Τα καλοκαίρια, πολυ αργά το απόγευμα, δίπλα από τη ρεματιά, η γειτονιά μας ξεφώνιζε από χαρά. Και ήτανε όλα τόσο, μα τόσο όμορφα! (Ήταν;) Αλλού τα κορίτσια παίζανε μήλα, εμείς κυνηγητό και κρυφτό και παντού το μόνο που άκουγες ήταν γέλια και πάλι γέλια (παντού;). Τότε, δεν ξέρω γιατί, σαν και να περνούσανε πολλά αεροθούμενα στους ουρανούς, αφήνοντας γοργές άσπρες σύνεφέννιες γραμμές, οπότε, έτρεχα σπίτι και έπαιρνα τα κυάλια που είχε κλέψει ο πατέρας από το στρατό, πασχίζοντας να δω μέσα από το φινιστρίνι κόσμο. Και μετά που νύχτωνε, συνέχιζα να κοιτάω τ΄ αστέρια και το φεγγάρι! Αν δείτε με δυνατά κυάλια το φεγγάρι τη νύχτα, θα πάθετε πλάκα! (Και με ερασιτεχνικό τηλεσκόπιο, ακόμη καλύτερα!) Κι όμως δεν ήταν όλη αυτή η ευτυχία διάχυτη. Πέρα από τη ρεματιά, άλλα παιδιά, βελόνιζαν καπνά ολημερίς, τρώγανε βιαστικά και πέφτανε στο κρεβάτι σκοτωμένα, γιατί έπρεπε στις τρεις και στις τέσσερις πάλι να σηκωθούνε. Είχαμε όμως και κάποια άλλα παιδιά που κανείς δεν τα έβλεπε και κανείς δεν τα ήθελε κι ούτε τους μιλούσε: τον Πέτρο, το "μογγολάκι", το Γιαννή με να ανύπαρκτα πόδια και την Αλέκα που λιποθυμούσε κάθε τρεις και λίγο. Υπάρχει ζωή και ζωή. Και τα πολλά τα χρόνια δεν σημαίνουν απαραίτητα και ζωή καλή. Κάποτε μοιάζουνε με παρατεταμένη αγωνία, που την ανέχεται κανείς, γιατί απλώς δεν τον αφήνουνε να αυτοκτονήσει ο φόβος και οι υποχρεώσεις.Προσωπικά, ο μόνος λόγος για τον οποίο νομίζω πως επιθυμώ να ζω, είναι να συναντώ καλές ψυχούλες και καρδούλες τρυφερές. Αφού δεν μπρούμε να νικήσουμε τον ανελέητο θάνατο, τουλαχιστον ας τον κοροΙδεύουμε αγαπώντας...Με εκτίμηση, Κάπα
Σχολιάζει ο/η