Όλοι είχαμε στα φροντιστήρια, στις σχολές, στις πρώτες μας δουλειές, παιδιά από την Κηφισιά ή την Πολιτεία που δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί μας τρέχουν τα σάλια με τα βαρετά τους προάστια, ενώ οι ίδιοι ονειρευόντουσαν τη στιγμή που θα νοίκιαζαν μια ελεεινή τρύπα στα Εξάρχεια ή στο Παγκράτι και θα αισθάνονταν, επιτέλους, «ελεύθεροι» / θεωρούσαν τις παραμυθένιες βίλες και τις νεογοτθικές επαύλεις που ήταν το φυσικό σκηνικό της βαρετής καθημερινότητάς τους κάτι ξεπερασμένο και «ψεύτικο», ενώ εμείς, στη Νέα Σμύρνη, έπρεπε να κάνουμε τον σταυρό μας που θέλαμε δέκα λεπτά με το τρόλεϊ για να φτάσουμε στον «παράδεισο» /
γι' αυτά τα παιδιά «παράδεισος» ήταν οτιδήποτε άσχημο, μαυρισμένο από το καυσαέριο και βρόμικο / ως εκ τούτου η εξιδανίκευση του κέντρου ήταν το μοιραίο αποτέλεσμα μιας εγκεφαλικής παρανόησης που οφειλόταν στην υπερέκθεση σε ένα πραγματικά πολιτισμένο περιβάλλον με πράσινο, ωραία σπίτια και σχετική ησυχία / καταλαβαίνω πως όταν είσαι 17, δυσκολεύεσαι να εκτιμήσεις την ησυχία, αλλά πάντα πίστευα πως ένα κομμάτι αυτής της κάπως αμυντικής στάσης («έλα μωρέ, η Κηφισιά...») είχε να κάνει με ασυνείδητες ενοχές, γιατί κατά βάθος ήξεραν ότι αποτελούσαν μια προνομιούχα κάστα εφήβων της Αθήνας με αυτονόητη πρόσβαση σε ό,τι καλύτερο είχε να προσφέρει η Αθήνα της δεκαετίας του '80 /
η λίστα ήταν σχετικά μικρή, αλλά σίγουρα πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη δική μας, όπου μια έξοδος στα «μόλις άνοιξαν» Goody's αποτελούσε την επιτομή ενός αξιοπρεπούς Σαββατόβραδου / για να το κάνω πιο σαφές, τα παιδιά της Κηφισιάς αποτελούσαν τους πολλά υποσχόμενους υπηκόους μιας διαφορετικής χώρας και στην πραγματικότητα οι δρόμοι μας δεν διασταυρωνόντουσαν ποτέ / αυτοί, μετά το σχολείο, θα έφευγαν για Αμερική ή για Αγγλία, εμείς θα λιώναμε την κασέτα με τους αδελφούς Κατσιμίχα και θα κουνούσαμε το κεφάλι όλο νόημα στον στίχο «ζούμε τις μικρές μας ιστορίες /
στο κέντρο και τις συνοικίες / όνειρα μεθυσμένα, σχέδια ματαιωμένα / τηλέφωνα απεγνωσμένα»... / όλα αυτά τα θυμήθηκα γιατί χθες περπάτησα στην Κηφισιά ύστερα από πολύ καιρό και ήταν Δευτέρα και τα φθινοπωρινά απογεύματα της Δευτέρας ταιριάζουν στην Κηφισιά / πέφτει μια περίεργη ησυχία που, παρά το σκοτάδι και τη σχετική ψύχρα, δεν έχει τίποτα το απειλητικό μέσα της / το αντίθετο: σε τυλίγει και πηγαίνεις μαζί της / το κέντρο της Κηφισιάς είναι πολύ πιο όμορφο από αυτό που θυμόμουν /
οι περισσότεροι δρόμοι είναι αυτό που οι συγκοινωνιολόγοι αποκαλούν «ήπιας κυκλοφορίας» / περνάνε αυτοκίνητα, αλλά δεν μπορούν να παρκάρουν, επομένως υπάρχει άφθονος χώρος για τους πεζούς / έτσι, περπατούσα αμέριμνος κι ευχαριστημένος χωρίς να ξέρω το γιατί / μέχρι που κατάλαβα ότι βρισκόμουν στη λωρίδα του ποδηλατόδρομου / μου έλεγε μια φίλη για «την κρίση που έχει χτυπήσει άσχημα και την Κηφισιά», αλλά, με όλη την καλή πρόθεση, η Κηφισιά, σε σύγκριση με το κέντρο της Αθήνας, είναι όπως λένε μερικοί φίλοι που έρχονται από το Παρίσι ή τη Βαρκελώνη και μας παρηγορούν, «μη νομίζεις, και στο Παρίσι αρχίζει και φαίνεται η κρίση» / και πας στο Παρίσι και όλα λάμπουν και δεν παίρνεις είδηση /
όχι, στην Κηφισιά βλέπεις κλειστά καταστήματα, αλλά, αν έχεις περάσει πρόσφατα από τη Σταδίου, είναι λίγο σαν να συγκρίνεις τη Βαγδάτη με τη Γενεύη / κυρίως, όμως, θα πω αυτό και σταματάω: η Κηφισιά είναι το πιο πολιτισμένο μέρος για να ζεις σήμερα στην Αθήνα / φαντάζομαι θα έχει κι αυτή τα «προβλήματά» της, αλλά εξακολουθεί να είναι ένας άλλος πλανήτης.
σχόλια