Το Centre Pompidou στο Παρίσι κλείνει αυτό το καλοκαίρι για την ανακαίνισή του, διαδικασία που υπολογίζεται να διαρκέσει μια πενταετία, ενώ η μόνιμη συλλογή του έχει ήδη μεταφερθεί. Οικοδεσπότης της τελευταίας μεγάλης έκθεσης του μουσείου, η οποία απλώνεται στην Βιβλιοθήκη του ιδρύματος και θα διαρκέσει μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, είναι ο 56χρονος σήμερα Wolfgang Tillmans, ο Γερμανός φωτογράφος που έγινε διάσημος φωτογραφίζοντας τη rave κουλτούρα και την γκέι νυχτερινή ζωή της δεκαετίας του 1990, και κέρδισε το βραβείο Turner το 2000. Με τίτλο «Τίποτα δεν μας είχε προετοιμάσει – Όλα μας είχαν προετοιμάσει», η έκθεσή του συνδυάζει στιγμιότυπα από εκείνες τις μεθυστικές ημέρες με εικόνες που επιχειρούν να δουν μέσα από το σκοτεινό γυαλί των τελευταίων ετών. Πρόκειται για την καλύτερη έκθεση της καριέρας του.
Πολύ πριν τα smartphones ξεκινήσουν να τραβάνε δισεκατομμύρια φωτογραφίες καθημερινά, ο Tillmans πόνταρε την τέχνη του στην απεικόνιση, με την απλή συσσώρευση και την φαινομενικά τυχαία προβολή, ενός κόσμου υπερφόρτωσης εικόνων. Οι φαινομενικά περιστασιακές φωτογραφίες του, που στην πραγματικότητα ήταν σχολαστικά χορογραφημένες, λανσαρίστηκαν σε περιοδικά μόδας και μουσικής όπως το i-D. Αναμνηστικά αυτού που το Pompidou αποκαλεί «μετασχηματιστικό πνεύμα» της δεκαετίας του 1990, δίνουν στην έκθεση μια νοσταλγική, σεξουαλική φόρτιση.
«Ό,τι κάνω έχει να κάνει με την επιλογή δειγμάτων, γιατί δεν μπορείς φυσικά να απεικονίσεις όλο τον κόσμο», λέει. «Πρέπει πάντα να βρίσκεις το όλον σε ακραίες λεπτομέρειες».
Απεικονίζοντας ανθρώπους χαλαρούς που διασκεδάζουν, ο Tillmans ήθελε να μεταδώσει «ένα είδος ελευθερίας που δεν εκφράζεται με ειλικρίνεια αλλού». Στην πραγματικότητα, τέτοιες εικόνες, με τον επιτηδευμένο αυθορμητισμό τους, είναι τελειοποιημένες εκδοχές των ανεπίσημων φωτογραφιών που όλοι μας ήδη τραβούσαμε. Το καινούργιο ήταν ότι ο Tillmans τις τοποθέτησε σε μουσεία και σε φρέσκα, αέρινα σενάρια: χωρίς πλαίσιο, καρφιτσωμένες ή κολλημένες στον τοίχο, από καρτ ποστάλ μέχρι κάδρα επικής κλίμακας, θέματα, άνθρωποι, τόποι ανακατεμένοι, ιεραρχίες εγκαταλειμμένες.

Οι ίδιες οι εικόνες, ακόμη και οι αφηρημένες, δεν φιλοδοξούν να φτάσουν το εντυπωσιακό μεγαλείο άλλων Γερμανών συναδέλφων του όπως ο Andreas Gursky, ο Thomas Struth ή η Candida Höfer. Αλλά είναι εξίσου φιλόδοξες: η μνημειώδης τους ποιότητα προέρχεται από τις εκτεταμένες εγκαταστάσεις του, από την ιδέα ότι το ποικίλο, διάσπαρτο σύνολο –που σηματοδοτεί τον εκδημοκρατισμό, την ανεκτικότητα, το άνοιγμα– είναι σημαντικότερο από το άθροισμα των μερών. «Ό,τι κάνω έχει να κάνει με την επιλογή δειγμάτων, γιατί δεν μπορείς φυσικά να απεικονίσεις όλο τον κόσμο», λέει. «Πρέπει πάντα να βρίσκεις το όλον σε ακραίες λεπτομέρειες». Ο ίδιος είχε ονομάσει την αναδρομική του έκθεση στην Tate Britain το 2003, «Αν κάτι έχει σημασία, όλα έχουν σημασία».
Ο Tillmans είχε πάντα μια ακτιβιστική προδιάθεση, αλλά μέσα στον 21ο αιώνα αυτή εντάθηκε και έγινε επιβλητική. Το συνεχιζόμενο πρότζεκτ του με τίτλο «Κέντρο Μελέτης της Αλήθειας» ενσωματώνει ψευδείς ειδήσεις (όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ, ψευδείς διακηρύξεις για το AIDS στη Νότια Αφρική) την ώρα που η φιλελεύθερη γεωπολιτική τάξη κατέρρεε. «Ό,τι χάνεται, χάνεται για πάντα», προειδοποιούσαν οι αφίσες του κατά του Brexit. Αισθάνεται όμως κανείς ότι χάθηκε για πάντα και κάτι άλλο: η ιδιαιτερότητα του ίδιου του μέσου του Tillmans. Σήμερα όλοι αναρτούν εικόνες και κανείς δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία. Η ποικιλομορφία μετατρέπεται σε ομοιομορφία. Η ψηφιακή χειραγώγηση και η τεχνητή νοημοσύνη έχουν συντρίψει την αξίωση της κάμερας να λέει την αλήθεια.



Η τέχνη του Tillmans βάλλεται τόσο από την τεχνολογία –«η ιδέα ότι η φωτογραφία μπορεί να μην είναι ποτέ ξανά απόδειξη αυτού που έγινε ή αυτού που γίνεται, αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό»– όσο και από την πολιτική: «ο πολιτισμός είναι πάντα το πρώτο πράγμα που οι αυταρχικοί ηγέτες προσπαθούν να ελέγξουν». Ο ίδιος δηλώνει σήμερα για τις σκηνές στα κλαμπ στις παλιές του φωτογραφίες: «Ήθελα να τεκμηριώσω για το μέλλον ότι αυτό που έδειχνα υπήρξε, ότι δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο και ότι υπάρχουν πολύ λίγα μέρη στον κόσμο όπου είναι δυνατός ένας τόσο έντονος τρόπος συνύπαρξης, τόσο ρευστά και τόσο ελεύθερα». Το έργο του ποτέ δεν έμοιαζε πιο συγκινητικό ή πιο ελεγειακό από ό,τι εδώ, στην άδεια βιβλιοθήκη του Pompidou.







Με στοιχεία από The Financial Times