Αφήστε τον Ραφαηλίδη!!! ΡΕΝΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ:Τρεῖς μῆνες ἀργότερα, ᾿Οκτώβρη πιά τοῦ '68: στό τηλέφωνο κάποιος «διευθυντής τοῦ προσωπικοῦ γραφείου» τοῦ δικτάτορα:῾Ο κύριος πρωθυπουργός θέλει νά σᾶς δῇ. ῎Εχετε καμμιάν ἀντίρρηση;- ᾿Αντίρρηση;.. ῾Ο κύριος πρωθυπουργός σας εἶναι πάνοπλος κ' ἐγώ ἄοπλος, πάντα....- Δηλαδή δέν ἔχετε νά συζητήσετε...- -;- Μά καί μέ τό Χίτλερ θά συζητοῦσα, ἔτσι ἄοπλος, κι ἄν νόμιζε πώς ἔχω κάτι νά τοῦ πῶ...- Δέ σᾶς καταλαβαίνω!- Αὐτό πού καταλαβαίνετε...- Μπορεῖτε δηλαδή τό Σάββατο πρωί ἐννιάμιση;- Σᾶς ἀπάντησα...- Τότε νάστ' ἐδῶ, στό γραφεῖο του, στά Παλιά ᾿Ανάκτορα, Σάββατο ἐννιά.- ᾿Εννιά κ' εἰκοσιπέντε θάμαι...- Πῶς; (Τό χωροφυλακίστικο καί στρατιωτικό: Νά σέ βάζουνε νά ξαναλές αὐτό πού δέ θέν ν' ἀκούσουν, δέ θένε νάχῃς τολμήσει...) (Μά δέν τοῦ τό χάρισε:)- Εἴπα ἐννιά κ' εἰκοσιπέντε.Κ' ἐννιά κ' εἰκοσιπέντε τό Σάββατο – τί ἀπίλαυση ! ῞Ολα τ' αὐτοκίνητα στό μέτωπο τῆς ᾿Ακαδημίας πρός Βασιλίσσης Σοφίας νά φρουμάζουν γιά να βγοῦνε, «αὐτοκρατορικά», νά τραβάῃ ὁλόισα καταπάνω στόν ψηλό τροχαῖο τπης εἰσόδου [] καί φτάνει, καί κεῖνος τόν ρωτάει, καί λέει: «῎Εχω ραντεβού μέ τόν πρωθυπουργό σ α ς!» κι ὁ ἄλλος γυρνάει στή σκοπιά του, νά δῇ προφανῶς ἐντολές, κ' ἔρχεται πίσω καί τοῦ λέει: «Δέν ὑπάρχει τ' ὄνομά σας!» καί τοῦτος: «῏Α!.. ᾿Ε κ ε ῖ ν ο ς μέ γύρεψε, ὄχι ἐγώ!», καί μανουβράρει ἀστραπιαῖα μπρός του νά στρίψῃ, πηδάει ὁ ἄλλος φοβισμένος κατά τόν τοῖχο: «Μιά στιγμή, κύριε! Μή με κάψετε! Νά τηλεφωνήσω!», καί πιάνει τό τηλέφωνο κ' ὕστερα τοῦ λέει:Περάστε!.. Παρκάρετε ὅπου θέλετε!- Ταυτότητα! Ψελλίζει ὁ μπασκίνας μέ τίς δυό σαρδέλλες, μετά τή σκάλα.- Δέν ἔχει ταυτότητα! Τοῦ ἀπαντάει προχωρῶντας. - Περάστε, στρατηγέ! Ὁ δοῦλος.(Μόνο στρατηγός, προφανῶς ἄν ἦταν, θά μίλαγ' ἔτσι.)Κ' ὕστερα, μέσα, ὁ «μέγας» δικτάτορας, σάν ἀντράκι εὐγενικό καί «μοντέρνο», μέ γυαλιστερό προεδρικό «μολύβι» -ἀστειεύεσαι; χωρίς «μολύβι» γίνεται «πρόεδρος»;- νά τοῦ προσφέρῃ τσιγάρο, νά τ' ἀνάβῃ ὁ ἴδιος, τό ἀνθρωπάκι, προσηνέστατο καί καθωσπρέπει («πολιτισμένοι ἄνθρωποι!»), μέ χρυσό «Ντάνχιλ», μέ σπαστό τόν ἀντίχειρα, κάτω ἀπ' τή μύτη του, προσφέροντάς του τή φλόγα, νά τόν ρωτάῃ «πῶς πίνει τόν καφέ;», «σκέττον!» τοῦ ἀπαντάει, «τόν συνήθισα στό Μάνκοβετς, πού δέν εἴχαμε νερό μές στό βράχο, στό εἰκοστέσερα ὑπό, τόν μασάγαμε σκέττον στό στόμα! Ἐσεῖς βέβαια, τοῦ Πυροβολικοῦ, θάσασταν κάτω, στά χαμηλά...»- Νά εὐκαιρία νά τόν πιῶ κ' εγώ σκέττον! Ἀπαντάει. Μή θαρρῆτε μᾶς φοβίζουν οἱ πίκρες!.. Συνηθίσαμε!.. (῏Α!.. ῎Εχει καί ψυχή τ' ἀνθρωπάκι!.. Καί τοῦ τήν ξετυλίγει, «συμπλεγματικό» ἀπὲναντι στόν «πνευματικό» ! Θά διασκεδάσουμε!.. Θά πιῇ καί δηλητήριο σκέττο – νά δῇς ἐσύ σκληρός!)Καί ἀκολούθησε μιά κουβέντα τρελλή, ὠμή:- ᾿Εγώ, τοῦ λέει, ἐπειδή γυρέψατε νά μέ δῆτε,.. φαντάζομαι ὁ τρελλοΚουκούλης θά σᾶς εἶπε,.. ποιός ἄλλος;- ᾿Ακριβῶς!- Κ' ἐπειδή θά πρέπει νά ξέρετε μ έ π ο ι ό ν μιλᾶτε, γιά νά καταλάβετε...- Νά καταλάβω (Σάν πειραγμένος...)- Κι ἀλφαδυάρης δέν ὑπήρξατε;.. Γιά νά καταλάβετε, πρέπει ν ά ξ έ ρ ε τ ε! Σᾶς δίνουν συνήθως καί δελτίο του πρίν δῆτε κάποιον, ἤ πρίν τόν ἀνακρίνετε... (Χαμογέλασε ὁ ἄλλος.) Λοιπόν γιά μένα, εἰτε μέ ψήφους γριάδων κι ἀνόητων «ἀσκούντων τό κυριαρχικό τους δικαίωμα σά λαός», καθώς φαντάζονται, εἰτε μ' αὐτόματα ἔχει ᾶρπάξει κανεὶς τὴ λεγόμενη «᾿Εξουσία», τ ό ἴ δ ι ο κ ά ν ε ι! Κι ἀκολούθησε μιά συζήτηση, κάπου μιά ὥρα, μέ τό σκαρφαλωμένο στό μεγαλοπρεπῆ θῶκο –τοῦ 'πεφτε καί λίγο μεγάλος– ὅπου καί τί «ἐξωφρενικά» δέν ἄκουσε ! (Γιατί νά μήν τ' ἄκουγε; Τί θάκανε δηλαδή; Α ὐ τ ό ς γύρεψε νά κουβεντιάσῃ!)Παρά πού προσπαθοῦσε, δέν ἔπιασε καί πολλά πέρ' ἀπ' τά κοινά.῾Ο ἄλλος τοῦπε κάποια στιγμή:- ...Καί τί τούς ἔχετε αὐτούς ἐκεῖ; Κι ἀνάποδα κρεμασμένους, σά νάναι τσακωμένοι: κοιτάει ὁ βασιλιάς ἀριστερά, κ' ἡ γυναῖκα του δεξιά! Στή θέση σας ἐγώ θά φώναζα τόν καλύτερο ζωγράφο, καί θά ποζάριζα γιά ὁλόσωμο πίνακα – μόνο πού δέ θάχα κεφάλι... Θάχετε δεῖ τό σφαχτάρι ἐκεῖνο τοῦ Ρέμπραντ... Καταπληκτικό! ᾿Αλλά Ρέμπραντ ἦταν αὐτός βέβαια... Λοιπόν ἔτσι: Θά τέλειωνε στό λαιμό! Καί τό κεφάλι μου θά τό κράταγα κομμένο στό δεξί μου χέρι ὁ ἴδιος, νά στάζῃ! Σάν τήν Μήδεια τά κεφάλια τῶν παιδιῶν της, δέ θυμᾶμαι ποιανοῦ μεγάλου εἶναι. Τά βαστάει ἀπ' τά μαλλιά καί στάζουν!... Κι αὐτόν τόν πίνακα θά τόν κρέμαγα σέ κάθε δημόσιο γραφεῖο, νά ξέρουν ὅλοι πώς ὁ δικτάτορας ξ έ ρ ε ι τό τέλος του, τό προεξοφλεῖ! Καί μόνο ἕνα διάταγμα θάβγαζα, χωρίς ν' ἀλλάξω οὔτ' ἕνα νόμο, δέ χρειάζεται. Καί τό διάταγμα θάλεγε: Κάθ' εὐθύνη, κατά τούς ἰσχύοντες νόμους, ἀναπὲμπεται σέ μένα. ῞Οταν μέ κρεμάσετε, θάναι γιά ὅ,τι ποτέ θάχω διατάξει καί κάνει παράνομο... ῞Ωσπου νά μέ κρεμάσετε ὅμως...- - Τόν κοίταζε, κατάπληκτος... ῞Υστερα ψέλλισε:- Εἶσαι, εἶσ' ἐξτρεμιστής!- «᾿Εξτρεμιστής», εἶναι λίγο!.. Αὐτοκτόνος θέλετε νά πῆτε... [][] Καί μήν νομίζετε πώς κυβερνᾶτε πράγματι... ῎Ακουσα τυχαῖα στό ραδιόφωνο κάποιο λόγο σας στό Πάλας...[] Εἰπατε, κάποια στιγμή, πώς «προτιμᾶτε νά ψεφύγουν 10 κομμουνιστές» -σάν τάχα οἱ κομμουνιστές νάταν τό κύριο θέμα σ' αὐτό τόν Τόπο! (Γιατί δέν ἀπαλλάσσεστε ἀπ' τίς ῖδέες σας τῆς ἠλίθιας «Δεξιᾶς τοῦ Αἵματος»;)- παρά νά πάθη, νά διωχθῇ, νά ἐνοχληθῇ ἕνας ἀθῶος ἄνθρωπος!»[][] Δ έ ν κ υ β ε ρ ν ᾶ τ ε π ρ ά γ μ α τ ι! Νομίζετε ὅτι «κυβερνᾶτε» ! Κ' ἔτσι, κ' ἐσεῖς, δέ θά καταφέρετε τίποτα! «Χαμένος» εἶστε, «ἀπό χέρι», πού λένε... Κι ὅποιοι ἄλλοι μαζί σας!.. Πέρα πού κι ἄν δέν ἔχετε κάτι οὐσιαστικό στό νοῦ σας νά κάνετε, πάλι τίποτα δέν θά καταφέρετε!.. Δέ φτάν' ἡ δύναμη κ' ἡ ἐξουσία – ἡ «ἔξω τῆς οὐσίας», πού τή λέω γώ, παρετυμολογῶντας-παρασημασιολογῶντας την, καί γελάω. // ἀπό τὸν Α2
Σχολιάζει ο/η