων, τη μεγαλοσύνη της στιγμής και το νόμο του εφήμερου.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΤΑΜΟΝ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Το πίσω ράφι/ Μαρία Πάουελ «Δεσμά αίματος»

Το πίσω ράφι / «Η ευλογία αλλά και η κατάρα που είναι η οικογένεια»

Η Μαρία Πάουελ, με τη νουβέλα της «Δεσμά αίματος», ζωντάνεψε μια βυθισμένη στη μοναξιά και κυριευμένη από πάθος γυναίκα χωρίς να μαρτυρήσει ούτε ένα από τα εξωτερικά της χαρακτηριστικά, κι εξερεύνησε ένα θέμα που ίσως δεν θα πάψει ποτέ να μας ταλανίζει, την οικογένεια.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
«Από τότε που με έφεραν εδώ, έχω πειστεί ότι έχω πεθάνει»

Βιβλίο / «Από τότε που με έφεραν εδώ, έχω πειστεί ότι έχω πεθάνει»

Το πρωτότυπο science fiction μυθιστόρημα «Οι υπάλληλοι» της Δανής Όλγκα Ράουν κερδίζει υποψηφιότητα για Booker, προβλέποντας εικόνες από τη ζωή αλλόκοτων υπαλλήλων στο μέλλον, βγαλμένες από το πιο ζοφερό παρόν.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ευάρεστος Πιμπλής: «Η ηδονή σήμερα τρομάζει – και αυτό λέει πολλά για εμάς»

Βιβλίο / Ευάρεστος Πιμπλής: «Η ηδονή σήμερα τρομάζει και αυτό λέει πολλά για εμάς»

Ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας μιλά στη LiFO με αφορμή το βιβλίο του «Πέρα από τη συναίνεση» για μερικά από τα πιο δύσκολα ζητήματα της εποχής: τη βία μέσα στη φαντασίωση, τον νέο πουριτανισμό, τα όρια της επιθυμίας και την εύθραυστη, συνεχώς μεταβαλλόμενη έννοια του τι σημαίνει να είσαι άνδρας σήμερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μοντ Ρουαγιέ: «Πού θα βρίσκονται σε δέκα χρόνια όλοι αυτοί που μας επιτίθενται;»

Lgbtqi+ / Μοντ Ρουαγιέ: «Πού θα βρίσκονται σε δέκα χρόνια όλοι αυτοί που μας επιτίθενται;»

Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο «Τρανσφοβία» που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, η τρανσφεμινίστρια Μοντ Ρουαγιέ επιχειρεί να καταγράψει τη νέα πραγματικότητα για την τρανς συνθήκη και τα τρανς δικαιώματα.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
H παλιά Εθνική Βιβλιοθήκη ανοίγει ξανά τις πύλες της

Αποκλειστικές φωτογραφίες / Η παλιά Εθνική Βιβλιοθήκη ανοίγει ξανά τις πόρτες της

Η LiFO μπήκε στο ιστορικό Βαλλιάνειο Μέγαρο το οποίο, μετά την ολοκλήρωση των αναγκαίων εργασιών αποκατάστασης και συντήρησης, θα υποδεχθεί ξανά το κοινό στις αρχές του 2026.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Gaslighting»: Είναι όλα στο μυαλό σου!

Βιβλίο / «Gaslighting»: Είναι όλα στο μυαλό σου!

Τι είναι το gaslighting; Το επίκαιρο και διαφωτιστικό δοκίμιο της Kέιτ Άμπραμσον αποτελεί μια διεξοδική, εις βάθος ανάλυση ενός όρου που έχει κατακλύσει το διαδίκτυο και την ποπ κουλτούρα και χρησιμοποιείται πλέον ευρέως.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Το woke στο «καναβάτσο»

Βιβλίο / Τι είναι τελικά το woke; Δύο βιβλία εξηγούν

Δύο αξιόλογα βιβλία που εστιάζουν στην πολυσυζητημένή και παρεξηγημένη σήμερα woke κουλτούρα κυκλοφόρησαν πρόσφατα στα ελληνικά, εμπλουτίζοντας μια βιβλιογραφία περιορισμένη και μάλλον αρνητικά διακείμενη.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σκοτ Φιτζέραλντ «Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ»

Το πίσω ράφι / «Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ». Ένα αριστούργημα. Δίχως υπερβολή

O Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ ζωντανεύει την εκλεπτυσμένη βαρβαρότητα της αμερικανικής αστικής τάξης, το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου και μαζί τη διάλυση μιας κολοσσιαίας ψευδαίσθησης.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Η Έλεν ντε Γουίτ έγραψε τον «Τελευταίο Σαμουράι». Χρειάστηκε 25 χρόνια για το νέο της βιβλίο

Βιβλίο / Η Έλεν ντε Γουίτ έγραψε τον «Τελευταίο Σαμουράι». Χρειάστηκε 25 χρόνια για το νέο της βιβλίο

Η μυθιστορηματική περίπτωση της Ντε Γουίτ αποδεικνύει ότι οι καλοί συγγραφείς πάντα δικαιώνονται. Και το βιβλίο της «Οι Άγγλοι καταλαβαίνουν το μαλλί», τη σπάνια ευφυΐα της.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Μαρία Μήτσορα «Ζήτα Ήτα Θήτα»

Προδημοσίευση / Μαρία Μήτσορα «Ζήτα Ήτα Θήτα»

Μια αποκλειστική πρώτη δημοσίευση από το εν εξελίξει βιβλίο «Ανθός ΜεταΝοήματος» της Μαρίας Μήτσορα, μιας αθόρυβης πλην σημαντικότατης παρουσίας στην ελληνική λογοτεχνία, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη μέσα στο 2026.
THE LIFO TEAM
«Πώς αλλάζει κανείς, πώς φτάνει σε σημείο να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του»

Το πίσω ράφι / «Πώς αλλάζει κανείς, πώς φτάνει σε σημείο να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του»

Το μυθιστόρημα «Δαμάζοντας το κτήνος» της Έρσης Σωτηροπούλου είναι χτισμένο στην εικόνα της «μοναξιάς που μοιράζονται πολλοί άνθρωποι μαζί». Επανεκδίδεται σε λίγες μέρες από τον Πατάκη.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ