ΤΟΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 2010, ένας ετοιμοθάνατος άνδρας καθόταν ήσυχος στο κρεβάτι του διαμερίσματός του στο Γκρίνουιτς Βίλατζ του Μανχάταν. Είχε διαγνωστεί με μεσοθηλίωμα, μια πολύ σπάνια, πολύ επιθετική και ανίατη μορφή καρκίνου που συχνά συνδέεται με την έκθεση στον αμίαντο. Τον περασμένο μήνα είχε κλείσει τα 64 και μπορούσε να λέει στον εαυτό του ότι είχε δει και είχε κάνει περισσότερα από τους περισσότερους ανθρώπους σ’ αυτή την ηλικία. Ένιωθε όμως ότι είχε ακόμα περισσότερα να πει. Ο Μάλκολμ ΜακΛάρεν, ο διαβόητος μάνατζερ των Sex Pistols –διανοούμενος, προβοκάτορας, entrepreneur, σχεδιαστής, μουσικός παραγωγός– πήρε ένα μαύρο στυλό και ξεκίνησε να αποτυπώνει στο χαρτί τα βάθη της ψυχής του.
Η επιστολή απευθυνόταν στην πρώην σύντροφό και συνοδοιπόρο του στη διαδρομή που κατέληξε στην αισθητική διαμόρφωση του πανκ κινήματος στη Βρετανία, τη διάσημη σχεδιάστρια Βίβιαν Γουέστγουντ. Όταν γνωρίστηκαν το 1965, εκείνη ήταν 24, εκείνος 19, νεαρός φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών. Το 1967 γεννήθηκε ο γιος τους (παρά τις αντιρρήσεις του ΜακΛάρεν και ενώ η Γουέστγουντ είχε ήδη ένα παιδί), τον οποίον ονόμασαν Τζόζεφ Φέρντιναντ – το μεσαίο του όνομα ήταν μια αναφορά στον αγαπημένο πίνακα του ΜακΛάρεν από τον Ντιέγκο Βελάσκεθ, πορτρέτο που είχε δει στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου. Αργότερα άνοιξαν μαζί ένα μαγαζί με ρούχα στην King’s Road, ένας χώρος που άλλαξε ονόματα («Let It Rock», «Too Fast to Live Too Young to Die») μέχρι να πάρει την ονομασία «Sex» και να γίνει το σημείο συνάθροισης της πανκ αφρόκρεμας στο Λονδίνο των μέσων της δεκαετίας του ’70. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ο ΜακΛάρεν και η Γουέστγουντ χώρισαν τους δρόμους τους και πολλά χρόνια αργότερα, το 2004, με αφορμή μια ρετροσπεκτίβα της Γουέστγουντ στο Victoria and Albert Museum του Λονδίνου, ο ΜακΛάρεν την κατηγόρησε ότι ήθελε να τον σβήσει από την ίδια την ιστορία της ζωής του, να οικειοποιηθεί τις δημιουργίες του και να πάρει εκείνη όλα τα εύσημα.
«Ξέρω ότι νομίζεις ότι είσαι καλύτερη από μένα, αλλά δεν είσαι. Διαφορετική, ναι. Αλλά αυτό είναι όλο».
Αυτά τα παράπονα, μαζί με αισθήματα μετάνοιας και συγχώρεσης ενόψει του μοιραίου, εκφράζονται στην επιστολή 16 σελίδων που ανακαλύφτηκε πρόσφατα από την τελευταία σύντροφό του ΜακΛάρεν και εκτελεστή της διαθήκης του, Γιουνγκ Κιμ, και τα παρακάτω αποσπάσματά της δημοσιεύθηκαν στους Financial Times.
«Δεν θα ξεχάσω, αλλά ούτε και η ιστορία θα ξεχάσει», καταλήγει ο ΜακΛάρεν σ’ αυτή την επιστολή που δεν απεστάλη ποτέ. «Σύντομα θα κάτσω να τα γράψω όλα, έτσι ώστε να γνωρίζουν όλοι την αλήθεια». Δεν θα προλάβαινε. Ο Μάλκολμ ΜακΛάρεν πέθανε δύο μήνες μετά, τον Απρίλιο του 2010. Η Βίβιαν Γουέστγουντ πέθανε τον Δεκέμβριο του 2022.
Πολυαγαπημένη μου Βίβιαν,
Είτε το πιστεύεις είτε όχι, συνειδητοποίησα επιτέλους χωρίς καμιά αμφιβολία πόσο πολύ θα πρέπει να σε πλήγωσα όταν μια μέρα, απότομα και αποφασιστικά, εγκατέλειψα την τρυφερή πλευρά της σχέσης μας. Είναι δύσκολο ακόμα και τώρα, μετά από πολλά, πολλά χρόνια, να κατανοήσω με σαφήνεια γιατί συνέβη αυτό. Η έλλειψη συναισθημάτων μου εκείνη την εποχή ήταν όντως σοκαριστική, και αυτό δεν μπορεί να μου συγχωρεθεί εύκολα. O πόνος και η οδύνη... με μείωναν συχνά σαν άτομο.
Μην ξεχνάς ότι είμαι ένα μωρό που γεννήθηκε στον πόλεμο – αυτό σημαίνει μου λείπουν τα συναισθήματα απέναντι στην οικογένεια. Η δική μου διαλύθηκε μετά τον πόλεμο όταν ήμουν ενός έτους. Παρότι όμως έφτασα να μισώ όλες τις μητέρες, προσπάθησα πραγματικά να τα καταφέρω μαζί σου… Υπήρχαν στιγμές που έδειχναν ξεκάθαρα την αφελή και δυσλειτουργική πλευρά μου, την αγορίστικη ανασφάλεια, την έλλειψη ωριμότητας.
Δεν ήμουν παρά ένας 19χρονος παρθένος... που μόλις και μετά βίας είχε το εισιτήριο του τρένου για το κολέγιο. Κάποιος που δεν ήταν σε θέση να σου κρατήσει το χέρι, κάποιος που το είχε σκάσει από το σπίτι του.
Πέρασαν οκτώ εβδομάδες και ξαφνικά ήσουν έγκυος! Βρήκα κάποια χρήματα, το ίδιο κι εσύ. Και κανονίσαμε να κάνουμε έκτρωση. Δεν έγινε, εσύ αποφάσισες διαφορετικά…
Όχι ότι τον γνώριζα καλά όταν ήταν παιδί (σ.σ. τον γιο τους, Τζόζεφ), αλλά τον γνωρίζω ακόμα λιγότερο τώρα. Είναι εξαιρετικά απογοητευμένος από μένα ως πατέρα, και δικαίως. Αλλά, όπως ξέρεις, η οικογένεια ήταν μια λέξη ξένη στα αυτιά μου, και η δική μας δεν ήταν διαφορετική.
Προσπάθησα, αλλά… δεν ήμουν ικανός και απέτυχα.
Όταν τελείωσα τη σχολή καλών τεχνών, ετοιμαζόμασταν να κάνουμε τη σχέση μας να λειτουργήσει. Βρήκα ένα διαμέρισμα, ήρθες να μείνεις εκεί πρώτα με τον Τζόζεφ και μετά με τον Μπεν (σ.σ. το παιδί της Γουέστγουντ από τον πρώτο της γάμο).
Ήμουν νευρικός, ίσως και καταθλιπτικός στη σκέψη του τι να κάνω με όλα αυτά! Πώς να λειτουργήσω, χωρίς δουλειά, χωρίς προοπτικές – ένας καλλιτέχνης χωρίς στούντιο, χωρίς "χαρτοφυλάκιο" και χωρίς κατανόηση του πραγματικού κόσμου.
Βρέθηκε όμως ένα μέρος για να γεφυρώσω τη ζωή μου ως καλιτέχνης με μια κάποια εμπορική προοπτική. Ένα μαγαζί, δώρο της τύχης, δώρο της μοίρας, στην καρδιά της King's Road . . . Σύντομα χρειάστηκα βοήθεια, και εσύ συμφώνησες να κάνεις ακριβώς αυτό! Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Όλες οι απιστίες σου είναι εύκολο να συγχωρεθούν και να ξεχαστούν. Άλλωστε, κι εγώ δεν ήμουν καλύτερος.
Να είσαι ευλογημένη Βίβιαν. Σου στέλνω την πιο εγκάρδια αφοσίωση που μπορεί να προσφέρει κανείς σε κάποιαν σαν κι εσένα που τα κατάφερε όλα με τον τρόπο της.
Ζήσαμε μαζί κάποιες φανταστικές περιπέτειες, τρελές και αστείες.
Ειλικρινά όμως Βίβιαν, έγινα έξω φρενών όταν πρόδωσες μια σχέση που σήμαινε περισσότερα για μένα από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, και το ήξερες. Ήθελες να με πληγώσεις τόσο πολύ, που έκανες αυτό που νόμιζα ότι ήταν αδιανόητο. Εξαπάτησες τα μουσεία, τον Τύπο και όλους τους γύρω σου ότι δεν σχεδίαζα εγώ τα ρούχα που φτιάχναμε.... Προσπάθησες να με ξεφορτωθείς από την κοινή κληρονομιά μας... Ήταν τουλάχιστον άδικο. Πονούσα για χρόνια βλέποντας τα σχέδιά μου στο μουσείο V&A χωρίς καμιά αναγνώριση.
Αλλά αυτό πάει, τελείωσε. Πληγώθηκα πολύ τότε, αλλά όχι πια! Ξέρω ότι νομίζεις ότι είσαι καλύτερη από μένα, αλλά δεν είσαι. Διαφορετική, ναι. Αλλά αυτό είναι όλο.
Εν τέλει, είκοσι και πλέον χρόνια μετά, εξακολουθώ να αγαπώ εσένα και όλα όσα κάναμε μαζί. Και σε συγχωρώ, όπως ξέρω ότι πρέπει να με συγχωρέσεις κι εσύ. Τίποτα που συνέβη δεν ήταν και τόσο κακό!
Με στοιχεία από Financial Times