Μιλώντας με τον Πουλικάκο για την παράξενη διαδρομή του στο ελληνικό σινεμά

poylikakos Facebook Twitter
Η παρουσία του και μόνο σε μια σκηνή αρκεί για να μας «τραβήξει» πιο κοντά σ’ αυτά που διαδραματίζονται στη μεγάλη οθόνη, και συχνά είναι ο πρώτος με τον οποίο ταυτιζόμαστε. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
0

Χωρίς καμία δόση υπερβολής, ο Δημήτρης Πουλικάκος είναι ο μόνος ηθοποιός που γεφύρωσε με αφοσίωση και συνέπεια όλες τις τάσεις του ελληνικού σινεμά. Μια ματιά στην τεράστια φιλμογραφία του αρκεί. Έχουν γραφτεί τόσα και τόσα για την πορεία που διέγραψε –και συνεχίζει να διαγράφει μέχρι σήμερα– στον χώρο του ελληνικού ροκ, που παραδόξως παρακάμπτεται πλήρως αυτή η τόσο σημαντική προσφορά του. 

Και είναι παράδοξο επειδή ο Πουλικάκος έδωσε ερμηνείες σπουδαίες (με βραβεύσεις στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους εκπροσώπους κάθε ελληνικού «ρεύματος» και, το κυριότερο, εξελίχθηκε σε ιδανικό «πολυεργαλείο» για το ελληνικό σινεμά: η παρουσία του και μόνο σε μια σκηνή αρκεί για να μας «τραβήξει» πιο κοντά σ’ αυτά που διαδραματίζονται στη μεγάλη οθόνη, και συχνά είναι ο πρώτος με τον οποίο ταυτιζόμαστε, ο πρώτος που ακολουθούμε για να περπατήσουμε στο σώμα μιας ταινίας, ακόμα κι όταν εμφανίζεται μετά την πρώτη μισή ώρα. Την ίδια στιγμή, η φυσικότητά του δεν δείχνει ποτέ παράταιρη δίπλα στις συχνά στυλιζαρισμένες ερμηνείες των συμπρωταγωνιστών του, αλλά, αντιθέτως, τις αναδεικνύει. 

Και αυτό το τελευταίο είναι χάρισμα. 

Με τη «Ρεβάνς» πήρα το πρώτο μου βραβείο, το δεύτερο το πήρα το 1992 με τη «Δονούσα» της ικανότατης σκηνοθέτιδας Αγγελικής Αντωνίου. Θα έκανε μεγάλη εντύπωση αυτή η ταινία αν έβγαινε σήμερα, με το θέμα της αιμομιξίας και τον τρόπο με τον οποίο το επεξεργάζεται.

Σκεπτόμενος όλα αυτά, ζητώ από τον Δημήτρη Πουλικάκο να κάνουμε μια μεγάλη κουβέντα για τις κινηματογραφικές συμμετοχές του. Δέχεται μετά χαράς, και τον επισκέπτομαι λίγες μέρες μετά, την Κυριακή των εκλογών του ΣΥΡΙΖΑ, με την τηλεόραση να παίζει στο mute και εμάς να πιάνουμε χρονολογικά τις ταινίες-κλειδιά της φιλμογραφίας του, για να κάνουμε το πρώτο διάλειμμα στο δίωρο. 

Το διάλειμμά μας γίνεται μουσικό όταν τον ρωτώ για τον δίσκο που γράφει αυτή την εποχή, για να πάρω την εξής απάντηση: «Πάει μια χαρά! Θες να ακούσεις μερικά από τα καινούργια τραγούδια που κάνω τώρα;».

Στο μεταξύ, τα τραγούδια είναι υπέροχα.

Μου φέρνουν στον νου τον Randy Newman, με τη χαρακτηριστικά «νότια» χαλαρότητα να υποβαστάζει τους σαρκαστικούς στίχους – πάντα σε ύφος ελληνικό: ένα κομμάτι ξεκινά με κιθάρα ηλεκτρική να παίζει το βυζαντινό «Τη Υπερμάχω» και τον Γιάννη Αγγελάκα να τραγουδά στο ρεφρέν «Μήπως είναι τρελός, ολονών ο Θεός, καλέ μου;». Σε ένα άλλο ακούγεται: «Μη ρωτάς το γιατί / στη ζωή μας αυτή / νέοι, πλούσιοι και φτωχοί / μα και ο Χομεϊνί / καταλήγουν στη γη / με την τσέπη αδειανή».

Γλυκόπικρα τα τραγούδια, του κάνω. «Ναι, αλλά δεν είναι κυνικά! Είναι μάλλον δηκτικά – με τον αριστοφανικό τρόπο, θα έλεγα», απαντά, ενώ ακούμε μια δυνατή διασκευή του φημισμένου μπλουζ «Me and the devil» του Robert Johnson (κάποιοι ίσως θυμούνται την εκδοχή που ηχογράφησε, λίγο πριν πεθάνει, ο Gil-Scott Heron). Ακολουθεί άλλη μια, το «Nobody Knows You When You're Down and Out» του Jimmie Cox, σε στίχο ελληνικό, για να πιάσουμε την κουβέντα μας από εκεί που την αφήσαμε.

Τελειώνοντας, καθώς σηκώνομαι να φύγω, θυμάμαι μια διαφήμιση εντομοκτόνου με τον ίδιο σε ρόλο φυλακισμένου. 

Αμέσως ρίχνει την ατάκα: «"Μάκη, Τάκη, Σούλα! Κατσαριδάκια μου γλυκά! Φύγετε, φύγετε!". Μεγάλη επιτυχία! Μπορεί να είναι και του Νίκου Νικολαΐδη, δεν θυμάμαι ποιος την είχε σκηνοθετήσει. Και εννοείται πως το διασκέδασα, έχοντας κάνει φυλακή δύο φορές, μία το ’68 και μία το ’78, όταν με συνέλαβαν για την "ηθική αυτουργία στην εκ προθέσεως ανθρωποκτονία" της πρώην συζύγου μου, αν και τότε ζούσα στο εξωτερικό. Με άλλα λόγια, πλάκα κάναμε όταν γυρίζαμε αυτήν τη διαφήμιση, είχε και για μένα πλάκα δηλαδή, και όσο να ’ναι, πρέπει να τα παίρνεις και στην πλάκα κάποια πράγματα…»

Η ΦΟΝΙΣΣΑ (1974)

Σκηνοθέτης: Κώστας Φέρρης
Ηθοποιοί: Μαρία Αλκαίου, Δημήτρης Πουλικάκος, Δώρα Λιτανάκη, Ελένη Ιωάννου

Κινηματογραφική διασκευή της ομώνυμης νουβέλας του Α. Παπαδιαμάντη, με ηρωίδα τη Φραγκογιαννού, τη γρια-φόνισσα, η οποία σκοτώνει μικρά κορίτσια πιστεύοντας ότι έτσι τα λυτρώνει από τα βάσανα που τα περιμένουν σ' αυτό τον κόσμο. Ο Κώστας Φέρρης σκηνοθετεί σε έντονα εξπρεσιονιστικούς τόνους, δουλεύοντας τολμηρά και την ηχητική μπάντα, με την ηλεκτρονική μουσική του Σταύρου Λογαρίδη να αναδεικνύει ακόμα περισσότερο το παγανιστικό στοιχείο μιας ταινίας που μοιάζει να διαδραματίζεται σε μια ρωγμή του χρόνου. 

Οι παράξενες διαδρομές του Δημήτρη Πουλικάκου στο Ελληνικό Σινεμά Facebook Twitter
Η ΦΟΝΙΣΣΑ... Ήταν ζόρικα τα γυρίσματα για την πρωταγωνίστρια, Μαρία Αλκαίου, εκείνη τράβηξε το μεγαλύτερο ζόρι.

«Ήταν ζόρικα τα γυρίσματα για την πρωταγωνίστρια, Μαρία Αλκαίου, εκείνη τράβηξε το μεγαλύτερο ζόρι. Εμείς σε γενικές γραμμές περάσαμε καλά – με δυσκολίες βέβαια. Φέρρης στη σκηνοθεσία, από τις πρώτες του. Δεν ξέρω αν πραγματικά πιστεύαμε πως αλλάζαμε κάτι με αυτό το σινεμά, ή αν ήταν απλά "wishful thinking", που λέμε. Εκείνα τα χρόνια, όμως, οι σκηνοθέτες έβαζαν υποθήκη τα σπίτια τους για να τελειώσουν μια ταινία. Αυτό κάτι λέει. Και πάνω απ’ όλα, περνούσαμε καλά την ώρα που τις κάναμε. Ήμασταν η γενιά που μεγάλωσε με σινεμά, κάναμε κοπάνα και βλέπαμε τέσσερις ταινίες την ημέρα. Τσάμπα βέβαια, με τη μέθοδο της "απασχόλησης". Όταν είχε βγει η ταινία με τη Μπαρντό, το "Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα", βοηθήσαμε έναν συμμαθητή μας, τον Θοδωρή τον Παπάζογλου, να πηδήξει μια μάντρα και να μας βάλει μέσα στον Ορφέα. Ευτυχώς είχαμε έναν άλλο του οποίου οι γονείς είχαν τη βιομηχανία Άριστον και τον πήραμε μαζί για να μας βγάλει τα εισιτήρια. Βέβαια εμείς θέλαμε πλατεία, αλλά αυτός μας έβγαλε για θεωρείο που ήταν πιο φτηνά...» 

ΤΟ ΚΕΛΙ ΜΗΔΕΝ (1975)

Σκηνοθεσία: Γιάννης Σμαραγδής
Ηθοποιοί: Κώστας Καζάκος, Βαγγέλης Καζάν, Δημήτρης Πουλικάκος

Το έτος 1972 ένας απόστρατος αξιωματικός, εθνικόφρων και δημοκρατικός, συλλαμβάνεται από τα όργανα της χούντας, οδηγείται στα κελιά του ΕΑΤ/ΕΣΑ και, όταν αρνείται να συνεργαστεί με το καθεστώς, βασανίζεται ανελέητα. Η ταινία καταγράφει το χρονικό της φυλάκισής του και τις σχέσεις του με τους συγκρατούμενούς του (ένας παλιός αγωνιστής του ΕΛΑΣ, αλλοτινός ιδεολογικός του αντίπαλος, κι ένας νεαρός κομμουνιστής), τους βασανιστές του και τη γυναίκα του. 

«Η ταινία ήταν βασισμένη στα ημερολόγια του Αναστάσιου Μήνη, του στρατιωτικού, και στο σχετικό βιβλίο που είχε γράψει ο Περικλής Κοροβέσης. Τα δε γυρίσματα έγιναν στο Ζηρίνειο, στην Κηφισιά. Σε αυτό το κτίριο είχαν γυριστεί πολλές ταινίες τότε, κυρίως αυτές του λεγόμενου Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Θυμάμαι πως κυκλοφορούσα με μια στολή ΕΣΑτζή, αφού αυτός ήταν ο ρόλος μου. Πέρασα λοιπόν από ένα καφενείο, κάτι για να πάρω, και βλέπω τους γέροντες να σηκώνονται και να μου δίνουν τη θέση τους. Ε, και τρελαίνομαι! Δεν ντρέπεστε, τους λέω, μεγάλοι άνθρωποι είστε, μόλις έπεσε η χούντα! Τέλος πάντων, ο Κώστας Καζάκος έπαιζε τον Μήνη, και ο σκηνοθέτης του ασπρόμαυρου φιλμ ήταν ο Γιάννης Σμαραγδής. Άλλα χρόνια εκείνα! Σήμερα τη φιλμοσύνη του την οδηγεί το χέρι του Θεού!»

ΑΛΔΕΒΑΡΑΝ (1975)

Σκηνοθεσία: Ανδρέας Θωμόπουλος
Ηθοποιοί: Δημήτρης Φινινής, Δημήτρης Πουλικάκος, Ελένη Μανιάτη

Στο Αλδεβαράν, μια φανταστική χώρα κάπου στην Ευρώπη, που μπορεί να είναι και η Αθήνα, ζουν μαζί ο Δημήτρης, ο ποιητής, ο Κρις, ο μουσικός, και η Μαγδαληνή, η πόρνη, δίνοντας παραστάσεις στα καφενεία. Όταν ο Κρις μαθαίνει ότι ο Δημήτρης έχει λίγους μήνες ζωής, φεύγει και τον αφήνει μόνο του με τη Μαγδαληνή. Ταινία-θρύλος για το Νέο Ελληνικό Σινεμά (και ουσιαστική καταγραφή της εποχής) που, σύμφωνα με τον ίδιο τον Θωμόπουλο, γυρίστηκε «με κρυφούς συμμάχους την ιερή ανεμελιά και το δημιουργικό θράσος της νιότης». Ακούγονται τα τραγούδια «Σκόνη, πέτρες, λάσπη» και «Ο γιατρός παιδιά». 

(Διαβάζω τις στροφές από το «υπερλεξιστικό» ποίημα που ακούγεται στην ταινία)

«Ζινόντας από βίδωνος σαβίνι
ανάνιμα και ερωμιδαλιό
συνέρωσα το βίνο του Σαβίνη
σ' ένα άφαρο ραμένικο παλιό»

«Το θυμάμαι ελάχιστα, αλλά, ξέρεις, ήταν πολύ της μόδας τότε τα "λεξιστικά" παιχνίδια. Όπως εκείνο του Αλέξανδρου Σχινά που έλεγε: "Χαρούμενα δρουβούζαν και ζουπηχτά βρυξούσαν, μα μόλις είδαν το λιλιό, επέσαν και ζυρζήβαν". Αυτά, θυμάμαι, τα υπέγραφε ως Ελευθέριος Δούγιας. Η ταινία ήταν σε σκηνοθεσία του Ανδρέα Θωμόπουλου, που μετά έκανε τον "Ασυμβίβαστο" με τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Έβοσκε τα Ζεν κι αυτός! Περνούσαμε πολύ καλά με τον Ανδρέα. Στο μοντάζ του "Αλδεβαράν", η Τώνια Μαρκετάκη. Οι σκηνές μου με το συγκρότημα στο "Άλδεβαράν" γυρίστηκαν τελευταίες. Playback βέβαια, απλά μάζεψα γνωστούς και φίλους και το στήσαμε. Ήταν εκεί και ο Άγγελος ο Μαστοράκης, που μας έχει αφήσει χρόνους. Και ποιος δεν μας έχει αφήσει, να μου πεις. Το ξέρεις πως έχω παίξει σε μια ταινία της Τώνιας που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ; Sci-fi ήταν, θυμάμαι είχαμε πάει για γυρίσματα στη Λευκάδα, λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό της. Eίχε βαφτεί μια αμμουδιά ροζ εκεί, για τις ανάγκες μιας σκηνής, πρέπει να τους είχε κοστίσει πολλά. Αλλά το ήθελε, και το έκανε. Γλυκύτατος άνθρωπος η Μαρκετάκη, όπως ακριβώς και η Φρίντα Λιάππα. Τον Θωμόπουλο τον γνώρισα στα γραφεία της Spot Thompson, της διαφημιστικής. Τότε δούλευαν επίσης γι’ αυτήν ο Νίκος Νικολαΐδης, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο Γιώργος Πανουσόπουλος, ο Γιώργος Μανιάτης, ο Νίκος Περάκης, ο Ανδρέας Μπέλης κι εγώ». 

MIA ΖΩΗ ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙΣ (1977)

Σκηνοθεσία: Φρίντα Λιάππα
Ηθοποιοί: Δημήτρης Πουλικάκος, Νένα Μεντή, Μπέττυ Αρβανίτη

Μια ερωτική ιστορία στην Αθήνα του 1977, ανάμεσα σε μια αριστερή δημοσιογράφο και έναν ηθοποιό που έχει εγκαταλείψει το θέατρο, η οποία δανείζεται τον τίτλο ενός λαϊκού τραγουδιού του Μητροπάνου. Η σκηνοθέτιδα από τη Μεσσήνη σκιαγραφεί ανάγλυφα και με αιχμηρό τρόπο μια συγκεκριμένη γενιά και μια συγκεκριμένη εποχή: αυτή της Μεταπολίτευσης. 

Οι παράξενες διαδρομές του Δημήτρη Πουλικάκου στο Ελληνικό Σινεμά Facebook Twitter
ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙΣ... Τη Φρίντα [Λιάππα, δεξιά] τη γνώρισα πρώτη φορά στην Ασφάλεια, το 1968, στην Μπουμπουλίνας. Όλος ο κόσμος ήταν μέσα τότε, και τα παιδιά του Ρήγα Φεραίου μαζεμένα!

«Όταν γυρίσαμε την ταινία με τη Λιάππα, υπήρχε ένα θέμα: η Μεντή είχε υποστεί μια επίθεση τότε, στο σπίτι της – κάποιος μπήκε μαζί της στο ασανσέρ, ήταν σεξουαλικό, καταλαβαίνεις. Είχαμε λοιπόν κάποιες σκηνές ερωτικές, και επειδή είχα ενημερωθεί για το συμβάν, φρόντισα να είμαι όσο πιο τρυφερός γίνεται. Νομίζω το εξετίμησε αυτό, μιας και είχαμε πάντα μια γλυκιά σχέση. Ξαναβρεθήκαμε, θυμάμαι, σε ένα επεισόδιο των "Αυθαίρετων", όπου έκανε την πρόεδρο του δικαστηρίου. Τη Φρίντα τη γνώρισα πρώτη φορά στην Ασφάλεια, το 1968, στην Μπουμπουλίνας. Όλος ο κόσμος ήταν μέσα τότε, και τα παιδιά του Ρήγα Φεραίου μαζεμένα! Εκείνη την είχαν στην απομόνωση. Την έβγαζαν έξω μόνο για να πάει τουαλέτα, και κάθε φορά φώναζαν "Όλοι κάτω!" για να μη βλέπουμε, να μην ακούμε… Σαν τα ποντίκια, ξέρεις. Εμένα με είχαν μαζέψει με την παρέα μου, και είχα "δυνατή" παρέα τότε, χασικλήδες όλοι, φάγαμε το ξύλο που μας επιμερίστηκε. Κοιμόμασταν ο ένας πάνω στον άλλο, κυριολεκτικά. Δεν έχω ξαναζήσει τέτοιο πράγμα. Τώρα που στα λέω γελάω, αλλά ταυτόχρονα σκέφτομαι πόσο αντίστροφα είναι τα συναισθήματα. Όταν θυμάσαι κάτι δυσάρεστο, γελάς γιατί χαίρεσαι που τη γλίτωσες. Όταν θυμάσαι κάτι ευχάριστο, λυπάσαι γιατί ήταν τόσο ωραία τότε». 

HAPPY DAY (1976)

Σκηνοθεσία: Παντελής Βούλγαρης
Ηθοποιοί: Γιώργος Μοσχίδης, Σταύρος Καλαρόγλου, Κωνσταντίνος Τζούμας, Γιάννης Μποσταντζόγλου, Δημήτρης Πουλικάκος

Ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης σε ένα ξερονήσι αποτελεί το κολαστήριο των εξόριστων κρατουμένων. Ανακρίσεις, βία ψυχολογική αλλά και φυσική, καψόνια και βασανιστήρια συνθέτουν την καθημερινότητα των ανθρώπων που ζουν εκεί. Η ταινία, βασισμένη στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Ανδρέα Φραγκιά "Ο λοιμός", δίχασε την κριτική. Ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος την εκθείασε, χαρακτηρίζοντάς τη "… μεγάλη ταινία, υποκειμενική και αντικειμενική, εθνική και πανανθρώπινη". Στην απέναντι μεριά, ο Βασίλης Ραφαηλίδης θεωρούσε πως "δουλεύει αποκλειστικά στο επίπεδο του παραδοσιακού ανθρωπισμού με μια αόρατη καταγγελία της βίας και διακηρύσσει μια πίστη στην ενυπάρχουσα στον άνθρωπο καλοσύνη, μεταφυσικώ τω τρόπω"».

«Είχε πλάκα το "Happy Day". Ξέρεις, εμένα μου αρέσει, ό,τι και να κάνω, όχι μόνο να περνάω εγώ καλά, αλλά να περνάμε όλοι καλά. O Τσεμπερόπουλος εκτελούσε χρέη φωτογράφου, αλλά και βοηθού σκηνοθέτη – όπως κι εγώ, για να "τρέξουμε" λίγο τα πράγματα. Είχαμε βέβαια πολλά φαντάρια στα γυρίσματα (σ.σ.: Ο Βούλγαρης αναφέρει πως ο στρατός παραχώρησε στην παραγωγή 75 φαντάρους κατηγορίας Ι4), οι οποίοι θαρρώ πως δεν καλοπεράσανε. Όχι πως τους βασανίσαμε δηλαδή, αλλά είμαι βέβαιος πως η παράδοση της Μακρονήσου "πέρασε" και σ’ αυτό το στοιχείο. Τέλος πάντων, πηγαίναμε με τον Τσεμπερόπουλο για να τους ξυπνήσουμε, τα χαράματα, ξέρεις. Εκείνοι έμεναν σε κάτι χαλάσματα, σ' ένα κτίριο που δεν είχε ούτε πόρτες ούτε παράθυρα. Φυσούσε και έφευγαν τα σεντόνια. Είχαμε και τον μίμο, τον Τζακ Νάιτ! Στην οντισιόν τον ρώτησαν για πλάκα αν μπορεί να τους κάνει τη μύγα, κι αυτός, παλιά καραβάνα, τους είπε, "εσωτερικού ή εξωτερικού χώρου;". Ήταν μαζί μας ο Τζούμας, ο Μοσχίδης, ο Γιάννης ο Μποσταντζόγλου… και ο Σαββόπουλος, που είχε γράψει τη μουσική. Δεκαετίες μετά θα τυλιγόταν με τη σημαία, παίζοντας στα στρατόπεδα. Ας προσέχαμε, θα μου πεις – αλλά έχει γράψει σημαντικά τραγούδια ο συγκεκριμένος, και η αξία τους δεν αναιρείται. Κάποια είναι κλεμμένα, λένε. Όλα κλεμμένα είναι στη μουσική! Το θέμα είναι εσύ πώς τα μεταχειρίζεσαι».  

ΟΙ ΤΕΜΠΕΛΗΔΕΣ ΤΗΣ ΕΥΦΟΡΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ (1978)

Σκηνοθεσία: Νίκος Παναγιωτόπουλος
Ηθοποιοί: Νικήτας Τσακίρογλου, Βασίλης Διαμαντόπουλος, Δημήτρης Πουλικάκος, Γιώργος Διαλεγμένος, Όλγα Καρλάτου, Κώστας Σφήκας

Ένας εύπορος μεγαλοαστός κι οι τρεις γιοι του βρίσκονται σε μια επιβλητική εξοχική έπαυλη όπου αρχίζουν να υποκύπτουν στη νωθρότητα, απαλλαγμένοι από την ανάγκη της οποιασδήποτε εργασίας. Μια από τις κορυφαίες στιγμές του Νίκου Παναγιωτόπουλου, αλλά και του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, που γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία.

«Η πιο χαλαρή περίοδος της ζωής μου: ξύπναγα πρωί πρωί για να πάω να ξανακοιμηθώ. Έχω μια σκηνή με τον Κώστα Σφήκα στην ταινία (σ.σ.: Ίσως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του ελληνικού πειραματικού σινεμά) – άλλος ένας που έχει υποφέρει από το κράξιμο στο Φεστιβάλ. Αυστηρούλης ο Παναγιωτόπουλος στα γυρίσματα, όμως ήξερε ακριβώς τι ήθελε. Και αυτό δεν συμβαίνει πολύ συχνά. Τα 250.000 εισιτήρια της ταινίας τότε, σπάνιο, αναπάντεχο πράγμα – και μάλιστα για τέτοια ταινία. Είχε έρθει τότε για συνέντευξη στο σετ η συχωρεμένη η Σούλα (σ.σ.: αναφέρεται στη δημοσιογράφο –και μετέπειτα ιδιαιτέρα της Μελίνας Μερκούρη– Σούλα Αλεξανδροπούλου) και ο Παναγιωτόπουλος διαλέγει εμένα και τον Νικήτα Τσακίρογλου. Καθόμαστε λοιπόν δίπλα-δίπλα, εκείνος με πολιτικά, εγώ με τα ρούχα της δουλειάς, πιτζάμες και μια ρόμπα, όπως ήμασταν στην ταινία. Ξεκινά λοιπόν ο Νικήτας μια, ας πούμε, "λόγια" ανάλυση του πράγματος, περί του τι θέλουν να πουν οι "Τεμπέληδες", με τον Νίκο να παρακολουθεί ατάραχος. Ρωτάει και μένα η Σούλα και της κάνω "Εγώ, όπως το βλέπω, ο Νίκος έχει κάνει μια ταινία για να μπορέσει ένας άνθρωπος βασανισμένος να μπει σε έναν σκοτεινό χώρο και να ρίξει έναν υπνάκο δυο ωρίτσες". Γέλαγε ο Νίκος, άφριζε ο Νικήτας! Το είχαμε μιλήσει βέβαια αυτό με τον Νίκο από πριν, γιατί ο Νίκος μπορεί να ήταν αυστηρός στο γύρισμα, αλλά είχε και χιούμορ βαθύ, ιδιαίτερο. Ξαναβρεθήκαμε μάλιστα με το "Αθήνα - Κωνσταντινούπολη" που γύρισε το 2008, αν δεν κάνω λάθος. Καλά είχαμε περάσει και τότε, ειδικά στην Τουρκία – αν εξαιρέσεις δηλαδή τον χρόνο που είχε περάσει ενδιαμέσως…» 

ΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ (1981)

Σκηνοθεσία: Γιώργος Πανουσόπουλος
Ηθοποιοί: Άρης Ρέτσος, Μπέττυ Λιβανού, Δημήτρης Πουλικάκος

Ένας φοιτητής και μέλος μιας παρέας μηχανόβιων, ο Χάρης, ζει με τη χήρα μητέρα του σ’ ένα αθηναϊκό διαμέρισμα. Μ’ ένα τηλεσκόπιο παρακολουθεί μανιωδώς μια μεγαλύτερη γυναίκα, τη Στέλλα, που ζει με τον άνδρα της και την κόρη της σ’ ένα παρόμοιο διαμέρισμα, στην απέναντι πλευρά του δρόμου. 

Οι παράξενες διαδρομές του Δημήτρη Πουλικάκου στο Ελληνικό Σινεμά Facebook Twitter
ΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ... Όπως τραγουδούσε και ο Νίκος ο Παπάζογλου, όλα τριγύρω αλλάζουνε, κι όλα τα ίδια μένουν. Για να μη σου πω τα ίδια και χειρότερα, για να επανέλθουμε λίγο και στην πραγματικότητα που ζούμε, που είναι γάμησέ τα.

«Αυτή ήταν μια ωραία ταινία. Και είχε μια ωραία αίσθηση της καλοκαιρινής Αθήνας τότε. Από την παρέα της Spot Thompson και ο Πανουσόπουλος. Εγώ ήμουν ο "αχτένιστος" στο σενάριο, επειδή είχα τότε τα μαλλιά, ξέρεις. Πώς θα τον παίξεις, με ρωτάει, περίμενε και θα δεις, του λέω. Οπότε πάω σε ένα κουρείο και φτάνω στο σετ κουρεμένος! Με κοιτάει καλά-καλά, και του εξηγώ: "Αχτένιστος θα πει δεν χρειάζομαι χτένισμα!". Και σ’ αυτή την ταινία ένιωθες πως κάτι διαφορετικό πάει να γίνει, έκανε και πολλά εισιτήρια, όπως και της άξιζε, αλλά τελικά με την ελπίδα μείναμε και πάλι. Όπως τραγουδούσε και ο Νίκος ο Παπάζογλου, όλα τριγύρω αλλάζουνε, κι όλα τα ίδια μένουν. Για να μη σου πω τα ίδια και χειρότερα, για να επανέλθουμε λίγο και στην πραγματικότητα που ζούμε, που είναι γάμησέ τα». 

ΡΕΒΑΝΣ (1983)

Σκηνοθεσία: Νίκος Βεργίτσης
Ηθοποιοί: Αντώνης Καφετζόπουλος, Γιώτα Φέστα, Δημήτρης Πουλικάκος

Ένας τριαντάρης με εμμονή με τις κινηματογραφικές ταινίες, αποφασίζει να ξεφύγει από την καθημερινότητά του και ξεκινάει μια ερωτική σχέση με την κοπέλα του αδελφικού του φίλου. Ο Χρήστος Βακαλόπουλος (Ντέφι 8, 1983) σημειώνει: "Μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων κινηματογραφόφιλων δικαιώνεται με τη Ρεβάνς, αυτοί δηλαδή που πάντα πίστευαν ότι ο κινηματογράφος είναι θέμα ζωής κι όχι υπόθεση σχολιασμού"».

«"Ο πατέρας μου όταν πήγα στο σχολείο, τρία πράγματα μου είπε να μην κάνω. Να μην καπνίσω χασίσι, να μη γίνω κομμουνιστής και να μη γίνω πούστης. Σκέψου γκίνια, ε;". Έμεινε στην ιστορία αυτή η ατάκα. Ωραία και η "Ρεβάνς"! Θυμάσαι πως εκείνα τα χρόνια το ελληνικό σινεμά παρουσίαζε συνέχεια τους γκέι με, ας πούμε, "τσαλιμάκια". Οπότε εγώ μάλλον ήμουν ο πρώτος που έπαιξε έτσι έναν γκέι χαρακτήρα, που το "πέρασε" με αυτόν τον τρόπο, τότε. Νομίζω πως το εκτίμησε αυτό η κοινότητα. Με τον αδελφό του σκηνοθέτη Νίκου Βεργίτση ήμασταν παιδικοί φίλοι πριν καν πάμε στο σχολείο. Όλως τυχαίως. Με τη "Ρεβάνς" πήρα το πρώτο μου βραβείο, το δεύτερο το πήρα το 1992 με τη "Δονούσα" της ικανότατης σκηνοθέτιδας Αγγελικής Αντωνίου. Θα έκανε μεγάλη εντύπωση αυτή η ταινία αν έβγαινε σήμερα, με το θέμα της αιμομιξίας και τον τρόπο με τον οποίο το επεξεργάζεται».

Ο ΔΡΑΚΟΥΛΑΣ ΤΩΝ ΕΞΑΡΧΕΙΩΝ (1983)

Σκηνοθεσία: Νίκος Ζερβός
Ηθοποιοί: Τζίμης Πανούσης, Βαγγέλης Κοτρώνης, Ισαβέλλα Μαυράκη, Δημήτρης Πουλικάκος

Ένας βαμπίρ επιστήμονας που έχει έρθει στην Ελλάδα από τα Καρπάθια προσπαθεί να πραγματοποιήσει ένα παρανοϊκό σχέδιο: τη δημιουργία του τέλειου μουσικού συγκροτήματος, από μέλη πεθαμένων μουσικών.

Οι παράξενες διαδρομές του Δημήτρη Πουλικάκου στο Ελληνικό Σινεμά Facebook Twitter
Ο ΔΡΑΚΟΥΛΑΣ ΤΩΝ ΕΞΑΡΧΕΙΩΝ

«Ούτε που θυμάμαι σε πόσες ταινίες του Ζερβού έχω παίξει. Μέχρι και στο "Show Bitch" εμφανίζομαι! Έχει πλάκα κι ο Ζερβός. Και ο ίδιος, και το να κάνεις ταινία μαζί του. Μετά βέβαια βλέπεις την ταινία… αλλά ελπίζεις πως την άλλη φορά θα το πάει λίγο μακρύτερα. Το "Σουβλίστε τους!", ας πούμε, έδειχνε άναρχο σε πολλούς, αλλά θα έπρεπε να ήταν ακόμα περισσότερο, όπως δηλαδή ήταν στο σενάριο. Πάλι καλά, θα μου πεις. Μεγάλη φυσιογνωμία στον "Δράκουλα των Εξαρχείων" ήταν ο Βαγγέλης Κοτρώνης, που σκοτώθηκε με τη μηχανή.

Εκεί λέω για πρώτη φορά τη διασκευή του "Υπάρχω", σε ένα μαγαζί στην Πέτρου Ράλλη, ντυμένος αστυνομικός. Ήταν μια συνειδητή, συμβολική επιλογή: "Όσο υπάρχεις, θα υπάρχω". Για να μην ξεχνιόμαστε. Είχα και αυτό το make-up, ως ζόμπι αστυνομικός, μου το πέρναγαν στις 9 το πρωί, και τελικά ξεκινούσαμε το γύρισμα στις 9 το βράδυ. Τα άκουσε ο Ζερβός, εννοείται, αλλά τον αγαπάω, τι να τον κάνω.

Με τον Τζίμη κάναμε μετά ένα πρωτοχρονιάτικο σκετς, δεν θυμάμαι σε ποιο κανάλι, όπου παίζαμε δύο άστεγους. Ωραίος ο Τζίμης. Και ο Νικόλας Άσιμος στην ταινία. Που με όλους τσακωνόταν ο Νικόλας – μόνο με μένα δεν είχε συγκρουστεί. Ίσως του είχε μείνει κατάλοιπο από τη συναυλία στου Ζωγράφου. Εκείνη τη βραδιά είχε πετάξει ένα μπουκάλι στη σκηνή, μεθυσμένος βέβαια. Είχε σκάσει στα πόδια των δυο ντράμερ που είχαμε εκεί. Ε, και το πιάνω εγώ και του το πετάω πίσω (σ.σ.: Το περιστατικό ακούγεται στον live δίσκο "Crazy Love στου Ζωγράφου"). Από τότε με αγριοκοίταζε μεν, αλλά πάντα χαιρετιόμασταν». 

Ο ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΟΣ (1987)

Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος
Ηθοποιοί: Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Νάντια Μουρούζη, Τζένη Ρουσσέα, Δημήτρης Πουλικάκος

O Σπύρος, δάσκαλος σε μια μικρή επαρχιακή πόλη όπου πέρασε όλη του τη ζωή, εγκαταλείπει τη διδασκαλία και το σπίτι του, διασχίζοντας τη χώρα με τις κυψέλες, όπως έκανε ανέκαθεν ο πατέρας του. Η συνάντησή του με μια κοπέλα θα του ξαναζωντανέψει παλιά συναισθήματα κι αναμνήσεις.

«Στον "Μελισσοκόμο" πρωτογνώρισα τον Μαρτσέλο! Καθόμασταν, θυμάμαι, σε ένα βενζινάδικο στην Ακράτα, στην Εθνική Οδό, και τρώγαμε – είχε δίπλα ένα, ας το πούμε, εστιατόριο. Κουβεντιάζαμε στα ιταλο-γαλλικά για κάνα εικοσάλεπτο, μια μικρή ανταλλαγή εντυπώσεων και φιλοσοφικών ζητημάτων, αλλά, ξέρεις, τα βασικά. Κάποια στιγμή λοιπόν συνειδητοποιήσαμε πως παρατηρούμε και οι δύο τον Θόδωρο, που έστηνε κάποιο πλάνο καμιά πενηνταριά μέτρα πιο πέρα. Εκείνη την ώρα, ο Μαστρογιάνι γυρίζει και μου λέει: "Αυτός ο άνθρωπος παίρνει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά", σαν να το ’ξερε πως σκεφτόμουν το ίδιο πράγμα. Εκεί φτιάξαμε με τον Μαρτσέλο μια γλυκιά, φιλική σχέση, που τη συνεχίσαμε και στο "Μετέωρο βήμα του πελαργού". Πολύ σπουδαίο παιδί, με ένα ταλέντο εντελώς φυσικό. Το ’χουν αυτό οι Ιταλοί. Και θα ’πρεπε να το ’χουμε κι εμείς. Αλλά εμείς έχουμε βαθιά συνείδηση του εαυτού μας, κι αυτό βλάπτει».

SWEET COUNTRY (1987)

Σκηνοθεσία: Μιχάλης Κακογιάννης
Ηθοποιοί: Τζέιν Αλεξάντερ, Φράνκο Νέρο, Ράντι Κουέιντ, Δημήτρης Πουλικάκος

Ο Κακογιάννης αφηγείται τα οδυνηρά γεγονότα της δικτατορίας της Χιλής μετά τη δολοφονία του προέδρου της, Σαλβαντόρ Αλιέντε, και την κατάληψη της εξουσίας από τον στρατηγό Πινοσέτ. Η δράση επικεντρώνεται σε δύο οικογένειες που παγιδεύονται από τους στρατιωτικούς. Μεγάλη παραγωγή στην εποχή της, και με διεθνές καστ.

«Για τη δικτατορία στη Χιλή η ταινία, και καλά "βίοι παράλληλοι" μ’ εμάς, ξέρεις. Έκανα έναν βασανιστή εκεί, έναν Χιλιανό αξιωματικό που τον καθαρίζουν από μια ταράτσα. Έπαιζε και η Τζέιν Αλεξάντερ, μια πολύ καλή ηθοποιός, Αμερικάνα. Και ο Ράντι Κουέιντ, ο λιγότερο ομορφούλης αδελφός του Ντένις Κουέιντ, που τον θυμόμαστε στο "Τελευταίο απόσπασμα" του Χαλ Άσμπι. Πολύ καλός κι αυτός. Με είχε σοκάρει ο Κακογιάννης, που έβριζε χυδαία το συνεργείο. Όταν σου λέω "χυδαία", το εννοώ. Δεν φανταζόμουν ποτέ πως κάποιος θα μιλούσε τόσο άσχημα σε επαγγελματίες σαν τον Ανδρέα τον Μπέλη (σ.σ.: Φημισμένος διευθυντής φωτογραφίας), ας πούμε. Σε εμένα, όμως, ερχόταν και μου ψιθύριζε στο αυτί "Δημήτρη μου, μήπως να το κάνουμε έτσι;", "Ό,τι θες", του απαντούσα εγώ. Κάποια στιγμή λοιπόν, με ρωτάει ο Άλεξ ο Μυλωνάς, που είχε μόλις έρθει από την Αμερική και έπαιζε κι αυτός στην ταινία: "Τι του έχεις κάνει εσύ και δεν σε βρίζει;" Και του απαντώ "Άλεξ, ο άνθρωπος δεν είναι κανένας χθεσινός, κόβει το μάτι του. Ξέρει πως αν μου μιλήσει έτσι, θα φάει μια μπούφλα και θα πάει ο τσαμπουκάς περίπατο"».

ΤΕΡΙΡΕΜ (1987)

Σκηνοθεσία: Απόστολος Δοξιάδης
Ηθοποιοί: Αντώνης Καφετζόπουλος, Όλια Λαζαρίδου, Δημήτρης Πουλικάκος

Ένας νεαρός καραγκιοζοπαίχτης και η άρρωστη γυναίκα του πηγαίνουν να δώσουν παραστάσεις σ' ένα χωριό, που αναστατώνεται από μια σειρά περίεργων οραμάτων και θαυμάτων, σε μια εξίσου περίεργη αλλά όχι και τόσο θαυμαστή ταινία, δεύτερη του σκηνοθέτη μετά την εξαίσια «Υπόγεια διαδρομή» του 1983. Ο περιβόητος Β’ εξώστης του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης γιούχαρε το φιλμ με ενθουσιασμό.  

«Σε ρόλο αρχαιοκάπηλου! Πλάκα είχε και το "Τεριρέμ", την είχε την ιδιαιτερότητά του, αν και ο Δοξιάδης είχε φάει πολύ κράξιμο στη Θεσσαλονίκη εκείνη τη χρονιά. Βέβαια, δεν ήταν ο μόνος. Ήταν η θρυλική εποχή του εξώστη στη Θεσσαλονίκη τότε. Τον "Καπετάν Μεϊντάνο" του Δήμου Θέου τον έλεγαν "Καπετάν Μαϊντανό". Στον Φώτο Λαμπρινό του "Δοξόμπους" φώναζαν "Είσαι να πάμε για κάνα Δοξόμπους;", ενώ εκεί πρωτοακούστηκε και το "Τεριρέμ και ξερό ψωμί"! Αλλά το κράξιμο το έπαιρναν πολύ προσωπικά, όλοι τους. Στον σκηνοθέτη του "Δοξόμπους" έλεγα: "Φώτη, πρέπει να είσαι χαρούμενος, δεν έφτιαξες μια ταινία για να περάσει ο άλλος την ώρα του, έφτιαξες έναν χώρο όπου ήρθε ο κόσμος, με τον χαριτωμένο του τρόπο, το κράξιμο δηλαδή, να εκφράσει ένα ενδιαφέρον άλλου τύπου, και αυτό θα ’πρεπε να σε ευχαριστεί". Ε, δεν το άκουγε έτσι. Η σοβαροφάνεια είναι σοβαρή πάθηση, αλλά παθαίνουμε και δεν μαθαίνουμε. Εμένα πάντως μου άρεσε να κάθομαι στον εξώστη. Σου έλεγε ο άλλος, μα παίζεις στην ταινία που κράζουν. Έτερον εκάτερον!»

BIOS ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ (1987)

Σκηνοθεσία: Νίκος Περάκης
Ηθοποιοί: Γιώργος Κιμούλης, Δημήτρης Πουλικάκος, Παύλος Κοντογιαννίδης

Ένας ιδιοφυής ηλεκτρονικός, μέλος της επαναστατικής οργάνωσης Συνταγματικός Αγώνας, συνδέει τον κομπιούτερ του διοικητού του ΤΟΕ μ’ έναν εκρηκτικό μηχανισμό, απειλώντας έτσι να καταστρέψει τις τηλεπικοινωνίες της χώρας, αν δεν του επιτρέψουν να βγει ζωντανά στον αέρα, κατά τη διάρκεια μετάδοσης ενός σημαντικού ποδοσφαιρικού αγώνα. 

Οι παράξενες διαδρομές του Δημήτρη Πουλικάκου στο Ελληνικό Σινεμά Facebook Twitter
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ... Στο «Βίος...» είναι που τους λέω το «Σε τι χρωστάμε τη βίζιτα;»

«Μιλά τόσο σοβαρά για τη μεταπολιτευτική Ελλάδα, κι όμως είναι κωμωδία. Πικρή κωμωδία. Για μένα, η καλύτερη ταινία του. Πλάκα είχε κι αυτό. Παίζω έναν σκηνοθέτη πορνό εδώ, κολλητό από τα χρόνια της χούντας με τους εμπλεκόμενους στην πλοκή. Είχα μεγαλύτερο ρόλο εδώ απ’ ό,τι στη "Λούφα", που ήταν μια ταινία κάπως αυτοβιογραφική για την παρέα της Thompson, καθώς οι περισσότεροι δούλευαν μαζί στην τηλεόραση εκείνα τα χρόνια. Στο "BIOS" είναι που τους λέω το "Σε τι χρωστάμε τη βίζιτα;" (γέλια). Θυμάμαι που γυρίσαμε και στη ΓΑΔΑ – έχει καλό χιούμορ ο Περάκης. Τον είχα πιάσει από την αρχή της καριέρας του: κατέβαινα ένα βράδυ την Αλεξάνδρας, και στο Ζήνα έπαιζε εκείνη τη γερμανική ταινία του, το "Bomber & Paganini" και θυμάμαι πως μου άρεσε πάρα πολύ. Δυστυχώς το "BIOS" έκοψε λιγότερα εισιτήρια από τη "Λούφα", ίσως επειδή είχε πάρει πατριωτικά το ζήτημα το ΠΑΣΟΚ τότε. Αλλά και τη "Λούφα" η αριστερή κριτική δεν την είδε με καλό μάτι. Οτιδήποτε δεν έχει να κάνει με τον πόλεμο των τάξεων, σου λέει, είναι αστικό. Λες και δεν είμαστε όλοι αστοί. Μη μου πεις πως ο Κουτσούμπας δεν είναι αστός!»

MADE IN GREECE (1987)

Σκηνοθεσία: Παύλος Αγγελόπουλος
Ηθοποιοί: Χάρρυ Κλυνν, Δημήτρης Πουλικάκος, Άλκης Παναγιωτίδης, Διονύσης Σαββόπουλος

Ένας τρόφιμος ασύλου για τους αντιρρησίες συνείδησης βγαίνει από το ίδρυμα μετά από 20 χρόνια εγκλεισμού. Περιφέρεται σε έναν τόπο που δεν του θυμίζει τίποτα από το παρελθόν και συναντάει παντού την τρέλα και τον κοινωνικό και πολιτικό ξεπεσμό. Στο τέλος θα επιστρέψει στο ίδρυμα, προτιμώντας την ισόβια απομόνωση. Η δεύτερη ολοκληρωμένη κινηματογραφική απόπειρα του Χάρρυ Κλυνν είναι μια επεισοδιακή, ενίοτε ξεκαρδιστική αλλά και αρκετά πικρή σάτιρα. 

«Πολύ καλός ο Κλυνν. Και workaholic. Εγώ ήμουν βασανιστής των ναζί, μαζί με τον Άλκη Παναγιωτίδη. Είχαμε μια σκηνή κλωτσοπατινάδας με τον Κλυνν, έπρεπε να τον ανεβάσουμε κάποια σκαλιά, πολύ ζόρικα. Εγώ, στο μεταξύ, ήξερα πως δουλεύει ο Χάρρυ και του τις έχωνα, αλλά ο Άλκης, που δεν τον γνώριζε, προσπαθούσε να μην τον χτυπά δυνατά. Και τότε ήταν που ο Κλυνν σταματούσε το γύρισμα και μας έβαζε να ξαναπάμε τη σκηνή. "Δεν θέλω να φαίνεται", έλεγε, "θέλω να είναι!" Ε, τελείωνε το γύρισμα, κι ο Χάρρυ Κλυνν ήταν μπλε από τις κλωτσιές – αλλά έτσι ήταν, δεν άφηνε τίποτα στην τύχη, ήταν τελειομανής, όλα έπρεπε να λειτουργούν ρολόι, που λέμε. Δες ξανά τις ταινίες του, είναι πολύ φροντισμένες σε όλα τους. Δεν υπήρξε ποτέ τσαπατσούλης, αν και εκείνη την εποχή, την εποχή της άπιαστης δημοφιλίας του δηλαδή, θα μπορούσε άνετα να βγάζει πολύ χρήμα με αρπαχτές». 

ΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΒΗΜΑ ΤΟΥ ΠΕΛΑΡΓΟΥ (1991)

Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος
Ηθοποιοί: Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Ζαν Μορό, Ηλίας Λογοθέτης, Δημήτρης Πουλικάκος

Ένας πολιτικός, μετά από μια συνεδρίαση στη Βουλή όπου εκφωνεί μάλλον μια ποιητική ανακοίνωση παρά έναν πολιτικό λόγο, εγκαταλείπει το κοινοβούλιο και το σπίτι του, κι εξαφανίζεται χωρίς ν' αφήσει κανένα ίχνος. Τα γυρίσματα της ταινίας στη Φλώρινα σημαδεύτηκαν από την έντονη αντίδραση του μητροπολίτη Καντιώτη, που έστρεψε τους κατοίκους της πόλης ενάντια στον Αγγελόπουλο και το συνεργείο του. Χρόνια μετά, ο Καντιώτης θα πει στον Γιώργο Λιάνη πως τον είχε ενοχλήσει το γεγονός ότι, ενώ ο Αγγελόπουλος έκανε γυρίσματα λίγα μέτρα από τη Μητρόπολη, δεν ενημέρωσε ποτέ για το τι επρόκειτο να κάνει.

Οι παράξενες διαδρομές του Δημήτρη Πουλικάκου στο Ελληνικό Σινεμά Facebook Twitter
ΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΒΗΜΑ ΤΟΥ ΠΕΛΑΡΓΟΥ... Πολλά μπορούμε να πούμε για τον Θόδωρο. Ας μην ξεχνάμε όμως πως έφυγε κάνοντας αυτό που αγαπούσε. Αυτό νομίζω μετράει περισσότερο απ’ όλα.

«Φλώρινα, εκεί που μας αφόρισε ο Καντιώτης! Όλο το συνεργείο! Έβαζαν ψαλμωδίες και εμβατήρια από τα μεγάφωνα των εκκλησιών για να μη μπορέσουμε να γυρίσουμε. Εμείς βέβαια τραβούσαμε χωρίς ήχο, αλλά η πίεση ήταν μεγάλη. Κάποιοι το ρίχναμε και στην πλάκα, αλλά από τη μεριά της παραγωγής φαντάζομαι πως δεν θα υπήρχε τέτοια διάθεση. Έχεις τώρα γύρισμα στην πόλη ένα οκτάωρο με σαράντα άτομα κόσμο, και έρχεται ο άλλος και σου βάζει εμπόδια. Είναι λεφτά αυτά. Αλλά την κάναμε τη δουλειά μας. Τον θυμάμαι να ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες σε ένα γιαπί, τον Θόδωρο, αγχωμένος, τη μέρα που γύριζαν τα πλάνα του Μαστρογιάνι και της Μορό σε ένα μπαλκόνι. Όπως ανεβοκατέβαινε, μονολογούσε "πώς θα κάνω κοντινό πλάνο, δεν έχω κάνει ποτέ μου κοντινό!". Και εγώ σκεφτόμουν, μα είναι δυνατόν να σκέφτεσαι κάτι τέτοιο όταν έχεις μπροστά σου τον Μαστρογιάνι και τη Μορό! Ξέρεις, τον Αγγελόπουλο πάντα τον φώναζα "μετρ" – και εκείνος γελούσε όταν το έκανα, γιατί ήξερε πως δεν του το λέω με κακία και είχε, συν τω χρόνω, εξανθρωπιστεί αρκετά. Πολλά μπορούμε να πούμε για τον Θόδωρο. Ας μην ξεχνάμε όμως πως έφυγε κάνοντας αυτό που αγαπούσε. Αυτό νομίζω μετράει περισσότερο απ’ όλα». 

Οθόνες
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Πουλικάκος: «Eίτε προφίλ, είτε ανφάς / ούτως ή άλλως, θα τον φας»»

Συνέντευξη / Δημήτρης Πουλικάκος: «Eίτε προφίλ, είτε ανφάς / ούτως ή άλλως, θα τον φας»»

Μια απολαυστική συζήτηση επί παντός –ή σχεδόν– επιστητού με τον αντιπροσωπευτικότερο εν ζωή «πρέσβη» της εγχώριας αντικουλτούρας, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «Φρυκτωρίες ή Πόσο ζουν οι μύγες»
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Ο Αγγελόπουλος δεν έκανε έκπτωση στη δουλειά του»

Ανδρέας Σινάνος / «Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος διαρκεί και θα διαρκεί»

Με αφορμή την επέτειο θανάτου του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη μάς μιλάει ο σταθερός του συνεργάτης και κορυφαίος διευθυντής φωτογραφίας με διεθνή καριέρα και μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, Ανδρέας Σινάνος.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το αιώνιο μεγαλείο του Λεονάρντο ντα Βίντσι

Daily / Το αιώνιο μεγαλείο του Λεονάρντο ντα Βίντσι

Στο νέο ντοκιμαντέρ του σπουδαίου Αμερικανού κινηματογραφιστή Κεν Μπερνς ξετυλίγεται η ζωή και το έργο του ανθρώπου που εκτός από το μεγαλειώδες εικαστικό έργο του, πρόλαβε πριν από μισή χιλιετία να αντιληφθεί, να ανακαλύψει, να εφεύρει ή να προβλέψει τα πάντα σχεδόν, από τη βαρύτητα μέχρι τον κινηματογράφο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Λούκα Γκουαντανίνο: Ο σκηνοθέτης του Queer δηλώνει ότι θα αγωνιστεί να σταματήσει τη λογοκρισία της ταινίας του

Πολιτισμός / Λούκα Γκουαντανίνο: Ο σκηνοθέτης του Queer δηλώνει ότι θα αγωνιστεί να σταματήσει τη λογοκρισία της ταινίας του

«Ο χαρακτηρισμός της ταινίας ως "πολύ προκλητικής" από τις αρχές της Τουρκίας δεν είναι τίποτα περισσότερο από απροκάλυπτη ομοφοβία» τόνισε ο σκηνοθέτης του Queer
LIFO NEWSROOM
Beatles ’64: Πριν από εξήντα χρόνια, κάτι μαγικό κι ανεπανάληπτο

Daily / Beatles ’64: Πριν από εξήντα χρόνια, κάτι μαγικό κι ανεπανάληπτο

Βασισμένο σ’ ένα εκπληκτικό πρωτότυπο υλικό, αυτό το εξαίρετο ντοκιμαντέρ του Disney+ σε παραγωγή του Μάρτιν Σκορσέζε μάς μεταφέρει με μοναδικό τρόπο σ’ αυτό που βίωσαν τα μέλη του θρυλικού συγκροτήματος όταν πάτησαν για πρώτη φορά το πόδι τους σε μια Αμερική που έμοιαζε να τους έχει απόλυτη ανάγκη.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Οι δέκα αγαπημένες ταινίες της Τζούλης Αγοράκη

Οθόνες / «Είδα το "Nymphomaniac" σαν φεμινιστικό ύμνο»: Οι δέκα αγαπημένες ταινίες της Τζούλης Αγοράκη

Νικίτα Μιχάλκοφ, Ανιές Βαρντά, Μπέργκμαν, αλλά και «Love Story», «Against all odds»: Η σχέση της δημοσιογράφου Τζούλης Αγοράκη με το σινεμά εδραιώθηκε μέσα από πολύ διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΝΕΤΤΑ ΓΙΑΚΙΝΤΖΗ
Αντουανέττα Αγγελίδη: «Κάθε ταινία μου είναι το ευτυχές τέλος μιας περιπέτειας απορρίψεων»

Οι Αθηναίοι / Αντουανέττα Αγγελίδη: «Κάθε ταινία μου είναι το ευτυχές τέλος μιας περιπέτειας απορρίψεων»

Μοναδική περίπτωση για το ελληνικό σινεμά, η ιδιοσυγκρασιακή σκηνοθέτις που τιμάται στο 13ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Ταινιοθήκης αφηγείται τη ζωή και την πορεία της στη LiFO.
M. HULOT
«The New Years»: Το ισπανικό «One Day» από τον Ροντρίγκο Σορογκόγιεν

Οθόνες / «The New Years»: Το ισπανικό «One Day» από τον Ροντρίγκο Σορογκόγιεν

Η νέα ρομαντική σειρά του Cinobo βρίσκεται στο σταυροδρόμι της τριλογίας «Before», του «Normal People» και του «One Day». Δανειζόμενη το αφηγηματικό εύρημα του τελευταίου, καταγράφει τις Πρωτοχρονιές ενός ζευγαριού και μαζί τους τις δυσκολίες μα και τη γοητεία των πρώτων -άντα. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Βαλέρια Γκολίνο: «Δεν με ενοχλεί το ανδρικό βλέμμα αλλά το “μη- βλέμμα” στο σινεμά»

Pulp Fiction / Βαλέρια Γκολίνο: «Δεν με ενοχλεί το ανδρικό βλέμμα αλλά το “μη- βλέμμα” στο σινεμά»

Τελευταία υποδύθηκε μια πορνοστάρ, την αδερφή της Κάλλας, και σκηνοθέτησε μια σειρά βασισμένη σε ένα «σκανδαλώδες» βιβλίο. Η Ελληνοϊταλίδα ηθοποιός και σκηνοθέτις βρέθηκε στην Αθήνα και μίλησε στον Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Πώς η μητριά μου, η Μπάρμπρα Στρέιζαντ, με βοήθησε να κόψω το ποτό

Οθόνες / Πώς η μητριά μου, η Μπάρμπρα Στρέιζαντ, με βοήθησε να κόψω το ποτό

Σε ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματά του που δημοσιεύτηκε στην Wall Street Journal, ο ηθοποιός Τζος Μπρόλιν εξηγεί πώς η «ζόρικη αγάπη» της συζύγου του πατέρα του τον έκανε να κόψει οριστικά τη συνήθεια που του είχε ρημάξει τη ζωή.
THE LIFO TEAM
Μιγκέλ Γκόμες

Οθόνες / «Θέλω το σινεμά να μοιάζει με σινεμά κι όχι με κάτι που προσποιείται την πραγματική ζωή»

Ο Πορτογάλος σκηνοθέτης του «Tabu» Μιγκέλ Γκόμες επιστρέφει με το «Grand Tour» που απέσπασε το βραβείο σκηνοθεσίας στο φετινό Φεστιβάλ Καννών, μια ταινία για τη δειλία των αντρών και το πείσμα των γυναικών. Μιλά στη LiFO με αφορμή την προβολή της στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, ως ταινία έναρξης του 13ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Η φιγούρα της Μελίνας με τρόμαζε και με έλκυε ταυτόχρονα»: Οι 10 αγαπημένες ταινίες του Ευριπίδη Σαμπάτη

Μυθολογίες / «Η φιγούρα της Μελίνας με τρόμαζε και με έλκυε ταυτόχρονα»: Οι 10 αγαπημένες ταινίες του Ευριπίδη Σαμπάτη

Ο τραγουδοποιός Ευριπίδης Σαμπάτης επιλέγει 10 ταινίες, καθεμιά απ' τις οποίες για διαφορετικούς λόγους τον ταρακούνησαν τόσο που η ζωή του δεν ήταν ποτέ πια η ίδια.
Είδαμε το «Juror#2» του Κλιντ Ίστγουντ και είναι η καλύτερη αμερικανική ταινία της χρονιάς

Οθόνες / To «Juror#2» του Κλιντ Ίστγουντ είναι η καλύτερη αμερικανική ταινία της χρονιάς

Αλλά δυστυχώς δεν θα προβληθεί στις κινηματογραφικές αίθουσες, επειδή οι υπεύθυνοι του στούντιο θεωρούν ότι το ενήλικο σινεμά αυτού του τύπου ανήκει στις streaming πλατφόρμες.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Say Nothing: Μια καθηλωτική σειρά με φόντο το βίαιο δράμα της Βόρειας Ιρλανδίας

Daily / Say Nothing: Μια καθηλωτική σειρά με φόντο το βίαιο δράμα της Βόρειας Ιρλανδίας

Η αυτοτελής σειρά κατορθώνει να λειτουργεί συγχρόνως ως ιστορική αναπαράσταση, ως συνταρακτικό δράμα, ως καθηλωτικό θρίλερ, ακόμα και ως δραματοποιημένο true crime, ειδικά για τους θεατές που δεν είναι εξοικειωμένοι με τις πολυσύνθετες πτυχές του ένοπλου αγώνα στη Βόρεια Ιρλανδία.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ