ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

Ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθετεί Γιον Φόσσε.

Ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθετεί Γιον Φόσσε. Facebook Twitter
0

Ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν στην επίδραση του φυσικού χώρου στη διαμόρφωση των ειδικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών χωρών κι ανθρώπων – και δη στην κατά Φερνάν Μπρωντέλ «mentalité», και στο φαντασιακό, της Μεσογείου. Γι’ αυτό το έργο του Νορβηγού Γιον Φόσσε Παραλλαγές Θανάτου με άφησε παγερά αδιάφορη.

Ο Γιον Φόσσε είναι ο δεύτερος πιο γνωστός Νορβηγός συγγραφέας μετά τον Ίψεν. Κατά περίεργο τρόπο (για μένα και για αρκετούς άλλους στους οποίους το θέατρό του δεν μπορεί να «μιλήσει»), το θέατρό του ενδιαφέρει κι έχει μεταφραστεί και παρουσιαστεί σε πολλές χώρες του κόσμου. Στην Ελλάδα έχουμε δει ουκ ολίγα έργα του: Το Παιδί, Χειμώνας, Κοιμήσου, γλυκό μου παιδάκι, Είμαι ο άνεμος, Κάποιος θα ’ρθει, Σουζάνα και πιθανόν και άλλα που μου διαφεύγουν. Τώρα στο θέατρο Πορεία παρουσιάζονται οι Παραλλαγές Θανάτου (2001) σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, έργο το οποίο λειτουργεί ως απόδειξη αυτού που ο ίδιος ο συγγραφέας έχει πει: «Η γραφή μου έχει περισσότερη σχέση με τη νύχτα παρά με τη μέρα. Ιδίως με το φως της νύχτας». Προφανώς εννοεί το αρρωστημένο φως του ήλιου του μεσονυχτίου που επικρατεί στη Νορβηγία για μια μεγάλη περίοδο του χρόνου.

Στις Παραλλαγές Θανάτου επανέρχονται οι βασικές θεματικές εμμονές του Φόσσε: ο θάνατος στις διαφορετικές του μορφές, η απώλεια, το εγγενές έλλειμμα στις σχέσεις και στην επικοινωνία. Τα έξι πρόσωπα είναι στην πραγματικότητα τέσσερα: ένα ζευγάρι (που «διπλασιάζεται» για να καλύψει διαφορετικές εποχές της σχέσης), η κόρη τους κι ένας «φίλος» της, κάτι σαν προσωποποίηση του Θανάτου-ως-διαφθορέα. Η κόρη, γυναίκα πια, αυτοκτονεί, ξαναφέρνοντας για λίγο κοντά τους χωρισμένους γονείς της. Το μοιραίο γεγονός φωτίζεται από τρεις χονδρικά φάσεις του ζευγαριού: την πρώτη, όταν ο έρωτας είναι ζωντανός (αλλά η εγκυμοσύνη ανεπιθύμητη), τη δεύτερη, όταν το ζευγάρι χωρίζει και την τρίτη, που αφορά την πολύ μεγαλύτερη διάρκεια της πλήρους αποξένωσης των τριών προσώπων. Κατά τη δεύτερη και τρίτη φάση διαμορφώνεται και τελειούται το αυτοκτονικό προφίλ του παιδιού: μοναχικό και αδύναμο να βρει χαρά στις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, σταδιακά γοητεύεται και εν τέλει παραδίδεται στην «ηδονή του μεγάλου ύπνου».

 

Ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθετεί Γιον Φόσσε. Facebook Twitter

Η υπόθεση είναι σχηματική, υποτυπώδης, το λεξιλόγιο των διαλόγων απολύτως περιορισμένο, ο λόγος ελλειπτικός, με μικρές προτάσεις που επαναλαμβάνονται. Η επανάληψη είναι βασικό στοιχείο του ρυθμού και πράγματι η σύνθεση του έργου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μουσική, αν ο συγγραφέας δεν κατέφευγε τόσο επίμονα στην άρνηση και την αντίθεση, ακόμα και στην κοινοτοπία, για να δείξει την επικοινωνιακή αδυνατότητα. Ακούμε π.χ.: «Στεκόμαστε εκεί πάντα / Και δεν στεκόμαστε εκεί ποτέ / Κι αυτό είναι λίγο καλό / Και λίγο κακό» ή «Δεν έχει καμιά σημασία τι κάνουμε και τι δεν κάνουμε». Άρνηση του λεκτικού νοήματος, ταυτολογίες και κοινοτοπίες (όπως όταν η γυναίκα λέει «Είναι πολύ αργά» κι ο άνδρας της απαντά «Για όλα είναι πολύ αργά» ή όταν το ένα πρόσωπο σχολιάζει «Όλαείναιτόσοαβέβαια» και το άλλο συμπληρώνει «Έτσι είναι όμως η ζωή») συνιστούν την κατά Φόσσε «ποιητικότητα» της δραματουργίας.

Το στυλ αυτό το υιοθετεί και στις συνεντεύξεις του, όταν δηλώνει: «Γράφοντας για τη ζωή, την ίδια στιγμή γράφεις για τον θάνατο» ή «Ως άνθρωπος δεν είμαι ούτε αισιόδοξος ούτε απαισιόδοξος» (από συνέντευξη στην Ι. Κλεφτόγιαννη, «Ελευθεροτυπία», 14.10.2009). Δεν κρύβει, άλλωστε, την πρόθεσή του: «Όταν γράφω αισθάνομαι πως γράφω για τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, κυρίως για τα κενά ανάμεσά τους. Κατά κάποιον τρόπο αυτό που κάνω είναι να καταγράφω αυτά τα κενά διαστήματα και ό,τι περιέχουν. Και περισσότερο από το να καταγράφω τα κενά, νιώθω ότι καταγράφω αυτό που υπάρχει στο κενό και δεν του ανήκει από καμιά άποψη, ούτε ορατή ούτε συγκεκριμένη. Η λέξη “παύση” είναι, νομίζω, η πιο σημαντική λέξη στα έργα μου» (από το πρόγραμμα της παράστασης Το Παιδί, Πειραματική Σκηνή Τέχνης, 2003). Εντάξει, ζούμε την εποχή που η συμβατική Λογική έχει αναιρεθεί από τις κβαντικές θεωρίες, αλλά, όπως και να το κάνεις, το κενό δεν καταγράφεται και η παύση είναι τρόπος, όχι λόγος. Θέατρο με τέτοιες φιλοδοξίες υφίσταται μόνο ως… χορός.

 

Εκτός του ότι πρέπει να είναι το έργο με τις περισσότερες αρνητικές προτάσεις που έχω δει ποτέ, οι Παραλλαγές Θανάτου μου προκάλεσαν δυσανεξία και για δύο ακόμα λόγους. Πρώτα για τη συσχέτιση του χωρισμού των γονιών με την αυτοκτονία του παιδιού. Αλλά ένα στα τρία ζευγάρια χωρίζει – τα παιδιά ενίοτε παρουσιάζουν ψυχολογικές εμπλοκές, πάντως δεν αυτοκτονούν.

Κατά δεύτερον, για την πεισιθάνατη «ωραιοποίηση» της αυτοχειρίας που παρουσιάζεται σχεδόν σαν σεξουαλική αποπλάνηση! Η κοπέλα λέει: «Κι εκεί μέσα / στονμεγάλο φωτεινόύπνο / στο σκοτάδι εκεί / στοφωτεινό σκοτάδι εκεί / βρήκαμε (σύντομηπαύση) / βρήκαμετη μεγάληηδονή / τηνηδονήτουμεγάλου ύπνου». Προτιμώ τον στίχο του Ελύτη (από τη «Μαρία Νεφέλη») που λέει: «Είναι αγένεια να κάνεις του Χάρου χειροφιλήματα».

Στην παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά η παγερότητα του κειμένου (στην οποία εγώ τουλάχιστον διακρίνω τη φυσική και ψυχολογική δυστοπία των ανθρώπων του Βορρά) επιτείνεται με το παγωμένο σκηνικό της Μάρως Μιχαλακάκου, ένα παγοδρόμιο: όλα τα πρόσωπα (το ζευγάρι στις διαφορετικές ηλικιακές φάσεις του, ήτοι η Λυδία Φωτοπούλου και ο Νίκος Καραθάνος, η Μαρία Πρωτόπαππα και ο Γιάννος Περλέγκας), ντυμένα στα λευκά (!), κινδυνεύουν να σωριαστούν, εκτός από την κοπέλα και τον Θάνατο (Χρήστο Λούλη) που ρολάρουν με άνεση στη λευκή επιφάνεια. Όμορφη, με τη σέξι στολή μιας αθλήτριας του καλλιτεχνικού πατινάζ, η Άλκηστις Πουλοπούλου δεν ήταν αρκετά πειστική στον ρόλο της νεαρής που αυτοκτονεί, παραδομένη στη γοητεία του θανάτου. Η ίδια η κίνηση του ρολαρίσματος έχει άνοιγμα, χαρά, επιθυμία αποδέσμευσης απ’ ό,τι καθηλώνει. Η όψη και κίνησή της φώναζε πόθο ζωής, όχι θάνατο.

Κατά τ’ άλλα, τα χαρακτηριστικά του λόγου δεν επέτρεψαν καμιά σπουδαία ερμηνεία από τους καλούς ηθοποιούς της διανομής. Άλλωστε, ο συγγραφέας, που είναι και μουσικός, το έχει πει: «Οι ήρωές μου είναι περισσότερο “ήχοι” παρά “ψυχές”». Μάλιστα.

 

Γιον Φόσσε, Παραλλαγές Θανάτου

Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς

Πρωταγωνιστούν: Νίκος Καραθάνος, Χρήστος Λούλης, Γιάννος Περλέγκας, Άλκηστις Πουλοπούλου, Μαρία Πρωτόπαππα, Λυδία Φωτοπούλου

ΠΟΡΕΙΑ, Τρικόρφων 3-5 & 3ης Σεπτεμβρίου 69, Πλ. Βικτωρίας, 210 8210 991

Έως 02/03

Θέατρο
0

ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αργύρης Ξάφης: «Η φράση “πάμε κι ό,τι γίνει” είναι ενδεικτική μιας νοοτροπίας που μας έχει γαμήσει σε αυτή τη χώρα σε κάθε επίπεδο»

Θέατρο / Αργύρης Ξάφης: «Να μου προτείνουν τι; Να αναλάβω το Εθνικό; Δεν με ενδιαφέρει»

Το «Πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος» είναι από τις πιο επιτυχημένες παραστάσεις της σεζόν και με την ευκαιρία βρεθήκαμε με τον Αργύρη Ξάφη στο θέατρο Θησείο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τι συμβαίνει με το Θεατρικό Μουσείο;

Θέατρο / Τι συμβαίνει με το Θεατρικό Μουσείο;

Η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, μιλά για τις εργασίες μεταστέγασής του στην οικία Αλεξάνδρου Σούτσου, για την πολύτιμη αρχειακή συλλογή αλλά και για το τι αναμένεται να γίνει με τα καμαρίνια σπουδαίων ηθοποιών.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Περιμένοντας τον Γκοντό του Θεόδωρου Τερζόπουλου

Θέατρο / «Περιμένοντας τον Γκοντό»: Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος ανατρέπει όσα γνωρίζαμε για το αριστούργημα του Μπέκετ

Ένα ταξίδι, μια παράσταση, μια συνάντηση με τον σημαντικότερο εν ζωή Έλληνα σκηνοθέτη: από το Μιλάνο στην Αθήνα, από το Piccolo Teatro στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Θεόδωρου Τερζόπουλου προσφέρει μια ριζοσπαστική ανάγνωση του έργου του Μπέκετ.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Σαν πλοίο που ναυάγησε, σα νούφαρο που μάδησε

Κριτική Θεάτρου / Σαν πλοίο που ναυάγησε, σαν νούφαρο που μάδησε

Επιχειρώντας να αποδώσει τη «φαινομενικά ασύνδετη μορφή ενός ονείρου που υπακούει στη δική του λογική», όπως αναφέρει ο Στρίνμπεργκ στο «Ονειρόδραμα», η Γεωργία Μαυραγάνη επέλεξε να μιλήσει για το ίδιο το θέατρο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
42' με τον Βασίλη Βηλαρά

Θέατρο / Βασίλης Βηλαράς: «Το θέατρο είναι ένα ομοφοβικό και χοντροφοβικό επάγγελμα»

Στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και στον «Καταποντισμό» ο ηθοποιός και σκηνοθέτης φέρνει στο φως μαρτυρίες από την γκέι Ελλάδα της Μεταπολίτευσης μέσα από επιστολές που στάλθηκαν στο περιοδικό ΑΜΦΙ, το πρώτο μέσο που άρθρωσε δημόσια λόγο στην Ελλάδα για την εμπειρία των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Καύσωνας: Το όνειρο και ο εφιάλτης του ελληνικού καλοκαιριού σε μια παράσταση

Θέατρο / Καύσωνας: Το όνειρο και ο εφιάλτης του ελληνικού καλοκαιριού σε μια παράσταση

Βασισμένος σε διηγήματα της Βίβιαν Στεργίου, μέσα από αποσπασματικές αφηγήσεις χαρακτηριστικών συμπεριφορών ντόπιων, τουριστών και expats, ο σκηνοθέτης Γιάννης Παναγόπουλος διερευνά τη μεταβατική φάση από τα ’90s μέχρι το 2020, μιλώντας για την πραγματικότητα της γενιά του -των millennials- στην παράσταση που ανεβαίνει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», μάγισσες και μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας

Θέατρο / «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», οι μάγισσες και οι μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας σε μια παράσταση

Με έμπνευση από τη θεσσαλική λαογραφία και σε σύγχρονη σκηνική φόρμα, ο Κωνσταντίνος Ντέλλας σκηνοθετεί μια παράσταση για τις αόρατες γυναίκες της παράδοσης, αποκαλύπτοντας την κοινωνική απομόνωση, τον παραγκωνισμό τους, ακόμα και την απόκρυψη του γυναικείου σώματος.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ράνια Σχίζα: «Να γουστάρεις, αυτό είναι το κέρδος. Μόνο έτσι προχωράς στη ζωή»

Θέατρο / Ράνια Σχίζα: «Να γουστάρεις, αυτό είναι το κέρδος. Μόνο έτσι προχωράς στη ζωή»

Μια ηθοποιός με λεπτές ποιότητες, εξαιρετικές συνεργασίες, επιμονή και πάθος μιλά για την επιλογή της να δώσει προτεραιότητα στην οικογένειά της σε πολλές φάσεις της καριέρας της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ένας λυκάνθρωπος πρωταγωνιστεί στη νέα, απίστευτη παράσταση του Ευριπίδη Λασκαρίδη

Θέατρο / Ένας λυκάνθρωπος πρωταγωνιστεί στη νέα, απίστευτη παράσταση του Ευριπίδη Λασκαρίδη

Ο τρόμος στο θέατρο και τον κινηματογράφο, η περίοδος γύρω από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο γερμανικός εξπρεσιονισμός, οι εικαστικές τέχνες, τα αμερικανικά μιούζικαλ και οι μεταμορφώσεις χωράνε στο «Lapis Lazuli» που ανεβαίνει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
M. HULOT