Τον καιρό της πανδημίας. Μια selfie από τον Θοδωρή Αντωνόπουλο

Τον καιρό της πανδημίας. Μια selfie από τον Θοδωρή Αντωνόπουλο Facebook Twitter
Ο συνεργάτης μας Θοδωρής Αντωνόπουλος
0


Η ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ:
  ένα κείμενο για όλο αυτό που ζούμε με τον Covid-19, που να είναι προσωπικό, συναισθηματικό, ανθρώπινο, όχι πολιτικό, καταγγελτικό ή της απελπισίας, άσχετα από το αν το προσωπικό καταλήγει συχνά-πυκνά πολιτικό, θέλοντας και μη. Γιατί πολιτική είναι, τελικά, ο τρόπος που διαλέγεις να ζεις και να πορεύεσαι ατομικά και συλλογικά ακόμα και στα δυσκολότερα ‒τα άλλα είναι να ’χουμε να λέμε‒, η δε βιοπολιτική (ενίοτε και νεκροπολιτική) αφορά το πώς αντιμετωπίζουν, πώς διαχειρίζονται γεγονότα όπως μια σοβαρή επιδημία οι απανταχού κυβερνώντες.

Καθώς όμως λέγαμε σε πιο αισιόδοξους καιρούς, «εκτός από τον καπιταλισμό (ή όποιο άλλο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης), υπάρχει και η μοναξιά». Όπερ σημαίνει ότι τόσο στο συλλογικό υποσυνείδητο όσο και στον καθένα μας ξεχωριστά υπάρχει ένα πεδίο πέρα από εφήμερα πάθη, συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις. Ένα πεδίο που, παρότι δεν τις καταργεί, τις υπερβαίνει, σχετίζεται με την ίδια την ουσία της ύπαρξής μας και αναδύεται σε στιγμές που μια επαπειλούμενη μαζική καταστροφή –μια δραματική επιτάχυνση της κλιματικής αλλαγής, ένας απειλητικός μετεωρίτης, μια πανδημία στην περίπτωσή μας‒ παίρνει οικουμενικές διαστάσεις, αδιαφορώντας για σύνορα, φύλα, φυλές, θρησκείες και κοινωνικές τάξεις. Η νέα ασκητική της θωρακισμένης μοναξιάς και της εθελούσιας απομόνωσης δεν αποτελεί επιλογή ή καταδίκη αλλά ζωτική αναγκαιότητα μπροστά στη μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζει το είδος μας αφότου βρέθηκε στα πρόθυρα πυρηνικού ολοκαυτώματος, με ανυπολόγιστες ακόμα κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνέπειες. Ποια «κρίση των πυραύλων», ποιο Τσερνόμπιλ και ποια μνημόνια!

Η εμπειρία, η κουλτούρα, τα διαβάσματά μας θα αποδειχτούν άραγε πολύτιμοι αρωγοί ή θα μοιάσουμε στον σοφό της παροιμίας που επέπληττε τον βαρκάρη για την αμάθειά του, αλλά, όταν εκείνος, τσατισμένος, αναποδογύρισε τη βάρκα που τον μετέφερε, όλη η γνώση του πήγε στράφι, καθώς δεν ήξερε ο άμοιρος κολύμπι;

Έτσι, που λες, έχει η κατάσταση. Ωραία, και πώς την παλεύεις; Δεν ξέρω να σου πω, είμαστε πολύ αρχή και με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις έχουμε μπροστά τουλάχιστον ένα δίμηνο-τρίμηνο σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Οι αντοχές ακόμα και των πιο αισιόδοξων, των πιο κυνικών, των πιο προνομιούχων από μας θα δοκιμαστούν πολλαπλά. Τα σημεία αναφοράς, οι συνήθειες, οι προτεραιότητες όλων ήδη μεταβάλλονται άρδην. Ξαφνικά δεν έχουν πια καμία σημασία τα σχέδια, οι στόχοι, τα κανονίσματα, η καθημερινή εμφάνιση, ούτε καν το τι ρούχα θα φορέσεις.

Ελόγου μου ομολογώ πως, παρότι λόγω επαγγέλματος και ενήμερος ήμουν και υποψιασμένος για τις εξελίξεις, μόλις τα τελευταία 24ωρα άρχισα να συνειδητοποιώ στ’ αλήθεια τι ακριβώς έχουμε μπροστά. Η εμπειρία, η κουλτούρα, τα διαβάσματά μας θα αποδειχτούν άραγε πολύτιμοι αρωγοί ή θα μοιάσουμε στον σοφό της παροιμίας που κορόιδευε τον βαρκάρη για την αμάθειά του, αλλά, όταν εκείνος, τσατισμένος, αναποδογύρισε τη βάρκα που τον μετέφερε, όλη η γνώση του πήγε στράφι, καθώς δεν ήξερε ο άμοιρος κολύμπι;

Θα ήταν βέβαια ύβρις να «κλαφτώ» ‒ σπίτι να καταφύγω διαθέτω ευτυχώς (κάτι όχι αυτονόητο για όλους, κι ας το παραβλέπουν οι σχετικές καμπάνιες), οικογένεια-παιδιά-σκυλιά δεν έχω, τα γατιά μου μπορούν και μόνα τους, ο σύντροφος επίσης ‒ευελπιστώ!‒, φίλος/-η σε ανάγκη προς το παρόν δεν παίζει, μήτε αρρώστους ή ηλικιωμένους πρέπει να φροντίσω. Παρότι, δε, φύσει εξωστρεφής, έγινα τα τελευταία χρόνια πολύ πιο φίλος με τον εαυτό μου, περνάμε κοντολογίς μια χαρά οι δυο μας. Κοντά σε αυτά, κάνω ένα επάγγελμα που ευνόητα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των γεγονότων, που σε τόσο κρίσιμες καταστάσεις ειδικά οφείλει να είναι σε διαρκή εγρήγορση, να ενημερώνει σωστά, να ελέγχει, να στηρίζει, να παρηγορεί ακόμα.

Ένα επάγγελμα που μπορώ σχετικά άνετα προς ώρας να ασκώ και από την ασφάλεια του δωματίου μου, αντίθετα με κάποιους άλλους συναδέλφους και φωτορεπόρτερ ή με άλλα, ακόμα πιο νευραλγικά σε περιόδους κρίσης πόστα, που όμως ενέχουν πολύ μεγαλύτερο ρίσκο: γιατροί, νοσηλευτές, φαρμακοποιοί, υπάλληλοι σούπερ μάρκετ και πρατηρίων, εργαζόμενοι σε εστιατόρια, take away και λαϊκές, οδηγοί, διανομείς, όσοι-ες τις δύσκολες αυτές ώρες στέκονται δίπλα σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες… Άνθρωποι που εργάζονται σε εξαντλητικά ωράρια, δίχως ανέσεις, συχνά κακοπληρωμένοι και αποδέκτες απαράδεκτων συμπεριφορών για να μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί έστω στοιχειωδώς αυτή η πόλη, αυτός ο πολιτισμός, όσο εσύ μετράς πόσα κωλόχαρτα έχεις στοκάρει προτού διαβάσεις αναπαυτικά τους «δέκα τρόπους να κάνεις την κλεισούρα σου δημιουργική» – φαντάσου τι χάος θα επικρατούσε αν ξάφνου έπαυαν όλοι αυτοί να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.

Εκείνους, που λες, σκέφτομαι περισσότερο αυτή την ώρα, γιατί τους νιώθω πολύ κοντινούς μου κι ας μην έχουμε καμία στενή σχέση: τον άγνωστό μου γιατρό του δημόσιου νοσοκομείου που ξαγρυπνάει στο πόστο του. Την κυρία Χρύσα του φαρμακείου της γειτονιάς που κάνει ταυτόχρονα τη ρεπόρτερ, την ψυχολόγο και την κοινωνική λειτουργό για τους ηλικιωμένους πελάτες της. Τον Έντι, τον διανομέα, που μου έφερε προχθές «πακέτο», όπως κάθε μήνα, τους καφέδες με το ταλαίπωρο εκείνο ημιφορτηγό, φορώντας πλαστικά γάντια τη φορά αυτή και δίχως το συνηθισμένο χιούμορ του («μωρέ δουλειά υπάρχει, παίρνουμε και μέτρα, αλλά φοβάμαι μην κολλήσω τίποτα τη γυναίκα»). Τη Λένα στο ταμείο του σούπερ που δεν προλαβαίνει να πάρει ανάσα κι έχει και άρρωστη μάνα να κοιτάξει – «Πότε να τη δω; Άλλος δεν υπάρχει… μέχρι την παραίτηση σκέφτομαι». Τον κυρ-Γιάννη του αποκάτω ορόφου, άξιο τεχνίτη, που πάνω που είχε αρχίσει να ρεφάρει από την κρίση, ξανά μανά αναδουλειές και τα χρέη να τρέχουν, το ίδιο και οι ανάγκες των παιδιών: «Πόσο πια ν’ αντέξω, ρε συ;». Τον Φεϊζάλ στη διπλανή πολυκατοικία που, επιδημία-ξεπιδημία, τραβιέται καθημερινά για μεροκάματο στην οικοδομή, γιατί έχει και οικογένεια πίσω στην πατρίδα. Αν νοσήσει, αλίμονό του – θα είναι από τους τελευταίους στην ουρά που θα τύχουν φροντίδας και όμως, κάθε που τον βλέπω στο μπαλκόνι απέναντι μού χαρίζει το πιο αισιόδοξο χαμόγελο.

«Αυτοί που έχουν ένα “γιατί” για να ζήσουν, μπορούν να αντέξουν σχεδόν οποιοδήποτε “πώς”» έγραφε ο Νίτσε. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους, λοιπόν, και για πολλούς άλλους σαν αυτούς με στέρεα, ισχυρά ή απλώς αμείλικτα «γιατί», για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που ήδη δοκιμάζονται και θα δοκιμαστούν ενδεχομένως περισσότερο από την «ανωτέρα βία» που προέκυψε, με την αυθαιρεσία να παραμονεύει στη γωνία, γυρεύοντας να παγιώσει δυσοίωνες καταστάσεις, για την Ιστορία που γράφεται ξανά κάθε λεπτό που περνά, δεν μπορώ παρά να παραμείνω στο πόστο μου. Λοιπές υπαρξιακές, μεταφυσικές κ.λπ. ανησυχίες μπορούν προς το παρόν να περιμένουν. Γιατί αν είναι να τελειώσει αυτός ο κόσμος με έναν λυγμό, όπως προέβλεπε ο Τ.Σ. Έλιοτ, ας είναι από συγκίνηση, όχι από απόγνωση.    

Δεν είσαι μόνος
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ