ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΜΑΪΟΥ

TO BLOG ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΥ
Facebook Twitter

8 επιστολές του Βρασίδα Καραλή σε μένα ― Πρώτη επιστολή


8 επιστολές του Βρασίδα Καραλή σε μένα

Εδώ, στον παραθερισμό, μόλις διάβασα ένα βιβλίο που με συγκλόνισε. Το έχει γράψει ο Βρασίδας Καραλής, για τον σύντροφό του Ρόμπερτ, που πέθανε από λέμφωμα πέρυσι, μετά από 30 χρόνια κοινής ζωής. Λέγεται «Farewell to Robert».

Πρόκειται για ένα αριστούργημα μεγάλης ποιητικής πνοής, ψαλμός, προσευχή και φιλοσοφικός στοχασμός, από έναν άνθρωπο που έχασε το κέντρο του και πενθεί απαρηγόρητος. Κυκλοφόρησε στην Αυστραλία, όπου ο Βρασίδας ζει μόνιμα, διδάσκοντας στο Πανεπιστήμιο και ήδη οι εφημερίδες εκεί το θεωρούν βιβλίο της χρονιάς. Όταν μεταφραστεί στα ελληνικά, θα ασχοληθούμε όπως του αξίζει.

Τον Βρασίδα δεν τον έχω συναντήσει ποτέ, αλλά του έχουμε φιλοξενήσει 3-4 συνεντεύξεις και κείμενα στη LIFO (μάς τον «σύστησε» ο φίλος του Χρήστος Παρίδης).  Μια μέρα, αναπάντεχα, μού έστειλε ένα μέηλ, όπου με πληροφορούσε ότι στο λογοτεχνικό περιοδικό Φρέαρ, θα δημοσιευτούν 8 ανεπίδοτες επιστολές του σε εμένα, και «να μη τρομάξω».

Η αλήθεια είναι ότι τρόμαξα. Μάλλον επειδή πάσχω από κάποιο αίσθημα κατωτερότητας, ποτέ δεν θεώρησα ότι αυτά που δημοσιεύω, κάνουν κάτι στους ανθρώπους πέρα από ένα πρόσκαιρο κέντρισμα. Το ότι ένας άνθρωπος που δεν ήξερα, στην άλλη άκρη του κόσμου, ασχολήθηκε τόσο μαζί μου, μου φάνηκε ασύμμετρο και λίγο φρικαριστικό- είχε στα μάτια μου κάτι από την νοσηρότητα του στάλκερ. Τον ευχαρίστησα με κάτι υπεκφυγές και μετά βίας διέτρεξα τις εν λόγω επιστολές, σα να μη γράφτηκαν ποτέ.

Υπό το φως όμως του νέου του βιβλίου το οποίο, επαναλαμβάνω, με συγκλόνισε, έψαξα πάλι τα γράμματα εκείνα. Τα διάβασα κανονικά. Και πέρα από τα εδάφια που μού προκαλούν αμηχανία (έχω μεγαλώσει σε μια οικογένεια όπου η μάνα μου και ο πατέρας μου, ποτέ δεν μου είπαν μπράβο για οτιδήποτε), είδα 8 κείμενα λοξής λογοτεχνίας, με πυκνές παρατηρήσεις και παιγνιώδεις στοχασμούς που είναι κρίμα να μη διαβαστούν.  

Έτσι αποφάσισα να τα δημοσιεύσω- ένα κάθε μέρα, αρχίζοντας από σήμερα.

8 επιστολές του Βρασίδα Καραλή σε μένα Facebook Twitter
Ο Βρασίδας με τα δύο σκυλιά που τού άφησε ο Ρομπερτ, την Maisie και τον Milo

 

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΩΤΗ

Ευστάθιε Χαίρειν,

Δεν γνωριζόμαστε δια ζώσης, πράγμα που διευκολύνει την αλληλογραφία μας. Σε μια εποχή που όλοι πληκτρολογούν ταχυγραφίες, φαντασιοκοπήματα ναρκισσιστικά και κομψοπρεπή παραληρήματα, θέλησα να ξαναπιάσω την παλαιά συνήθεια της επιστολογραφίας να διαλέγεται με έναν ιδεώδη συνομιλητή, που ίσως να υπάρχει μακριά, μα και αν δεν υφίσταται, είναι σίγουρο ότι μια μέρα θα αναδυθεί όπως θα τον πλάσουν οι προκείμενες επιστολές. Συνελόντι ειπείν, το όνομά σου είναι μια αφορμή. Μην το πάρεις προσωπικά. Υπάρχεις, ναι, βέβαια, αλλά σε διάσταση άλλη, ετεροούσιος.

Διάβαζα ξέρεις κείμενα σου από παλιά, τα οποία έδινα στους φοιτητές για να τα ξαναγράφουν μέσα από τη δική τους ευαισθησία. Ζητούσα να επαναδιατυπώσουν παραγράφους, όπως είχαν δημοσιευτεί στο Τέταρτο, σε εφημερίδες και αργότερα στο διαδίκτυο: Το κοινό καθόριζε τη διάλεκτο: Πρωτέα, πανούργε, παντοδίαιτε. Οι ετεροειδείς μίξεις σου με συγκινούσαν ανέκαθεν. Μοίραζα λοιπόν τις συνεντεύξεις από το Αντίο Παλιέ Κόσμε στους φοιτητές ζητώντας να γράφουν τα δικά τους κείμενα μελετώντας τις ιδιοτυπίες σου. Το ύφος είναι ήθος, όπως έλεγε κι ο Μάνος Χατζιδάκις, αν θυμάμαι καλά. Ιδιοτυπήστε, ιδιοτυπήστε, τους παρότρυνα. Μόνο τότε θα ανακαλύψετε το κέντρο σας.

Ένιωσα λοιπόν κάποτε βαθειά ευφορία όταν μια φοιτήτρια είπε πως η συζήτησή σου με την Φλέρυ Νταντωνάκη την έκανε να ξαναδεί την Ελλάδα σαν ζωντανό οργανισμό και όχι σαν μούμια μουσειακή. Τελικά, έχουν και οι Έλληνες εσωτερικότητα και αυτοστοχασμό, πρόσθεσε, υποφέρουν από τη σκέψη, δεν είναι απλοί θεατές του εαυτού τους. Ανασκάπτεις συνειδήσεις, Ευστάθιε, ανασηκώνεις το γοητευτικό πέπλο της θεάς των ψευδαισθήσεων, των παρακρούσεων, της αυταπάτης. Με αυτά και αυτά με πυροκρότησες και αφέθηκα εις των πλεόντων τα έϊα μάλα.

Εξάλλου είναι δύσκολο από τη γη των αντιπόδων να μη βλέπω τα πράγματα ανάποδα. Εδώ, στη μεθόριο των στοχαστικών αναπροσαρμογών, δεν ξέρει κανείς πού ακριβώς είμαστε, ούτε πού ακριβώς πάμε, ούτε ακόμα αν έχουμε πράγματι φύγει από εκείνο το αλλού που μας στοιχειώνει. Όλα μας έχουν μείνει στο περίπου, στο όχι-ακόμα και στο παραλίγο. Ακόμα και εκείνο το κραυγαλέο για το πόσο μακρινή είναι η Αυστραλία εδράζεται πάνω σε μια εύπεπτη κατανόηση του εγγύς και της εγγύτητας. Η τυραννία της απόστασης είναι μάλλον ευλογία τώρα που γίναμε όλοι χωριάτες χωρίς χωριό, έχοντας θολώσει το βλέμμα με σκύβαλα ψηφιακών παραισθήσεων.

Το δίλημμα είναι βέβαια βαθύ, ενδότερο, δικό μας, απότοκο πολύτιμων δεινοπαθημάτων. Φτάνουμε εδώ, οι ελληνoγενείς με βαριές βεβαιότητες και εύθραυστες ειδωλολατρίες, για να τις βλέπουμε όλες να φυλλοροούν μέσα από τις συναινέσεις και τις αντιπαραθέσεις των καθημερινών συγκρητισμών. Κι έτσι περνάμε στην άλλη όχθη. Εσωτερικεύουμε ένα τραύμα κατωτερότητας και μειονεξίας και λαύροι στρεφόμαστε εναντίον όλων όσων μας έδωσαν τη δύναμη της άρνησης.

Βέβαια, μετά από τόσες δεκαετίες τραυμάτων και θριάμβων, μικρών θαυμάτων και μεγάλων απομυθεύσεων, γινόμαστε περισσότερο κυνικοί και αδιάφοροι περιφρονώντας και μυκτηρίζοντας την παιδεία, την ιστορία και την κοινωνία που μας ανέθρεψαν. Ενδίδουμε στη λαγνεία του μηδενός, να μην είμαστε ούτε ένα, να μη θέλουμε να είμαστε το ένα που αναπόφευκτα γινόμαστε. Η σοφία της γλώσσας βρίσκεται στην λέξη μηδ’ έν—και, ως γνωστόν, πήρε αιώνες να το επινοήσουμε.

Κάτω από αλλόκοσμες συναστεριές προσπαθούμε να ξεχάσουμε τα ψυχοφθόρα δοξάσματα που εμπεδώσαμε από τους ελάχιστους αγαπημένους μας δασκάλους. Επειδή μάλιστα ζούμε στις μεταίχμιες χρονικότητες άλλων τόπων, οι πλέον παράλογοι εξ ημών θέλουμε να αρθρώσουμε έναν ελληνισμό για τους εκτός των τειχών, μια παιδεία θέλω να πω, καμωμένη από αμφισημίες και αποκλίσεις, μολονότι ευδιάκριτα από τον μόχθο και την περιπέτειά μας. Ως Πελοποννήσιος, έχω μάθει να συνυπάρχω με αναμίξ γένη πολιτευόμενα πάμπολλαων τον χωρισμόν ευρείν νυν ούτε ράδιον, ούτε κατεπείγον, κατά τον ανώνυμο του Μάζαρι.

Επειδή προς τούτοις μεγάλωσα στον Πειραιά, δίπλα σε ρουμάνικες, αρμένικες, αλβανικές, και αβυσσινιακές πολυκατοικίες, δεν κατάλαβα ποτέ καμιά ιδανική ομοιογένεια που διατυμπανίζεται από χείλη επίσημα ή διαπομπεύεται η έλλειψή της από χείλη εξίσου επίσημα και καλοπληρωμένα. Έτσι συμβαίνει με την πολυμορφία των όντων, που στην πραγματικότητα είναι πολυωνυμία που έχει και αυτή το μένος και την πανουργία της. Είναι πάντα εμπρός μας, ελιξοπόρος και πολυπενθής, και το μέγα καθήκον της σκέψης εκάστου εξ ημών είναι να κατανομάσει τις μορφοπλασίες της.

Κάθε φορά που κουβεντιάζουμε για ταυτότητες και εθνική κληρονομιά και μνημονεύουμε επαναστάσεις και ήρωες, σκέφτομαι τα πουλιά που πετάνε, τα δέντρα που βλαστάνουν και τα νερά που τρέχουν, και τη γη που ανήκει μόνο στα φυσικά στοιχεία, στα έντομα και τον κοσμικό ρυθμό, και όχι σε ιδιοτελή φοβισμένα δίποδα. Περισκοπείν άστρων δρόμους ώσπερ συμπεριθέοντα –χρειαζόμαστε έναν Ρωμαίο αυτοκράτορα για να το διατυπώσουμε;

Όσο πιο πολύ διαφορoποιείται ένας άνθρωπος τόσο πιο πολύ αναδημιουργεί το κέντρο και συνεπώς βοηθάει άλλους να επικεντρωθούν –κι εδώ στους αντίποδες είναι βασικό να προσανατολίζεσαι σε ένα κέντρο που δεν είναι κοντά σου και δεν σου δίνει ψευδαισθήσεις ασφάλειας ή μεγαλείου.

Η αλήθεια είναι βέβαια ότι το κέντρο δεν χάνεται ποτέ και, αν το έχεις αγγίξει μια φορά, έστω και λίγο, σε κρατάει δέσμιο μέχρι θανάτου. Συμβαίνει επίσης πολλάκις να μιλάς με αηδία και περιφρόνηση γι’ αυτά που πιο πολύ αγαπάς γιατί καταλαβαίνεις ότι σε ξεπερνάνε και ότι δεν θα μπορέσεις ποτέ να τα δαμάσεις και να τα υποτάξεις στο παραλογιζόμενο και τραυματισμένο θνητό σου συγκρότημα.

Κάτι προσπαθούμε να αποφύγουμε, να εξορκίσουμε και να εξοβελίσουμε, ακριβώς όπως φοβόμαστε τον θάνατο επειδή δίνουμε ελάχιστη σημασία στο συμβάν της γεννήσεώς μας. Τρομοκρατημένοι από το επικείμενο και το αναπόφευκτο, ξεχνάμε ότι είμαστε εδώ επειδή κάποιοι άλλοι υπήρξαν εδώ πριν από εμάς και η ιστορία δεν προέκυψε τη στιγμή που διαβάσαμε Φουκώ.

Θυμάσαι το ρητό του Ζεν που μας έμαθε η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ: ποιο ήταν το πρόσωπό σου πριν συναντηθούν οι γονείς σου; Μπορούμε άραγε να δούμε τον κόσμο χωρίς τις προβολές των επιθυμιών μας; Μήπως τελικά όλη η ζωή είναι η μελέτη της απουσίας μας από τον κόσμο, η ανασυγκρότηση δηλαδή τού πώς ήταν ο κόσμος πριν από εμάς και πώς θα είναι την επομένη της αποδημίας μας; Ψυχήν αντί ψυχής και σώμα αντί σώματος, που έγραφε και εις των παλαιών.

Πριν τελειώσω. Έχω πάθει ψύχωση εσχάτως με την ελληνική κλασική μουσική, τόσο άγνωστη και παρεξηγημένη. Ακούω την 3η Συμφωνία του Μίκη Θεοδωράκη. Αρχίζει με Σολωμό και Καβάφη και πάει πίσω στους Βυζαντινούς ύμνους της Μεγάλης Παρασκευής. Λίγο χαώδης και παραληρηματική αλλά πρέπει να εξωκεανιζώμεθα για να βιώνουμε τις αμφιγένειες του κόσμου.

Η γιαγιά Διονυσία μου έλεγε όταν ήμουνα μικρός: Μη φύγεις ποτέ από την Κρέστενα και τον Μωριά. Παραμονεύουν πολλοί κακούργοι πάνω από το αυλάκι. Λοιπόν ιδού εγώ, απολωλός πρόβατο, έφυγα και ιδές τα αποτελέσματα. Κακούργησα και ο ίδιος και άντε να παλινοστήσω. Συφορά! Ούτε η Κρέστενα δεν με περιμένει πλέον.

Σταματάω. Αυτό δεν είναι γράμμα, είναι μονωδία.

Έρρωσο ευδαιμονών,

β.

________

♦ Oι επιστολές αυτές δημοσιεύτηκαν πρώτη φορά στο Τεύχος 3 του περιοδικού Φρέαρ.

♦ Αύριο η Δεύτερη Επιστολή


ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ FAREWELL TO ROBERT

WMeanwhile your flowers have started dying, one after the other. Your secret garden where you could hide and think and silently weep vanishes day by day. I try to look after them, water, prune and feed them but they know something has changed: it is not you but a stranger, someone pretending to look after them; they sense that he is doing it for you and not for them. The azalea wilted first and then the roses and the frangipani, the carnations, the waratah, the kangaroo paws, the cactuses, the small gumtrees, the rosemary, the banksias, the basils, everything. Your colorful small petunias became dry leaves, a brownish mass of dead phantasmagorias. The promise that each flower represented now lies numb and sealed in rotting buds. One green cypress remains, your Spartan, which reminded us of the color around Olympia, and one small olive tree, which you caressed so fondly, our ultimate longing for roots. I look at them and they castigate me. “He left us,” they rustle, “now leave us alone, go away. We are looking for Robert’s eyes, his touch, his warmth. It’s not you.” This is what they are saying every time I try to look after them. They ignore me. I feel helpless.

At the heart of every relationship there is a garden. I am doing my best to keep it alive, but the flowers constantly ask about you – and I know not how to explain death to them, loneliness, departure and mourning. “There will be no new spring for us,” they say to each other. “We are here to listen to the words of Robert Joseph Meader, calling us to life. He was watering us one by one, patiently and intimately. He was telling us stories. He was our friend. But where is he? It is better never to be born again if he is not here. His hands kept us alive. His voice created our beguiling melancholy.” And while I try to explain, they remain distant, ignoring me: I am the stranger now, the alien, the superfluous presence. “Who is he?” they ask each other. “Where is Robert Joseph Meader?” I didn’t know that my mind was inhabited by so many pantheistic spirits.

Ημερολόγιο

ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΜΑΪΟΥ

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ