Η ANAΣΚΑΦΗ ΤΟΥ ΤΥΜΒΟΥ της Αμφίπολης πρωταγωνίστησε το καλοκαίρι του 2014 όχι μόνο για την αδιαμφισβήτητη σημασία της αλλά και για πολιτικούς λόγους. Αν πιστέψει κανείς όσα κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, τα ερωτήματα σχετικά με τη χρονολόγηση του μνημείου και τον κάτοχό του έχουν απαντηθεί: ο τύμβος χρονολογείται στα χρόνια αμέσως μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δηλαδή γύρω στο 320 π.Χ., και κατασκευάστηκε ως ταφικό μνημείο ή ηρώο για τον στενό του φίλο Ηφαιστίωνα που πέθανε το 324 π.Χ. Όταν σπούδαζα πριν από σαράντα χρόνια, γνωρίζαμε τον αρχαιολόγο του πεδίου και τον αρχαιολόγο του γραφείου. Τώρα προστέθηκε και ο αρχαιολόγος του διαδικτύου.
Η διαφορά μεταξύ του στον επιστήμονα που αναζητά απαντήσεις και του ερασιτέχνη είναι ότι ο πρώτος λέει συχνά «δεν ξέρω», «ίσως», «κατά πάσα πιθανότητα», ενώ ο δεύτερος αδυνατεί να διακρίνει μεταξύ εικασίας και τεκμηρίου. Έτσι έχει αναπτυχθεί μια μυθολογία για τον τύμβο της Αμφίπολης, όπως και για άλλα αρχαιογνωστικά θέματα. Εγώ δεν γνωρίζω ούτε πότε δημιουργήθηκε ο τύμβος (κατά μία άποψη δεν είναι τύμβος αλλά λόφος) ούτε για ποιον νεκρό ή ποιους νεκρούς. Είναι ερωτήματα που θα απαντηθούν όταν ολοκληρωθεί η ανασκαφή και τα ευρήματα μελετηθούν και δημοσιευτούν από ειδικούς. Πολύ σωστά ο κατάλογος της έκθεσης «Κάλλος» στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης δεν δίνει καμιά χρονολογία για την ωραιότατη Σφίγγα που παρουσιάστηκε στην έκθεση. Για τη χρονολόγηση των γλυπτών του τύμβου χρειάζονται μελέτες και συζήτηση και όχι πυροτεχνήματα. Εδώ θα περιοριστώ στο ισχυρότερο, υποτίθεται, επιχείρημα για την απόδοση του τύμβου στον Ηφαιστίωνα.
Δεν είναι ντροπή οι ανασκαφείς, όταν υπηρετούν την επιστήμη και όχι πολιτικές σκοπιμότητες, να ζητούν τη συμβουλή ειδικών για την ερμηνεία των ευρημάτων τους. Αυτό επιβάλλει αν όχι η καλή πρακτική, τουλάχιστον η λογική.
Σύμφωνα με τη διευθύντρια και τον αρχιτέκτονα της ανασκαφής, έχουν βρεθεί τρεις επιγραφές που αναφέρουν «Εγώ ο Αντίγονος παρέλαβα (οικοδομικό υλικό για την ανέγερση τάφου ή ηρώου) για τον Ηφαιστίωνα». Το κείμενο αυτό είναι προϊόν συρραφής δύο διαφορετικών επιγραφών χαραγμένων σε θραύσματα οικοδομικού υλικού διάσπαρτα στην περιοχή. Το πρώτο κείμενο είναι η συντομογραφία ΑΝΤ. Τέτοιες συντομογραφίες («αρχιτεκτονικά σημεία») βρίσκονται συχνά σε οικοδομικό υλικό και μπορεί να δηλώνουν τον εργολάβο, τον αρχιεργάτη, τον προμηθευτή υλικού, τον ιδιοκτήτη λατομείου, τον κατασκευαστή ή τον εντολέα του έργου. Γνωρίζουμε πάνω από εξήντα ονόματα που αρχίζουν από Αντ-, π.χ. Αντιφών, Αντισθένης, Αντίγονος, Αντίπατρος, Ανταίος κ.λπ. Έτσι η άποψη ότι το αρχιτεκτονικό σημείο ΑΝΤ δηλώνει το όνομα του Αντιγόνου Μονόφθαλμου, ενός από τους στρατηγούς του Αλεξάνδρου, ή του εγγονού του Αντιγόνου Γονατά είναι εικασίες.
Σημαντικότερο είναι ότι η συντομογραφία ΑΝΤ δεν εμφανίζεται μαζί με τη δεύτερη επιγραφή. Η συρραφή δύο άσχετων επιγραφών δεν αποτελεί τεκμήριο. Στη δεύτερη επιγραφή διακρίνονται καθαρά μόνο τα γράμματα ΑΡΕΛΑΒΟΝΗΝ. Η συμπλήρωση «[π]αρέλαβον» είναι λογική, αλλά το συμπίλημα γραμμάτων που αναλύεται ως ΗΦΑΙΣΤΙΩΝΟΣ δεν διακρίνεται στις δημοσιευμένες φωτογραφίες. Υπάρχει μόνο σε σχέδιο του αρχιτέκτονα. Αναρωτιέμαι αν το σχέδιο είναι ακριβές, γιατί δεν μοιάζει με αρχαία επιγραφή αλλά με βυζαντινό συμπίλημα. Σημειώνω ότι δεν μαρτυρείται μονόγραμμα του Ηφαιστίωνα και ότι πολλά ονόματα αρχίζουν από Ηφ- (Ηφαιστιάδης, Ηφαίστιος, Ηφαιστόδημος, Ηφαιστόδοτος, Ηφαιστόδωρος, Ηφαιστοκλής κ.λπ.).
Νομίζω ότι είμαι σαφής. Δεν αποκλείω κάποια ερμηνεία, αλλά δεν μπορώ να θεωρήσω κάποιες εικασίες ως δεδομένα. Τις σχετικές επιγραφές, απ' όσο γνωρίζω, δεν τις έχει μελετήσει κανένας επιγραφικός και η φωτογραφική τους τεκμηρίωση είναι ελλιπέστατη. Εδώ ακριβώς συνίσταται το πρόβλημα. Στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, στα ελληνικά πανεπιστήμια και στην Ελληνική Επιγραφική Εταιρεία υπάρχουν δεκάδες ειδικοί που θα μπορούσαν να εκφέρουν γνώμη, αντί η ανάγνωση τόσο σημαντικών τεκμηρίων για την ερμηνεία του μνημείου να γίνεται από μια προϊστορική αρχαιολόγο και έναν αρχιτέκτονα που έχουν εμπειρία στους τομείς τους, αλλά δεν διαθέτουν τις ειδικές γνώσεις που χρειάζονται για την ερμηνεία επιγραφών.
ΣΕ ΤΙ ΤΡΑΓΕΛΑΦΙΚΑ συμπεράσματα φτάνει κανείς όταν μπαίνει στα χωράφια της επιγραφικής χωρίς σχετικές γνώσεις το δείχνει η περίπτωση της Λιάνας Σουβαλτζή. Ισχυρίζεται ότι επιγραφές στην όαση Σίβα αποδεικνύουν ότι βρήκε τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έχει παρουσιάσει φωτογραφίες σε συνεντεύξεις και στα βιβλία της που εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Γεωργιάδη. Κατά την ευφάνταστη ανασκαφέα, δύο επιγραφές αναφέρονται στον θάνατο του Αλεξάνδρου από δηλητήριο και σε ιερό του αιώνιου Δία. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Όπως διαπίστωσαν οι ειδικοί που πραγματοποίησαν αυτοψία –ανάμεσά τους ο τότε διευθυντής του Επιγραφικού Μουσείου Χαράλαμπος Κριτζάς–, όπως έδειξε σε μελέτη του ο Χάρης Τζάλλας και όπως άλλωστε μπορεί κανείς να δει στις φωτογραφίες πρόκειται για μία μόνο επιγραφή, σπασμένη σε περισσότερα κομμάτια. Δεν αναφέρεται στον Αλέξανδρο αλλά στην οικοδόμηση κάποιου κτίσματος επί Τραϊανού. Η στερεότυπη φράση «ὑπὲρ ... αἰωνίου διαμονῆς» του αυτοκράτορα έγινε «αιωνίου Δία» – βλέπετε ο εκδότης των περισπούδαστων έργων της κ. Σουβαλτζή δεν της εξήγησε ότι στα αρχαία ελληνικά η γενική του Ζεύς είναι Διός. Η αναφορά στον έπαρχο της Αιγύπτου «ἐπὶ Σερουίου» έγινε «έπιε ρου ιού», που στα ιδιόμορφα ελληνικά της κ. Σουβαλτζή σημαίνει «ήπιε ορμητικά δηλητήριο».
Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, ο Σταύρος Μερτζίδης, αρχαιοδίφης και μελετητής της τοπογραφίας και ιστορίας της Μακεδονίας, πλαστογραφούσε επιγραφές για να τεκμηριώσει τις υποθέσεις του. Στα έργα του συνυπάρχουν πραγματικές επιγραφές με δικές του επινοήσεις, π.χ. επιγραφές που αναφέρουν τον περίφημο ζωγράφο Πολύγνωτο και τον Στεφανά, δεσμοφύλακα του αποστόλου Παύλου στους Φιλίππους. Ας μην επιστρέψουμε στον δέκατο ένατο αιώνα. Δεν είναι ντροπή οι ανασκαφείς, όταν υπηρετούν την επιστήμη και όχι πολιτικές σκοπιμότητες, να ζητούν τη συμβουλή ειδικών για την ερμηνεία των ευρημάτων τους. Αυτό επιβάλλει αν όχι η καλή πρακτική, τουλάχιστον η λογική.