Ένας νεαρός άντρας με ανοιχτόχρωμο πουκάμισο, σταυρωμένα χέρια και σκεπτική έκφραση κοιτάζει προς τα κάτω –και κατά κάποιον τρόπο προς τα μέσα– μπροστά από έναν άδειο τοίχο. Το φως του ήλιου φωτίζει τη φιγούρα του από την πάνω αριστερή γωνία, προσδίδοντας μια αίσθηση απαλού κιαροσκούρο στο ασπρόμαυρο πορτρέτο. Λίγο πιο κει, η Nan Goldin, πολύ νέα, κοιτάζει ευθεία στην κάμερα, με τα σγουρά της μαλλιά ανακατεμένα από τον θαλασσινό άνεμο και τα χέρια της χωμένα στις τσέπες του μπουφάν της.
Τα δύο έργα είναι μέρος των ασπρόμαυρων πορτρέτων τα οποία υποδέχονται τους επισκέπτες στην αναδρομική έκθεση του Αμερικανού φωτογράφου David Armstrong που εγκαινιάστηκε πρόσφατα στο Luma, στην Αρλ, η οποία συμπίπτει με το φετινό φεστιβάλ φωτογραφίας Rencontres d’Arles. Είναι χαρακτηριστικά του έργου του Armstrong: ευαίσθητα αλλά και σκληρά, με εξαιρετική σύνθεση, αποτελούν την προσωποποίηση της νεανικής ομορφιάς, της επαναστατικότητας και της στοχαστικότητας της γενιάς του.
Ο Armstrong γεννήθηκε στο Άρλινγκτον της Μασαχουσέτης το 1954. Η γνωριμία του με τη Nan Goldin στην ηλικία των 14 ετών αποδείχθηκε καθοριστική και για τους δύο καλλιτέχνες, οι οποίοι έγιναν φίλοι για μια ζωή. Και οι δύο ανήκαν στη φωτογραφική «σχολή της Βοστώνης», όπως την αποκαλούσαν, μαζί με τους Philip-Lorca diCorcia, Mark Morrisroe κ.ά., και μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Εκεί έγιναν μέρος μιας μοναδικής σκηνής, που περιγράφεται εύστοχα στο κείμενο της έκθεσης ως «ένα καταφύγιο για τους αποκλεισμένους, για καλλιτέχνες, ποιητές, μουσικούς και κάθε είδους παρίες».
Το ύφος του Armstrong είναι εντελώς ξεχωριστό, γεμάτο υφές και λεπτομέρειες, και έγινε ακόμα πιο δυνατό όσο προχωρούσε η καριέρα του.
Αυτός ο κόσμος –που ήταν βουτηγμένος στον ηδονισμό, τα ναρκωτικά, τη σεξουαλική ελευθερία και τη ρευστότητα φύλου– αποτέλεσε τη βάση του έργου των δύο καλλιτεχνών στα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, ο Armstrong δεν είχε ποτέ την ίδια αναγνώριση με τη Goldin εν ζωή, παρά τις σημαντικές του εκθέσεις –μεταξύ αυτών και μια στο Rencontres d’Arles το 2009, τη χρονιά που η Goldin υπηρέτησε ως τιμώμενη καλλιτεχνική διευθύντρια– και την όψιμη επιτυχία του ως φωτογράφου μόδας τα τελευταία χρόνια πριν από τον θάνατό του το 2014.

«Το έργο της Goldin είναι πολύ άμεσο· σε ορισμένα σημεία είναι σαν να μην υπάρχει η κάμερα, κάτι που το έκανε τόσο σοκαριστικό, τόσο αξιοσημείωτο τότε», εξηγεί ο Matthieu Humery, ο οποίος συνεπιμελήθηκε την έκθεση στο Luma μαζί με τον καλλιτέχνη Wade Guyton, φίλο του Armstrong και υπεύθυνο του αρχείου του φωτογράφου.
Ο Armstrong, από την άλλη, είχε μια πιο ζωγραφική προσέγγιση, λέει ο Humery. «Στην πραγματικότητα σπούδασε πρώτα ζωγραφική και ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την ιστορία της τέχνης. Δεν έκανε πολλή προετοιμασία για τις φωτογραφίες του, αλλά δεν ήταν και αυθόρμητα στιγμιότυπα. Πάντα έπαιρνε τον χρόνο του για να συνθέσει τη σκηνή». Αυτό, υποστηρίζει ο επιμελητής, είναι που δίνει στα έργα του μια πιο κλασική όψη με την πρώτη ματιά – «ίσως γι’ αυτό να τράβηξαν λιγότερο την προσοχή τότε».
Όταν όμως κοιτάξει κανείς πιο προσεκτικά, βλέπει πως το ύφος του Armstrong είναι εντελώς ξεχωριστό, γεμάτο υφές και λεπτομέρειες, και έγινε ακόμα πιο δυνατό όσο προχωρούσε η καριέρα του. «Είχε όραμα: μόλις έφτανε κάπου –σε ένα υπνοδωμάτιο, ένα πάρκο, μια παραλία– ήξερε πώς να τοποθετήσει την ανθρώπινη φιγούρα στον χώρο, πώς να χειριστεί το φως, τον χαρακτήρα και το περιβάλλον μαζί», λέει ο Humery, δείχνοντας μια σειρά από προθήκες γεμάτες με εκατοντάδες φύλλα με contact από φωτογραφίες του Armstrong. Στα περισσότερα από αυτά, η ίδια σύνθεση έχει αποτυπωθεί πολλές φορές, με μικρές μόνο διαφοροποιήσεις στη στάση ή τη γωνία λήψης. Ιδιαίτερα γοητευτικό είναι το γεγονός ότι ο ίδιος ο Armstrong εμφανίζεται συχνά ανάμεσα στα αρνητικά, σε στιγμές όπου τα μοντέλα του –σχεδόν πάντα στενοί φίλοι– παίρνουν την κάμερα και τον φωτογραφίζουν με τη σειρά τους. «Όλοι ήθελαν πάντα να είναι κοντά στον David», λέει ο Guyton. «Και αυτό φαίνεται!»





Το μεγαλύτερο μέρος της έκθεσης αποτελείται από πορτρέτα του Armstrong, που απεικονίζουν καλλιτέχνες (όπως τον Christopher Wall και την τρανς ιέρεια Greer Lankton), ηθοποιούς (την Cookie Mueller και τον Vincent Gallo) και τους εραστές του Armstrong. Υπάρχουν όμως και πρώιμες ημερολογιακές εικόνες, τραβηγμένες με φιλμ Kodachrome και πιο κοντά στο ύφος της Goldin, οι οποίες παρουσιάζονται ως διαφάνειες σε γειτονική αίθουσα. Αυτές προέρχονται από τη σειρά του Armstrong με τίτλο «Night and Day», και είναι τραβηγμένες στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του ’70.
Εκτίθεται επίσης μια επιλογή από τα τοπία του φωτογράφου: ατμοσφαιρικές, λυρικές εικόνες κτιρίων στη Νέα Υόρκη και το Βερολίνο, τραβηγμένες κατά την κορύφωση της επιδημίας του AIDS, που στοίχισε τη ζωή σε τόσους φίλους του Armstrong και της Goldin. «Για μένα, είναι ο τρόπος του να μεταφράσει αυτή τη μελαγχολία», λέει ο Humery. «Η ιδέα της εξαφάνισης, του να είσαι μόνος και να βλέπεις το τοπίο να ξεθωριάζει».
Για τον Humery ήταν ιδιαίτερα σημαντικό να παρουσιαστεί το έργο του Armstrong στο φετινό φεστιβάλ. «Ένιωθα πραγματικά πως ήταν επείγον», λέει. «Κάποια από τα πορτρέτα της έκθεσης θα μπορούσαν να έχουν τραβηχτεί σήμερα», παρατηρεί. «Όχι πριν από δέκα χρόνια – από το 2000 έως το 2010 ήταν ένας άλλος κόσμος. Τώρα έχουμε επιστρέψει σε ένα κλίμα όπου τίθενται τα ίδια ερωτήματα για την ταυτότητα φύλου, επικρατεί η ίδια συντηρητική πολιτική. Στη δεκαετία του ’70, όταν ο Armstrong ξεκίνησε να δημιουργεί αυτά τα πορτρέτα της κοινότητάς του, η Αμερική ήταν ακόμη πολύ συντηρητική, και αυτή ήταν μια κοινότητα με επίκεντρο την ελευθερία. Φυσικά, πλήρωσαν βαρύ τίμημα γι’ αυτή την ελευθερία με την κρίση του AIDS και τα προβλήματα εξάρτησης που αντιμετώπισαν πολλοί από αυτούς, αλλά είναι μια εξαιρετικά κρίσιμη και επίκαιρη στιγμή για να επανεξετάσουμε αυτό το έργο».






















Η έκθεση του David Armstrong φιλοξενείται στο Luma, στην Αρλ, έως τις 5 Οκτωβρίου 2025.