Ανταπόκριση από το Βερολίνο: Ποζάροντας για την τέχνη

Ανταπόκριση από το Βερολίνο: Ποζάροντας για την τέχνη Facebook Twitter
Ο Τζόνι Ντεπ υποδύεται τον φωτογράφο Γιουτζίν Σμιθ στο «Minamata»
0

Ο επί σειρά ετών καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Βερολίνου, Ντίτερ Κόσλικ, απήλθε και το δίδυμο των Κάρλο Σατριάν (μεταγραφή από το Λοκάρνο) και Μαριέτ Ρίσενμπεκ είχαν να αντιμετωπίσουν μερικά σοβαρά προβλήματα, με το καλημέρα. Το κυριότερο ήταν να διασκεδάσουν όσο γίνεται πιο βελούδινα τη σπίλωση του κύρους του πρωτεργάτη της Μπερλινάλε, Άλφρεντ Μπάουερ.

Ο Γερμανός που βοήθησε στην ίδρυση του φεστιβάλ, στο ξεκίνημα της δεκαετίας του '50, δίνοντας την υπόσχεση να ανοίξει το διαγωνιστικό τμήμα σε χώρες του ανατολικού μπλοκ, και ετησίως δινόταν ένα σημαντικό βραβείο προς τιμήν του, αποκαλύφθηκε πως είχε στενή συνάφεια με τους Ναζί, έχοντας υπηρετήσει στο κεντρικό γραφείο κινηματογραφίας του Γκέμπελς, πριν από τη συνοπτικών διαδικασιών «αποναζιστικοποίησή» του. Το γιατί ένα τόσο νευραλγικό στέλεχος, επιφανές και διόλου κρυφό στις αρμοδιότητές του, δεν είχε εντοπισθεί επί 70 ολόκληρα χρόνια, παραμένει ένα μυστήριο, που η νέα διοίκηση έσπευσε να μαζέψει, καταργώντας αμέσως το βραβείο και κινώντας τις έρευνες για τις περαιτέρω λεπτομέρειες της δράσης του, μέχρι να εκδοθεί το τελεσίδικο πόρισμα.

Το άλλο αγκάθι ήταν ο τρόπος με τον οποίο τα νέα αφεντικά θα γιόρταζαν τα 70 χρόνια ενός από τα τρία μεγαλύτερα ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Το χαμηλό τους προφίλ δεν επιτρέπει φανφάρες και οι πρώτες ημέρες όντως κινούνται σε χαμηλές πτήσεις, με προσανατολισμό στο καλλιτεχνικό στρώσιμο ενός εναλλακτικού δρόμου, παρά σε μια φανταχτερή χειραφέτηση, εξού και η κατάργηση ενός επιτυχημένου θεσμού, των ταινιών με επίκεντρο τη γαστριμαργία και το Kulinarische Festival, που προφανώς κρίθηκε παράταιρο.

Το κλίμα μετάβασης του φεστιβάλ σημειώνει ακόμη μεγαλύτερη βουτιά στις θερμοκρασίες, με μια εικόνα όχι και τόσο κολακευτική στην περιοχή που το αγκαλιάζει εδώ και δυο δεκαετίες, μετά τη μετακόμισή του από το δυτικό Βερολίνο, στην Potsdamer Platz. 

Η πιο χτυπητή καινοτομία σε σύγκριση με τον προκάτοχό τους είναι η θέσπιση ενός παράλληλου διαγωνιστικού τμήματος, με τίτλο Encounters – βέβαια, έρχονται αμέσως στο νου τα αντίστοιχα Ένα Κάποιο Βλέμμα και Ορίζοντες, των Καννών και της Βενετίας αντίστοιχα.

Το κλίμα μετάβασης του φεστιβάλ σημειώνει ακόμη μεγαλύτερη βουτιά στις θερμοκρασίες, με μια εικόνα όχι και τόσο κολακευτική στην περιοχή που το αγκαλιάζει εδώ και δυο δεκαετίες, μετά τη μετακόμισή του από το δυτικό Βερολίνο, στην Potsdamer Platz: Το εμπορικό κέντρο Arcaden υπολειτουργεί, έκλεισαν πολλά εστιατόρια αλλά και οι βοηθητικές κινηματογραφικές αίθουσες Star στο Sony Center, που τόσα χρόνια στέγαζαν προβολές του Panorama.

Η κύρια εκδοχή για την πιθανή ανακαίνιση είναι μια επερχόμενη επέτειος, αλλά η αλήθεια είναι πως οι Βερολινέζοι ποτέ δεν αγάπησαν πραγματικά την πολυέξοδη και εντέλει ψυχρή επένδυση στην παλιά νεκρή ζώνη της πόλης τους, προτιμώντας τις πιο ζωτικές και ζωντανές γειτονιές της πόλης για έξοδο και διασκέδαση. Το γεγονός πως ελάχιστοι Κινέζοι δημοσιογράφοι, διανομείς και αγοραστές ταξίδεψαν μέχρι τη Γερμανία φέτος, προσθέτει στην εντύπωση πως η Berlinale έχει πατήσει pause.

Ο Κόσλικ υπέγραψε πέρυσι ένα μνημόνιο καλλιτεχνικής ισότητας, υποσχόμενος ένα γενναίο 50/50 σε γυναίκες και άνδρες σκηνοθέτες στο πρόγραμμα. Οι Σατριάν και Ρίσελμπεκ εξήγγειλαν diversity, εκτός από την πολιτική και τις αποκαλύψεις από τη ναζιστική περίοδο, που αποτελούν σταθερά στο φιλμικό μενού, αλλά από τους 18 συμμετέχοντες στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα, μόλις οι 6 είναι γυναίκες – εκτός αν εννοούν πως τα θέματα με γυναίκες είναι περισσότερα απ' ό,τι συνήθως.

Ανταπόκριση από το Βερολίνο: Ποζάροντας για την τέχνη Facebook Twitter
Η Σιγκούρνι Γουίβερ στο «My Salinger Year»

Το My Salinger Year που εγκαινίασε το φετινό φεστιβάλ είναι σκηνοθετημένο από τον Φιλίπ Φαλαρντό (του Κυρίου Λαζάρ), αν και βασίζεται στο αυτοβιογραφικό memoir της Τζοάνα Ράκοφ, με πρωταγωνίστριες δυο γυναίκες εντελώς διαφορετικών γενεών, την Μάργκαρετ Κουόλι που γνωρίσαμε στο Κάποτε στο Χόλιγουντ και τη (Ρίπλεϊ αυτοπροσώπως) Σιγκούρνι Γουίβερ.

Η ηρωίδα είναι η Τζοάνα, μια νεαρή φοιτήτρια στο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια, που μετακομίζει στη Νέα Υόρκη το 1995 για να αναπνεύσει τον καλλιτεχνικό αέρα της πόλης και να γίνει, αν όλα πάνε καλά, ποιήτρια. Στο μεταξύ, προσλαμβάνεται ως γραμματέας της φοβερής και τρομερής Μάργκαρετ, διευθύντριας του λογοτεχνικού πρακτορείου που εκπροσωπεί, ανάμεσα στα πολλά ηχηρά ονόματα, τον λατρεμένο μέχρι μανίας διαβόητο ερημίτη των αμερικανικών γραμμάτων, Τζέι Ντι Σάλιντζερ, γνωστό στο γραφείο απλά ως Τζέρι.

Αφού παραδέχεται στον φίλο της πως δεν έχει διαβάσει ποτέ στη ζωή της Σάλιντζερ, ούτε καν τον εμβληματικό Φύλακα στη Σίκαλη (ή, κατά τη νέα μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη, Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης), γνωρίζει τον συγγραφέα μέσα από τα τηλεφωνήματα και την απροσδόκητη ενθάρρυνσή του προς εκείνην, σα μακρινό μέντορα που θέλει κανάκεμα και ειδικό χειρισμό, αλλά, κάνοντας ένα διάλειμμα στον μόνιμο πανικό από τις μανίες καταδίωξης που τον στοιχειώνουν, μπορεί να προσφέρει γενικές συμβουλές που βρίσκουν τον στόχο.

Η Τζοάνα χειρίζεται την αλληλογραφία του, υπακούοντας στις στάνταρ απαντητικές εντολές του γραφείου, και συμπονά μερικούς από τους φαν του Σάλιντζερ, τους ζηλωτές του Χόλντεν Κόλφιλντ που οδήγησαν τον «Τζέρι» να κρυφτεί στο σπίτι του στα δάση και να αποφεύγει συστηματικά και εμμονικά κάθε επαφή με τη δημοσιότητα και τον έξω κόσμο.

Ο Φαλαρντό δίνει υπόσταση στους αποστολείς των επιστολών, σε ένα τρικ που ως έναν βαθμό λειτουργεί σε παράλληλο επίπεδο, αν και επιμένει σε μια χαλαρή απεικόνιση της κοινωνίας των γραμμάτων, μέσα από τα άδολα μάτια μιας ενθουσιώδους κοπέλας, η οποία έχει ταυτίσει το βάθος της λογοτεχνίας με τον μποέμ αέρα της Νέας Υόρκης, στην εκπνοή της αυθεντικότητάς της, αλλά μόνο στην επιφάνεια των πραγμάτων και στις εντυπώσεις.

Σε αντίθεση με τον ανήλικο πειρασμό που υποδύθηκε στο Κάποτε στο Χόλιγουντ, η Κουόλι συλλαμβάνει τα εσωτερικά διλήμματα ενός «ελαφιού» που σκάλωσε στα φώτα μιας βεβιασμένης ενηλικίωσης, δείχνοντας ποικιλία στο παίξιμο και υποσχέσεις ρόλων με ενδιαφέρον, αλλά η ταινία ανήκει στην πεπειραμένη Σιγκούρνι Γουίβερ και τον μικρότερο και πιο ζουμερό ρόλο της ηγεμονικής Τζοάνα. Παίζοντας μια grande dame με πείσμα και ασάλευτη συμπεριφορά, που σνομπάρει τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και το Διαδίκτυο, χαρακτηρίζοντάς το ως περαστική μόδα, η Γουίβερ αποκαλύπτεται και σπάει προς το τέλος, δείχνοντας πως ακόμη και η πιο ακέραια θεματοφύλακας, μεγαλοαστή και κολλημένη στο πάλαι ποτέ προβάδισμα της πόλης στη λογοτεχνική αιχμή, οπαδός του σοβαρού έργου έναντι της φτηνής εμπορικότητας, υποκλίνεται μπροστά στη χάρη της αθωότητας των καλών προθέσεων και τη σπίθα της ανθρώπινης αγάπης χωρίς αντάλλαγμα.

Ανταπόκριση από το Βερολίνο: Ποζάροντας για την τέχνη Facebook Twitter
Ο Τζόνι Ντεπ στο photo call της ταινίας «Minamata». Φωτο: Andreas Rentz/Getty Images

Ο Γιουτζίν Σμιθ ήταν σκαπανέας του φωτογραφικού δοκιμίου, ένας ευαίσθητος και αυτοκαταστροφικός δημοσιογράφος της κάμερας, με καλλιτεχνική ματιά και μισανθρωπικές τάσεις. Με τις λήψεις του στο παραθαλάσσιο χωριό Minamata της Ιαπωνίας, έφερε στο προσκήνιο ένα άγνωστο έγκλημα, με τραγικούς πρωταγωνιστές ντόπιους που υπέκυψαν σε επώδυνα τραύματα, ανάμεσα στους οποίους μικρά παιδιά και ανθρώπους παραμορφωμένους από τη μόλυνση που προκάλεσε επί δεκαετίες ένα εργοστάσιο υδραργύρου στην περιοχή.

Βρισκόμαστε στο 1971, τη χρονιά που ο Μάρβιν Γκέι κυκλοφόρησε το ανατριχιαστικό τραγούδι του What's Going On, με στίχους που εκτός από τον κοινωνικό αντίκτυπο του Βιετνάμ και τις αναταράξεις στα γκέτο των μεγαλουπόλεων, θίγει και το περιβάλλον, με την αναφορά στο «fish full of mercury».

Ο Σμιθ πέρασε πολλά μέχρι να κάμψει την αρχική καχυποψία του περιοδικού Life, με εβδομαδιαία κυκλοφορία ακόμη τότε, να τον εμπιστευθεί με μια πολυέξοδη αποστολή και στη συνέχεια να κερδίσει τη συμπάθεια των φοβισμένων και βασανισμένων κατοίκων, ως το σημείο της αποτύπωσης του δράματος με μια σειρά εκπληκτικών ασπρόμαυρων ενσταντανέ, εφάμιλλων με έργα τέχνης, αλλά με σημαντικό εκτόπισμα στην κοινή γνώμη.

Μετά από ηθελημένες εκδρομές σε κινηματογραφικές αποδράσεις και ακούσια, αν και σίγουρα επαγγελματικά ζημιογόνα έκθεση στην ταμπλόιντ δημοσιογραφία, ο Τζόνι (Ντεπ) πήρε το όπλο της διασημότητάς του για καλό σκοπό, αυτόν της αφύπνισης και της ευαισθητοποίησης για ένα θέμα που δεν αφορά μόνο το παρελθόν, αλλά απασχολεί και στις μέρες μας, όπως φροντίζουν να μας υπενθυμίσουν οι εικόνες οικολογικής και ανθρώπινης καταστροφής που τρέχουν παράλληλα με τους τίτλους τέλους της ταινίας του Αμερικανού εικαστικού και σκηνοθέτη Άντριου Λέβιτας.

Για να το πετύχει, μεταμορφώνεται εξωτερικά, όπως το συνηθίζει, και αγκαλιάζει με ζέση την πόζα ενός καταραμένου καλλιτέχνη, φορώντας μπίτνικ μπερέ, ακούγοντας τζαζ, λέγοντας αφοριστικά τσιτάτα και φυσικά καπνίζοντας ασταμάτητα και πίνοντας μέχρι τελικής πτώσης. Προειδοποιεί, δηλαδή, με όλα τα δυνατά σήματα και κλισέ, πριν λυτρωθεί. Συνεπώς, είναι σα να προεξοφλεί τη συνέχεια και την έκβαση της ταινίας, η οποία αναδεικνύεται στις φωτογραφικές λήψεις και απλώς συμπληρώνει τα κενά της διαδρομής στο ενδιάμεσο του χρονικού.

Ανταπόκριση από το Βερολίνο: Ποζάροντας για την τέχνη Facebook Twitter
First Cow

Αντίθετα, η Κέλι Ράιχαρτ δείχνει για μια ακόμη φορά πως είναι πραγματική καλλιτέχνις, με πίστη στους ρυθμούς και τη θεματική της, στο First Cow, μια εξαιρετική ταινία που ωστόσο δεν αποτελεί επιτυχία των εκλεκτόρων του Φεστιβάλ Βερολίνου, έχοντας κάνει πρεμιέρα ήδη από τον Αύγουστο του 2019 στο φεστιβάλ του Τέλιουραϊντ, καθώς και μια ακόμη στάση σε σημαντικό αμερικανικό venue, στη Νέα Υόρκη, το περασμένο φθινόπωρο. Η δημιουργός των υπέροχων Wendy and Lucy και Meek's Cutoff φτιάχνει ακόμη ένα γουέστερν από την ευδιάκριτη προοπτική μιας γυναίκας που ενδιαφέρεται για κάτι πρωτόγνωρο για το είδος, τη συναισθηματική δράση, και μάλιστα όπως αυτή αναπτύσσεται και εξελίσσεται ανάμεσα σε δυο άνδρες.

Οι πρωταγωνιστές είναι ο συνεσταλμένος μάγειρας Κούκι και ο συγκρατημένα τυχοδιώκτης Κινέζος Κινγκ Λου, που γίνονται φίλοι και, κλέβοντας το γάλα μιας δυσεύρετης για την περίοδο της αμερικανικής χρυσοθηρίας αγελάδας, φτιάχνουν και πουλάνε σαν χρυσάφι τα πεντανόστιμα μπισκότα τους στους πεινασμένους περαστικούς, ώσπου γίνεται αντιληπτή η λαθραία προέλευση του πολύτιμου υλικού τους.

Οι μεταφορές είναι πολλές και με απόχρωση δηλωμένες – το ίδιο και οι συμβολισμοί του genre, με τους βίαιους κυνηγούς του πλούτου και τη λασπωμένη αναρχία της άγριας δύσης να περιβάλλει τους φιλήσυχους, απροσδόκητους συγκατοίκους και τα όνειρά τους για μια καλύτερη ζωή. Οι σχεδόν ψιθυριστές συζητήσεις των συνοδοιπόρων αποπνέουν μια πολιτισμένη αντιπαράθεση του καπιταλισμού και της εφευρετικότητας, συνθέτοντας διαλεκτικά και ψύχραιμα δυο από τα πιο θεμελιώδη και εύφλεκτα υλικά της αμερικανικής κοινωνίας.

Η Ράιχαρτ επιμένει στην παρατήρηση και την ενδοσκόπηση, αφήνοντας τον ωφέλιμο χρόνο της κάμερας να κυλήσει υπέρ των χαρακτήρων, χωρίς να προτρέχει στα γεγονότα ή να σπεύδει σε συμπληρωματική αφήγηση και επεξηγήσεις, Το First Cow ξεκινά από το σήμερα, δείχνοντας την τυχαία ανακάλυψη δυο σκελετών, θαμμένων δίπλα δίπλα, σε έναν τόπο που μοιάζει με το φλασμπάκ που αποτελεί το κύριο σώμα της ταινίας.

Μέρος της μαεστρίας της Ράιχαρτ είναι πως δεν θα μάθουμε ποτέ το πώς βρέθηκαν εκεί, αλλά θα υποθέσουμε τον τρόπο, τους δράστες και θύματα, ανατρέποντας έτσι την κλασική συνταγή της κλιμακούμενης μονομαχίας στην πλειοψηφία των γουέστερν – κάτι που ο Ζακ Οντιάρ είχε εν μέρει αποπειραθεί στο Sisters Brothers.

Οθόνες
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Civil War»: Γιατί μια ταινία δράσης έχει φρικάρει τόσο τους Αμερικανούς θεατές;

The Review / «Civil War»: Γιατί μια ταινία δράσης έχει φρικάρει τόσο τους Αμερικανούς θεατές;

Ο Γιάννης Βασιλείου και ο Γιάννης Καντέα-Παπαδόπουλος, κριτικός στο Αθηνόραμα, αναλύουν τη νέα ταινία του Άλεξ Γκάρλαντ, που μόλις κυκλοφόρησε στις αίθουσες και τρομάζει τους Αμερικανούς θεατές.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μην ανοίγεις την πόρτα

Οθόνες / «Μην ανοίγεις την πόρτα»: Το χειροποίητο αλλά καθόλου ερασιτεχνικό θρίλερ των Unboxholics

Η πρώτη τους ταινία είναι λογικό να αποτελεί τη συνισταμένη των επιρροών τους αλλά και τόσο παρήγορο να συνορεύει με ένα λιντσικό σύμπαν ψυχολογικού θρίλερ, αντί να αναπαράγει απότομες τρομάρες και δωρεάν ανατριχίλες. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
The Sympathizer: Όλοι οι πόλεμοι διεξάγονται δύο φορές, μία στο πεδίο της μάχης και μία  στη μνήμη

Daily / The Sympathizer: Όλοι οι πόλεμοι διεξάγονται δύο φορές, μία στο πεδίο της μάχης και μία στη μνήμη

Σατιρικό δράμα και περιπέτεια κατασκοπίας συγχρόνως, η νέα φιλόδοξη σειρά του HBO διαθέτει, ανάμεσα στα άλλα σημαντικά της ατού, τον Παρκ Τσαν-γουκ στη σκηνοθεσία και τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ σε τέσσερις διαφορετικούς ρόλους.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Το νέο Χόλιγουντ των 80άρηδων στο Φεστιβάλ Καννών

Pulp Fiction / Το νέο Χόλιγουντ των 80άρηδων στο Φεστιβάλ Καννών

Ο Κόπολα πούλησε τα φημισμένα αμπέλια του και σκάρωσε ένα από τα ακριβότερα στοιχήματα στην ιστορία του σινεμά. Όμως, το Φεστιβάλ Καννών των auteurs και των κινηματογραφιστών αιχμής έχει τόση ανάγκη τους καταξιωμένους δημιουργούς μιας αλλοτινής εποχής;
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιώργος Αρβανίτης: «Έλεγα "είμαι καλύτερος" και δεν με πήρε η φτώχεια από κάτω»

Οι Αθηναίοι / Γιώργος Αρβανίτης: «Πείσμωνα για να γίνω ο καλύτερος και δεν με πήρε η φτώχεια από κάτω»

Από μια νιότη γεμάτη αντιξοότητες, ο τροχός για εκείνον γύρισε, η ζωή του στράφηκε στο φως και έγινε βιβλίο. Η Ευρώπη τον ανακάλυψε από τις ταινίες του Αγγελόπουλου, στις ιστορίες του πρωταγωνιστούν ο Φίνος, ο Μαστρογιάνι και ο Κουροσάβα. Ο πολυβραβευμένος διευθυντής φωτογραφίας που ήταν «πάντα την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος» είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Εμφύλιος πόλεμος

Οθόνες / «Εμφύλιος πόλεμος»: Μυθοπλαστική εικασία ή ρεαλιστικό σενάριο;

Με μια φιλμογραφία γεμάτη ζόμπι, κλώνους και αποκυήματα φαντασίας, αυτή είναι η λιγότερο αλληγορική ταινία του Άλεξ Γκάρλαντ που επιλέγει να μην εξηγήσει τις αιτίες του διχασμού, επιμένει σε μια πολιτική ασάφεια και δεν κατονομάζει τον Τραμπ.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Baby Reindeer: Ποτέ η φράση “sent from my iPhone” δεν έμοιαζε πιο τρομακτική

Daily / Baby Reindeer: Ποτέ η φράση «sent from my iPhone» δεν έμοιαζε πιο τρομακτική

Ισορροπώντας ανάμεσα στο θρίλερ, το κοινωνικό δράμα και τη μαύρη κωμωδία, η αυτοβιογραφική σειρά του Netflix αφηγείται με συνταρακτικό τρόπο μια αληθινή ιστορία κακοποίησης, μαζοχισμού και τραύματος.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Γέλιο-κονσέρβα: Ο θάνατος του πιο απόκοσμου και μισητού ήχου στην τηλεόραση

Οθόνες / Γέλιο-κονσέρβα: Ο θάνατος του πιο απόκοσμου και μισητού ήχου στην τηλεόραση

Το laugh track στις κωμικές σειρές αντιπροσώπευε την ψευδαίσθηση μιας κοινότητας, αλλά τώρα ακόμη κι αυτή η ψευδαίσθηση έχει χάσει τη λάμψη της. Καμία σειρά με γέλιο-κονσέρβα δεν έχει κερδίσει το βραβείο Emmy καλύτερης κωμωδίας εδώ και σχεδόν 20 χρόνια.
THE LIFO TEAM
Σάκης Καρπάς: «O κόσμος θα μας πει να συνεχίσουμε ή θα μας στείλει σπίτι μας»

Οθόνες / Unboxholics: «O κόσμος θα μας πει να συνεχίσουμε ή θα μας στείλει σπίτι μας»

Καθώς το «Μην ανοίγεις την πόρτα», το σκηνοθετικό ντεμπούτο των Unboxholics, ετοιμάζεται να βγει στις αίθουσες, ο Σάκης Καρπάς μας μιλά για το δάσος και άλλα πράγματα που τους τρομάζουν, για αγαπημένες ταινίες και games τρόμου, αλλά και για την άδικη δαιμονοποίηση των gamers.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Γιατί επιστρέφουμε συνεχώς στο σινεμά των 90s;

Pulp Fiction / Γιατί επιστρέφουμε συνεχώς στο σινεμά των '90s;

Είναι η δεκαετία του '90 η καλύτερη όλων στο σινεμά; Ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος συζητά με την κριτικό και αρθρογράφο της LiFO Ειρήνη Γιαννάκη για τη δεκαετία που ξεκίνησε με το «Pretty Woman», το «Goodfellas», το «Χορεύοντας με τους λύκους» και το «Μόνος στο σπίτι» και έκλεισε με τα «Μάτια ερμητικά κλειστά», την «Έκτη αίσθηση», το «Matrix» και το «Fight Club».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Ghostwatch»: H ταινία τρόμου που προκάλεσε πανικό στο βρετανικό κοινό

Οθόνες / «Ghostwatch»: Γιατί αυτή η ταινία τρόμου προκάλεσε πανικό στο βρετανικό κοινό το 1992;

H κυκλοφορία του «Late Night with the Devil» στους κινηματογράφους ξαναφέρνει στην επικαιρότητα μια πρωτοποριακή και πέρα για πέρα ανατριχιαστική δημιουργία του BBC, που προκάλεσε πανικό και ακραίες αντιδράσεις στη Βρετανία το 1992, οδηγώντας έναν νεαρό τηλεθεατή στην αυτοκτονία.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Πάτρικ Τατόπουλος: Ο designer που σχεδίασε το Μπάτμομπιλ, τον Γκοτζίλα και έναν δονητή για το «Seven»

Οθόνες / Πάτρικ Τατόπουλος: Ο designer που σχεδίασε το Μπάτμομπιλ, τον Γκοτζίλα και έναν δονητή για το «Seven»

Ο διάσημος Ελληνογάλλος σκηνογράφος του Χόλιγουντ μιλά στη LiFO για την τέχνη του, για το «Independence Day», το «Dark City», το «Poor Things» και την «Barbie», και για τότε που ο Φίντσερ του ζήτησε να του σχεδιάσει έναν δονητή.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Back to Black»: Aξίζει η κινηματογραφική βιογραφία της Έιμι Γουάινχαουζ

The Review / «Back to Black»: Είναι η ταινία για την Έιμι Γουάινχαουζ αντάξια του μύθου της;

Ο Γιάννης Βασιλείου και ο Άκης Καπράνος είδαν την ταινία της Σαμ Τέιλορ-Τζόνσον μέχρι τέλους, επιβίωσαν και βρέθηκαν στο στούντιο της LiFO για να συζητήσουν για την εμπειρία τους και για τα στοιχεία που κάνουν καλή μια κινηματογραφική μουσική βιογραφία.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ