Η λέξη «φαινόμενο» είναι μικρή για να περιγράψει κανείς την Grace Jones. To απόλυτο icon της δεκαετίας του ’80 ήταν μία από τις σπάνιες περιπτώσεις που κατάφεραν να διασχίσουν τα όρια ανάμεσα στη μόδα, στη μουσική και στον κινηματογράφο με άνεση και φινέτσα ‒και μπόλικη αγριάδα–, αφήνοντας ένα στο πέρασμά της ένα στίγμα που παραμένει διαχρονικό και ανυπέρβλητο.
Η Jones τραβούσε την προσοχή με οτιδήποτε κι αν καταπιανόταν χάρη στην εντυπωσιακή της εμφάνιση και την θορυβώδη συμπεριφορά της. Στο παρελθόν έμοιαζε με θεότητα προσωποποιημένη, στοιχείο που φαίνεται να διατηρεί μέχρι και σήμερα· παραμένει μια επιβλητική παρουσία, παρά τα 77 της χρόνια.
Ασυμβίβαστη και σεξουαλικά απελευθερωμένη από την αρχή της καριέρας της, η ανδρόγυνη ψιλόλιγνη φιγούρα της ερχόταν διαρκώς σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε στερεοτυπικά για το πώς έπρεπε να ντύνεται, να φαίνεται ή να συμπεριφέρεται μια μαύρη γυναίκα στη βιομηχανία της μόδας και της μουσικής. Διατηρώντας πάντα τον απόλυτο έλεγχο της εικόνας της, δεν φοβόταν να εκφραστεί, ακόμα και να προκαλέσει, ανάλογα με τις διαθέσεις της.
«Επρόκειτο για αυστηρότητα στην καθαρή της μορφή – ένα κορίτσι που έπαιρνε τον εαυτό του απολύτως σοβαρά. Ήθελα το κοινό να τρομάξει, να νιώσει δέος απέναντι σε αυτή την παρουσία που δεν έκανε τίποτα όπως οι άλλοι σε επίπεδο σόου, στυλ, τρόπου ομιλίας, μουσικής».
Η σύγχρονη μουσική δεν θα ήταν τίποτα χωρίς αυτήν. Η επιρροή της στις ποπ σταρ του 21ου αιώνα θεωρείται καταλυτική, από τη Lady Gaga, τη Rihanna και την Beyoncé μέχρι τις Janelle Monáe, FKA twigs, κ.α. όσον αφορά τον τρόπο που λειτουργούν και διαχειρίζονται την καριέρα τους.

Η ίδια συνεχίζει να αφήνει το κοινό έκθαμβο με τις ζωντανές της εμφανίσεις που πραγματικά δεν υπόκεινται σε κανενός είδους κανόνα. Έτυχε να τη δω ζωντανά το 2017. To σόου της ήταν εξωπραγματικό και μία από τις καλύτερες συναυλιακές εμπειρίες που έχω βιώσει. Βγήκε στη σκηνή γυμνόστηθη – πλέον δεν τα κάνει αυτά, φοράει κοστούμια. Είχε όλο της το σώμα καλυμμένο με λευκό body painting, ήταν σαν να βλέπεις την τελευταία μεγάλη ντίβα με όλη τη σημασία της λέξης, λες και η έννοια του σεξ είχε μετουσιωθεί σε έναν άνθρωπο.
Ήταν μια καθηλωτική περφόρμανς που έβαζε κάτω οποιαδήποτε σύγχρονη ποπ σταρ χρησιμοποιεί special effects, στρας και επικίνδυνα αιωρούμενα props για να εντυπωσιάσει. Η Grace ερμήνευσε το «Slave to the rhythm» κάνοντας χούλα χουπ επί δέκα λεπτά χωρίς να χάσει νότα. Πρόκειται για μια γυναίκα που όχι μόνο δεν βρίσκεται στη δύση της καριέρας της αλλά στο απόγειό της, για μια απίστευτη περφόρμερ που δεν το βάζει κάτω μπροστά σε τίποτα.
Η αρχή

Η Grace Jones γεννήθηκε το 1948 (αν και οι περισσότερες πηγές αναφέρουν το 1952) στη Spanish Town της Τζαμάικα, γονείς ήταν η Marjorie και ο Robert W. Jones. Ο πατέρας της ήταν τοπικός πολιτικός και ιερέας. Ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας, συνολικά έχει έξι αδέρφια. Οι γονείς της μετανάστευσαν στην Ανατολική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών για μια καλύτερη τύχη, όπου ο πατέρας της εργάστηκε ως εργάτης σε αγροκτήματα και αργότερα ως πεντηκοστιανός ιεροκήρυκας.
Τα παιδιά παρέμειναν στην Τζαμάικα όπου τα φρόντιζε η γιαγιά τους από την πλευρά της μητέρα τους και ο νέος της σύζυγος, ο οποίος συχνά τα χτυπούσε για να τους μάθει πειθαρχία και να τα βάλει στον δρόμο του Θεού. Η Jones τον μισούσε και μέχρι και σήμερα αποφεύγει να πατήσει το πόδι της σε τζαμαϊκανή εκκλησία εξαιτίας της αυστηρής της ανατροφής. Μεγάλωσε λατρεύοντας τον αθλητισμό, στον οποίο βρήκε ένα διέξοδο από το βίαιο περιβάλλον του σπιτιού της. Στα 13 της μετακόμισε μαζί με τα αδέρφια της στη Νέα Υόρκη για να ζήσει μαζί με τους γονείς της σε ένα αρκετά θρησκόληπτο περιβάλλον και όταν τελείωσε το σχολείο ξεκίνησε να σπουδάζει ισπανική λογοτεχνία.
Άρχισε να επαναστατεί, να βάφεται, να πίνει αλκοόλ και να πηγαίνει σε γκέι κλαμπ με τον αδελφό της. Ένας καθηγητής της στο κολέγιο, που δίδασκε θέατρο, την έπεισε να συμμετάσχει σε καλοκαιρινές θεατρικές παραστάσεις στη Φιλαδέλφεια. Εκεί ήρθε σε επαφή με το LSD, άρχισε να μένει σε κοινόβια των χίπηδων και να δουλεύει ως go-go dancer για να τα βγάλει πέρα. Η αντικουλτούρας των ’60s ήταν στο απόγειό της.
Στο Παρίσι, μούσα, μεταξύ άλλων, του Yves Saint Laurent
Μετά τις περιπέτειές της στη Φιλαδέλφεια, η Jones επέστρεψε στη Νέα Υόρκη όπου εργάστηκε ως μοντέλο για το πρακτορείο Wilhelmina Models· το 1970 μετακόμισε στο Παρίσι. Η Jones ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστη για τα δεδομένα της εποχής. Λόγω του ανδρόγυνου στυλ της και της απόχρωσης του δέρματός της ξεχώριζε, ενώ το πρόσωπό της με τις αυστηρές γραμμές και τα έντονα ζυγωματικά αποδομούσε τα κλασικά πρότυπα ομορφιάς, επαναπροσδιορίζοντας τη θηλυκότητα. Παρ’ όλα αυτά, η παριζιάνικη σκηνή μόδας την υποδέχτηκε θερμά. Δούλεψε με σχεδιαστές όπως οι Yves Saint Laurent, Claude Montana και Kenzo και έκανε τα πρώτα της εξώφυλλα στη «Vogue» και στο «Elle», ενώ ξεφάντωνε με τον Giorgio Armani, τον Karl Lagerfeld και την Jerry Hall.



Slave to the rhythm
Η μουσική ήρθε στη ζωή της ως φυσικό επακόλουθο μιας πετυχημένης καριέρας στο μόντελινγκ. Η άνθηση της ντίσκο εκείνη την εποχή αποδείχτηκε το ιδανικό πεδίο για να κάνει τα πρώτα της βήματα. Το 1977 υπέγραψε συμβόλαιο με την Island Records και κάπως έτσι ξεκίνησε η μουσική της καριέρα. Μέχρι τα τέλη των ’70s είχε κυκλοφορήσει τρία ντίσκο άλμπουμ, τα «Portfolio» (1977), «Fame» (1978) και «Muse» (1979) που την καθιέρωσαν ως τραγουδίστρια, αν και δεν γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην εποχή τους, κυρίως επειδή η ερμηνεία της ακούγεται συμβατική, χωρίς τη ριζοσπαστικότητα που θα χαρακτηρίσει τις μετέπειτα δουλειές της. Σήμερα, πια, αυτά τα άλμπουμ ακούγονται κάπως παρωχημένα και ελάχιστα κομμάτια ξεχωρίζουν, όπως η κορυφαία διασκευή της στο «La vie en rose» και το «I need a man», κατάφεραν όμως να προσελκύσουν ένα γκέι κοινό τριγύρω της που την ακολουθούσε σταθερά σε κάθε της βήμα.
Με τον ερχομό των ’80s και του new wave, η Jones αποφάσισε να πειραματιστεί με τον νέο ήχο και κυκλοφόρησε το άλμπουμ-τομή στην καριέρα της, το «Warm leatherette» (1980) σε παραγωγή του Chris Blackwell και του τζαμαϊκανού ντουέτου παραγωγών Sly & Robbie.
Grace Jones - Slave To The Rhythm (Hot Blooded Version)
Σε αυτό απομακρυνόταν αισθητά από την ντίσκο, καθώς αγκάλιαζε τους ρέγκε ρυθμούς της γενέτειράς της που έρχονταν σε αντίθεση με το ψυχρό και βιομηχανικό στυλ ερμηνείας της, δημιουργώντας μια σκοτεινή και απειλητική συνθήκη. Οι διασκευές της στα «Private life» (The Pretenders), «Love is the drug» (Roxy Music) και «Warm leatherette» (Daniel Miller) αποκτούν μια εντελώς υβριδική διάσταση.
Έναν χρόνο μετά, οι πειραματισμοί της με τον ήχο και τον τόνο της φωνής της την οδηγούν στο προσωπικό της αριστούργημα, το «Nightclubbing», έναν δίσκο-ορόσημο των ’80s με άχρονα κομμάτια βουτηγμένα στο δράμα και το φανκ, όπως τα «Pull up to the bumper», «Walking in the rain», «I’ve seen that face before» (Libertango).
Ακολούθησαν τέσσερα ακόμη άλμπουμ, ανάμεσά τους τα κορυφαία «Living my life» (1982) και «Slave to the rhythm» (1985). Στα ’90s η Jones αποτραβήχτηκε από τη μουσική και η φωνή έπαψε να ακούγεται για περίπου είκοσι χρόνια. Επέστρεψε δισκογραφικά το 2008 με το άλμπουμ «Hurricane», χωρίς να έχει χάσει τίποτα από τη μαγεία της και με ακόμα μεγαλύτερη διάθεση να πειραματιστεί με διαφορετικά μουσικά είδη όπως το trip-hop, αποκαλύπτοντας καινούργιες πτυχές της πολύπλευρης προσωπικότητάς της.
Ο Jean-Paul Goude και η γέννηση ενός μύθου

Η Grace Jones δεν θα αποκτούσε τόσο μυθικές διαστάσεις αν κατά τη διάρκεια ενός live της σε γκέι μπαρ στη Νέα Υόρκη το 1975 δεν συναντούσε τον Γάλλο φωτογράφο και illustrator Jean-Paul Goude.
Αν και τη γνώριζε ως μοντέλο, όταν την είδε πάνω στη σκηνή εντυπωσιάστηκε με τη φωνή της ‒όχι τόσο με την εμφάνισή της‒ και σκέφτηκε ότι θα ήταν ιδανικό αν κάποιος σκηνοθετούσε τα σόου της.
Αργότερα έγιναν ζευγάρι, πέρα από την καλλιτεχνική τους συνεργασία ‒ απέκτησαν και έναν γιο μαζί, τoν Paulo, το μοναδικό παιδί της Jones.
Σε μια συνέντευξή του στην «Guardian» ο Goude μίλησε για το πώς γνωρίστηκαν και πώς σκαρφίστηκαν μαζί τα απίστευτα εικαστικά για τα εξώφυλλα των δίσκων της τη δεκαετία του ’80, τα βιντεοκλίπ, με κορυφαίο αυτό για το «Slave to the rhythm» (fun fact: στον ρόλο του αφηγητή είναι ο Βρετανός ηθοποιός Ian McShane), αλλά και τη δημιουργία της εμβληματικής της περσόνας, χάρη στην οποία την παρομοίαζαν με ζωντανό έργο τέχνης. Όλα ξεκίνησαν όταν η Jones, μια σταρ της ντίσκο, θέλησε να αντιγράψει το στυλ του και «ένας μικρός Γάλλος καλλιτέχνης», όπως αποκαλεί τον εαυτό του, βάλθηκε να τη μετατρέψει σε αιώνιο σύμβολο, μια μοντέρνα εκδοχή της Marlene Dietrich.

«Ήθελα να επικεντρωθώ στην “αρρενωπότητα” της Grace, να αξιοποιήσω αυτό που οι άλλοι θεωρούσαν ντροπή και να το μετατρέψω σε πλεονέκτημα. Ήθελα να δημιουργήσω, μαζί της φυσικά, έναν νέο χαρακτήρα», αναφέρει. «Δεν ήταν απλώς ένα κούρεμα, ήταν μια στάση απέναντι στα πράγματα, κάτι νέο, δυνατό και αμφίσημο. Δεν ήξερες αν ήταν ένας άντρας που προσπαθούσε να γίνει γυναίκα ή μια γυναίκα που προσπαθούσε να γίνει άντρας. Ήταν επανάσταση. Θυμάμαι τους ανθρώπους του A&R στην Island να μου λένε: “Είσαι τρελός; Αυτό δεν πρόκειται ποτέ να πετύχει”. Και φυσικά, πέτυχε». Συνεχίζει σχολιάζοντας την περίφημη φωτογραφία με το τσιγάρο στο «Nightclubbing» και τη σχέση τους. «Ο κόσμος θεωρούσε την όψη της εξωφρενική – ακόμα και εξωγήινη. Αλλά όλο αυτό δεν γινόταν μόνο για το θεαθήναι.
Ήθελα αυτός ο χαρακτήρας να έχει αξιοπρέπεια, να είναι ένα χαστούκι στο πρόσωπο της τότε showbiz – στην Diana Ross και σε άλλες σταρ, που όλες φτιαγμένες σαν κλεμμένα αυτοκίνητα, με μαλλιά λες και τα φυσούσε ανεμιστήρας. Επρόκειτο για αυστηρότητα στην καθαρή της μορφή – ένα κορίτσι που έπαιρνε τον εαυτό του απολύτως σοβαρά. Ήθελα το κοινό να τρομάξει, να νιώσει δέος απέναντι σε αυτή την παρουσία που δεν έκανε τίποτα όπως οι άλλοι σε επίπεδο σόου, στυλ, τρόπου ομιλίας, μουσικής. Όλα ήταν εντελώς καινούργια, και αυτό ήταν το νόημα του “One Man Show” (σ.σ. του show που έστησε για τις live εμφανίσεις της)· η Grace έλεγε αντίο στην ντίσκο και στη φτηνή παρακμή και καλωσόριζε ένα λαμπερό μέλλον – μαζί μου! Στην πραγματικότητα όλο αυτό είχε να κάνει και με μια ιστορία αγάπης γιατί στο τέλος ο ενθουσιασμός είναι αυτός που σε ωθεί να δημιουργήσεις».
Bond girl, όχι ακριβώς

Πέρα από τη μουσική, η Jones έκανε και ένα σύντομο πέρασμα και από τον κινηματογράφο. Ο πρώτο της ρόλος ήταν σε ένα ξεχασμένο φιλμ του 1973, μια περιπέτεια με τίτλο Gordon’s War. Οι περισσότεροι τη θυμούνται ως την πολεμίστρια δίπλα στον Arnold Schwarzenegger στο Conan The Destroyer το 1984. Το 1985 μεταμορφώθηκε σε μία από τις πιο αξιομνημόνευτες αντι-ηρωίδες στο σύμπαν του James Bond στο View to a kill. Ο ρόλος της ως May Day παραμένει μέχρι σήμερα μια απόκλιση στον τρόπο που απεικονίζονται οι γυναίκες στις ταινίες του Bond.
Μια δυναμική και μάλιστα μαύρη γυναίκα, βίαιη και αδίστακτη τον ανταγωνίζεται στα ίσα, «αντιπροσωπεύοντας μια πρόκληση για την αρρενωπότητα του James Bond, η οποία στην πραγματικότητα δεν αντιμετωπίζεται ποτέ», σύμφωνα με τον James Chapman. Η Jones τότε έβγαινε με τον Σουηδό ηθοποιό Dolph Lundgren, τον πρώην σωματοφύλακά της, και του βρήκε έναν ρόλο στην ταινία, αυτόν ενός Ρώσου πράκτορα της KGB. Στη συνέχεια έκανε μια αξιομνημόνευτη στριπτιτζού βαμπίρ στο Vamp και έκτοτε η κινηματογραφική της καριέρα αναλώθηκε σε τρίτους ρόλους σε αδιάφορα φιλμ.
Το αίμα του William
Σε μία από τις πιο σπάνιες εξομολογήσεις, η Jones, στο τραγούδι «Williams’ Blood» που κυκλοφόρησε το 2008 στο άλμπουμ της «Hurricane», επιχειρεί να αναμετρηθεί με τους δαίμονες της παιδική της ηλικίας και να κατανοήσει την προσωπική της ταυτότητα και τον ατίθασο χαρακτήρα της. Αναφέρεται στο πόσο αντίθετος ήταν ο πατέρας της στον τρόπο ζωής της και στη δίψα της για ζωή και δημιουργία, στοιχεία που κληρονόμησε από την πλευρά της μητέρας της και του παππού της –o William του τίτλου‒ που έκανε μια πιο μποέμικη και άστατη ζωή ως περιοδεύων μουσικός με την μπάντα του Nat King Cole, κάτι που δεν έμαθε παρά πολύ αργότερα, όταν της το αποκάλυψε η μητέρα της. Είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά, αυτοβιογραφικά κομμάτια που έχουν γραφτεί ποτέ και απαραίτητο αν θέλει κάποιος να έρθει πιο κοντά σε αυτήν τη σπουδαία γυναίκα που είχε πει κάποτε ότι θεωρούσε τον εαυτό της μια ενέργεια που δεν έχει ακόμη ταξινομηθεί.
Grace Jones - Williams Blood
2/8, Sani Festival, Χαλκιδική, Θεσσαλονίκη
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.