O Βασίλης Αλεξάκης θα σε ξεχνάει κάθε μέρα

O Βασίλης Αλεξάκης θα σε ξεχνάει κάθε μέρα Facebook Twitter
O Βασίλης Αλεξάκης παίζει σαν αθώο παιδί με τις λέξεις, προκαλώντας σου μόνιμο χαμόγελο... Φωτο: Σπύρος Στάβερης / LiFO
0



Κυκλοφορούν φαντάσματα ανάμεσά μας;
Όσοι αμφιβάλλουν, διαβάζοντας το «Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα» του Βασίλη Αλεξάκη ίσως αλλάξουν άποψη. Αν μη τι άλλο, θα πειστούν ότι το περιστατικό με το οποίο ξεκινάει το βιβλίο, αυτό που πυροδοτεί και τις επόμενες σελίδες, θα μπορούσε κάλλιστα να συμβεί και στην πραγματικότητα.


«Κάποιο μεσημέρι που έτρωγα μόνος μου στον Δημόκριτο, ένα εστιατόριο κοντά στο διαμέρισμά μου στην Αθήνα, εμφανίστηκες στην είσοδο του μαγαζιού και έριξες μια προσεκτική ματιά γύρω σου... Το βλέμμα σου με προσπέρασε, όπως προσπέρασε και τους άλλους θαμώνες. Προσπάθησα να μετριάσω την απογοήτευσή μου. Συλλογίστηκα ότι είχαμε δώδεκα χρόνια να ιδωθούμε. Αναλογίστηκα όλες τις αλλαγές που είχε υποστεί στο διάστημα αυτό το πρόσωπό μου... Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ήταν φυσικό να μη με αναγνωρίσεις, χωρίς ωστόσο να λυτρωθώ από το δυσάρεστο αυτό συναίσθημα. Ατένισες για δεύτερη φορά την πελατεία. Με κοίταξες ξανά, πίστεψα ότι ήσουν έτοιμη να στραφείς στο διπλανό τραπέζι, αλλά το βλέμμα σου έμεινε επιτέλους σ' εμένα»...


Το φάντασμα που ισχυρίζεται ότι είδε ο γνωστός συγγραφέας, στα 62 του, στις 6 Ιουνίου του 2004, δεν ήταν άλλο από της μητέρας του. Εκείνη τη μέρα δεν αντάλλαξαν πολλές κουβέντες. Όμως, χάρη σ' αυτήν τη σύντομη «συνάντησή» τους, προέκυψε ένα ανάλαφρο, εξομολογητικό βιβλίο, μεταξύ αυτοβιογραφίας και σπαρταριστού ρεπορτάζ, το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 2005 από τον Εξάντα, ήταν υποψήφιο για τα βραβεία Γκονκούρ και Ρενοντό στη Γαλλία και, σήμερα, κυκλοφορεί σε νέα έκδοση από το Μεταίχμιο.


Στο «Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα», συζητώντας και πάλι με τη γυναίκα που του ενέπνευσε τη «Μητρική Γλώσσα» (όπως συνήθιζαν να κάνουν με τις ώρες στο πατρικό του, πάνω από ένα φλιτζάνι καφέ), ξαναδιαβάζοντας τις επιστολές που της είχε στείλει στα τέλη της δεκαετίας του '60 (όταν ο ίδιος πάσχιζε ματαίως να εγκλιματιστεί στη δημοσιογραφική σχολή της Λιλ), πληροφορώντας την για όσα συνέβησαν από τη μέρα της αποχώρησής της (όχι μόνο στον ίδιο, στην οικογένεια ή τον περίγυρό τους αλλά και σε ολόκληρο τον πλανήτη), ο Αλεξάκης κεντάει έναν πολύχρωμο και παλλόμενο από ζωή καμβά.

Το «Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα» είναι ένα σταυροδρόμι όπου το ιδιωτικό συναντάει το δημόσιο και η μεγάλη Ιστορία την καθημερινή. Πόσο ανταποκρίνεται στον ορισμό του μυθιστορήματος ένα τόσο απροκάλυπτα αυτοβιογραφικό έργο;


Μέσα απ' αυτόν, αναδύεται το πορτρέτο μιας Κωνσταντινουπολίτισσας με πνευματικές ανησυχίες και ασίγαστη περιέργεια ως τα γεράματά της, η οποία έζησε μια μετρημένη οικονομικά ζωή πλάι σ' έναν σύζυγο φευγάτο, και η οποία υπήρξε για τους γιους της, και ειδικά για τον βενιαμίν της, ακλόνητη πάντα σύμμαχος. Ωστόσο, ο Αλεξάκης δεν περιορίζεται στο να καταθέσει τη θερμή σχέση μάνας-γιου. Με σημείο εκκίνησης το «ολυμπιακό» μας καλοκαίρι, ταξιδεύει πέρα-δώθε στον χρόνο, σε παρισινές σοφίτες, σε αθηναϊκά υπόγεια και σε ακρογιαλιές, σχολιάζοντας με οξυδέρκεια και χιούμορ την εικόνα που εισπράττει από την Ελλάδα του ευρώ, των αυξανόμενων μεταναστευτικών εισροών, της ανεξέλεγκτης τουριστικής ανάπτυξης.


Η αφήγηση με τις καλοκαιρινές του συνήθειες στον όρμο Γιαννάκη της Τήνου διακόπτεται κάθε τόσο από αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια στη Νέα Φιλαδέλφεια, από δηκτικές παρατηρήσεις για τις απίστευτες ατάκες που εκστομίζονται στις σαπουνόπερες ή για τους χυδαίους τηλεοπτικούς τσακωμούς, ακόμα και από καταλόγους των περιουσιακών του στοιχείων (όπου, μεταξύ άλλων, τρεις ελληνικές γραφομηχανές, τρεις γαλλικές κι ένα φθαρμένο πουλόβερ, για να του υπενθυμίζει πόσο έχει λιώσει στο γράψιμο κι ο ίδιος). Παράλληλα, αναπολεί τις απαρχές της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στη Γαλλία ως σκιτσογράφου και ως βιβλιοπαρουσιαστή στη «Μοnde», τα χρόνια της στρατιωτικής του θητείας στα στούντιο της ΥΕΝΕΔ με τον Γιώργο Πανουσόπουλο και τον Νίκο Περάκη, την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα (με το «Σάντουιτς» – το «Τάλγκο» ήρθε αργότερα), την επιπόλαια ενασχόλησή του με τον κινηματογράφο. Κι ακόμα, όπως μόνο ένας γιος μπορεί να το κάνει, εκμυστηρεύεται στη μητέρα του την εμπειρία του από τον έγγαμο βίο, το πώς ένιωσε τον έρωτα να φουντώνει και να ξεθυμαίνει μέσα του, το πώς είδε τα παιδιά του να μεγαλώνουν και να προκόβουν, μοιρασμένα κι αυτά ανάμεσα σε δύο ταυτότητες.


Ο Βασίλης Αλεξάκης παίζει σαν αθώο παιδί με τις λέξεις, προκαλώντας σου μόνιμο χαμόγελο. Έχει πλάκα να βλέπεις να στραπατσάρεται η κατανυκτική ατμόσφαιρα σε ταβέρνα της Τήνου, δευτερόλεπτα πριν από τη μετάδοση της τελετής έναρξης των Αγώνων, από τη φωνή μιας μονίμως φουρκισμένης ντόπιας που συνεχίζει απτόητη: «Θα τον γαμήσω τον πούστη!». Υπάρχουν, όμως, και στιγμές που το χαμόγελο παγώνει. Κόντρα στη γενικευμένη κατάφαση, ο Αλεξάκης συγκρίνει το περιεχόμενο της τελετής έναρξης με «το καρναβάλι της χούντας στο παλιό Παναθηναϊκό Στάδιο», σαρκάζει με τον ρατσισμό εκείνων «που κάνουν έναν μορφασμό απαρέσκειας όταν ακούνε δίπλα τους να μιλούν αλβανικά, «σαν να θεωρούν τη γλώσσα αυτή καταφύγιο νοσηρών σκέψεων», δυσφορεί με την απληστία των Σαντορινιών γι' ακόμα περισσότερα rooms to let, μιλά για τα κύματα των ανέργων στην Ευρώπη, καγχάζει με την οικογενειοκρατία στην πολιτική μας σκηνή.


Το «Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα» είναι ένα σταυροδρόμι όπου το ιδιωτικό συναντάει το δημόσιο και η μεγάλη Ιστορία την καθημερινή. Πόσο ανταποκρίνεται στον ορισμό του μυθιστορήματος ένα τόσο απροκάλυπτα αυτοβιογραφικό έργο; Αντιμέτωπος με το ερώτημα επανειλημμένως –όλα του τα βιβλία αυτοαναφορικά είναι–, ο Βασίλης Αλεξάκης απαντάει πως το τι είναι μυθιστόρημα το προσδιορίζει η δομή του έργου και όχι το ποσοστό των πραγματικών γεγονότων που εμπεριέχει. «Το μυθιστόρημα δημιουργεί μια αυτόνομη πραγματικότητα, έχει δική του ζωή». Σήμερα, το βιβλίο του αυτό μπορεί να διαβαστεί και ως ντοκουμέντο. Μας θυμίζει την «ισχυρή» Ελλάδα που αφήσαμε, την πιο ανέμελη, αλλά εξίσου προβληματική.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Η Αρχαία Ρώμη είναι παρεξηγημένη στη χώρα μας»

Βιβλίο / «Η Αρχαία Ρώμη είναι παρεξηγημένη στη χώρα μας»

Πόση Ρώμη υπάρχει ακόμη στην Ευρώπη, την Εγγύς Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και την Ελλάδα; Ο μεταφραστής και επιμελητής της ελληνικής έκδοσης της «Ρωμαϊκής Ιστορίας», Σωτήρης Μετεβελής, μιλά για τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία του αρχαίου κόσμου και την κληρονομιά που άφησε πίσω της.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Τζορτζ Μάικλ: Η ζωή και τα σκοτάδια του σε μια βιογραφία

Βιβλίο / Τζορτζ Μάικλ: Η ζωή και τα σκοτάδια του σε μια βιογραφία

Πεθαίνει σαν σήμερα ένα μεγάλο είδωλο της ποπ. Στο βιβλίο «George Michael - Η ζωή του» ο Τζέιμς Γκάβιν δεν μιλάει μόνο για τις κρυφές πτυχές του μεγαλύτερου ειδώλου της ποπ αλλά και για την αδυναμία του να αποκαλύψει τη σεξουαλική του ταυτότητα, κάτι που μετέτρεψε το πάρτι της ζωής του σε πραγματική τραγωδία.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
ΕΠΕΞ Το πίσω ράφι/ Έλενα Χουζούρη «Δυο φορές αθώα»

Το Πίσω Ράφι / Έλενα Χουζούρη: «Δεν ξεχάσαμε απλώς την ταυτότητά μας, την κλοτσήσαμε»

Στο μυθιστόρημά της «Δυο φορές αθώα» η συγγραφέας θέτει το ερώτημα «τι σημαίνει πια πατρίδα», επικεντρώνοντας στην αίσθηση του ξεριζωμού και της ισορροπίας ανάμεσα σε διαφορετικούς κόσμους.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Η Θεσσαλονίκη πριν

Βιβλίο / «ΣΑΛΟΝΙΚΗ»: Ένα σπουδαίο βιβλίο για τη Θεσσαλονίκη

Το πρωτότυπο βιβλίο του Γιάννη Καρλόπουλου παρουσιάζει μέσα από 333 καρτ ποστάλ του εικοστού αιώνα –αποτυπώματα επικοινωνίας– την εξέλιξη της φωτογραφίας και της τυπογραφίας από το 1912 μέχρι τα τέλη των ’80s.
M. HULOT
Η επαναστατική φιλοσοφία του Διογένη, του αυθεντικού Κυνικού

Βιβλίο / Η επαναστατική φιλοσοφία του Διογένη, του αυθεντικού Κυνικού

Μια νέα βιογραφία αναζητεί τα ίχνη του Έλληνα φιλοσόφου: κάτι ανάμεσα σε άστεγο και αλήτη, δηλητηριώδη κωμικό και performance artist, επιδείκνυε την περιφρόνησή του για τις συμβάσεις της αστικής τάξης της αρχαίας Αθήνας.
THE LIFO TEAM
Η πρώτη αγάπη: Ένας τόπος όπου ζεις πραγματικά

Βιβλίο / Αρρώστια είναι ν’ αγαπάς, αρρώστια που σε λιώνει*

«Ανοίξτε, ουρανοί»: Το queer μυθιστόρημα ενηλικίωσης του Βρετανοϊρλανδού ποιητή Σον Χιούιτ αποτελεί το εντυπωσιακό ντεμπούτο του στην πεζογραφία, προσφέροντας μια πιστή, ποιητική και βαθιά συγκινητική απεικόνιση του πρώτου έρωτα.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Είναι το «Singapore Sling» η πιο παρεξηγημένη ταινία του ελληνικού σινεμά;

Βιβλίο / Είναι το «Singapore Sling» η πιο παρεξηγημένη ταινία του ελληνικού σινεμά;

Μια συζήτηση με τη Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου Νικολαΐδου για την ταινία που αδικήθηκε στην εποχή της, αλλά σήμερα προκαλεί εκ νέου το ενδιαφέρον, και για την «επιστροφή» της μέσα από ένα βιβλίο.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
Ντόμινικ Αμερένα: «Έκανα το πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές για να έχω χρόνο να γράφω ελεύθερα»

Βιβλίο / Ντόμινικ Αμερένα: «Έκανα το πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές για να έχω χρόνο να γράφω ελεύθερα»

Το πρώτο βιβλίο του Αυστραλού συγγραφέα Ντόμινικ Αμερένα, με τίτλο «Τα θέλω όλα», που πήρε διθυραμβικές κριτικές, κυκλοφορεί στα ελληνικά. Βασικό του θέμα είναι πόσο μπορείς να προσποιηθείς ότι είσαι κάποιος άλλος για να καταφέρεις τους στόχους σου.
M. HULOT
ΕΠΕΞ Μπορούμε να αγαπήσουμε ξανά την Πανεπιστημίου;

Βιβλίο / Μπορούμε να αγαπήσουμε ξανά την Πανεπιστημίου;

«Ένας δρόμος που μοιάζει με κοίτη ποταμού και παρασύρει τους πάντες χωρίς περιορισμούς και απαγορεύσεις», όπως γράφουν οι συγγραφείς του βιβλίου «Οδός Πανεπιστημίου (19ος-20ός αιώνας) - Ιστορία και ιστορίες», Θανάσης Γιοχάλας και Ζωή Βαΐου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Γιάννης Σολδάτος: «Ο μεγαλύτερος εχθρός μου είναι ο μικροαστισμός» ή «Το σινεμά ως μαζικό λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει»

Βιβλίο / Γιάννης Σολδάτος: «Το σινεμά ως μαζικό λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει»

Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη, εκδότη και συγγραφέα της συνοπτικής «Ιστορίας του Ελληνικού Κινηματογράφου» που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε εμπλουτισμένη και σε ενιαία μορφή από τις εκδόσεις Αιγόκερως.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Βιβλίο / Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Ο σπουδαίος σκηνογράφος συγκέντρωσε την πολύτιμη σαραντάχρονη εμπειρία του σε ένα δίτομο λεξικό για τη σκηνογραφία, αναδεικνύοντάς την ως αυτόνομη τέχνη και καταγράφοντας την εξέλιξή της στο ελληνικό θέατρο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μ. Αναγνωστάκης «Η χαμηλή φωνή»

Το πίσω ράφι / Μανόλης Αναγνωστάκης: «Τι μένει λοιπόν από τον ποιητή, αν μένει τίποτα;»

Τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη της δημοσίευση, η προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη «Χαμηλή Φωνή» παρουσιάζεται στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, υπενθυμίζοντας τους θεωρούμενους ήσσονες ποιητές μας, όσους έμειναν έξω από κάθε μορφής υψηλή ποίηση.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ