ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ να περάσει καλοκαίρι και να μην πέσω πάνω στον κύριο Νίκο και την κυρία Μαρία. Συνήθως πιάνουν μια γωνιά σε κάποιο πανηγύρι, στα σκοτάδια, ο κύριος Νίκος όρθιος για να εξυπηρετεί τον κόσμο και η κυρία Μαρία καθιστή, γιατί δεν τη βαστούν πια τα πόδια της.
Όσο έντονη είναι η εικόνα με την κόκκινη τέντα, τα πορτοκαλί φωτάκια και τις φωτεινές επιγραφές, άλλο τόσο έντονη είναι και η μυρωδιά από το ψημένο καλαμπόκι και ο ήχος από τη γεννήτρια που δεν σταματάει για να βγουν όλες οι παραγγελίες. Ποπκόρν, μαλλί της γριάς και κοκοράκια.
«Παλιά στην Αθήνα ήταν παράδοση όταν έβγαινες το πρώτο ραντεβού να της πάρεις της κοπέλας ένα κοκοράκι, ένα γλειφιτζούρι. Ήταν σαν το δαχτυλίδι του αρραβώνος», λέει ο κύριος Νίκος, ο οποίος έχει γυρίσει όλη την Αθήνα μαζί με τη γυναίκα του κάνοντας τη συγκεκριμένη δουλειά.
«Αυτό το πράγμα, αυτό το εργαλείο, δεν με άφησε ποτέ να χρεωθώ, δεν με άφησε με απλήρωτο το ενοίκιο, δεν με άφησε να πεινάσω. Ούτε εμένα, ούτε τα παιδιά μου. Και τώρα θα βγω έξω και θα βγάλω 20-30 ευρώ μεροκάματο. Ας είναι».
Όλα ξεκίνησαν από ένα δίωρο. Αυτές οι δυο ώρες, όμως, έγιναν μια ολόκληρη ζωή. «Πήγα στην Αγία Βαρβάρα σε έναν άλλο πάγκο. Όχι δικό μου, υπάλληλος. Κρυβόμουν, δεν ήθελα να με βλέπουν. Την πρώτη ώρα έκανα είσπραξη πέντε χιλιάδες δραχμές. Τη δεύτερη άλλα τόσα. Πήγα να φύγω και τότε ο άνθρωπος έβγαλε και μου έδωσε άλλα πέντε για να πάρω ταξί. Πολλά λεφτά», προσθέτει.
Αποφάσισε να ξαναπάει για μεροκάματο. Και πάλι, όμως, ντρεπόταν. Δεν ήθελε να ξέρουν οι περαστικοί ότι βγαίνει και δουλεύει στο πεζοδρόμιο. «Όταν κατάλαβα, όμως, ότι καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή, όταν την κάνεις τίμια, άλλαξα γνώμη» εξηγεί. Και κάπως έτσι αποφάσισε να αγοράσει τη δική του μηχανή μαζί με τη σύζυγό του.
Τον πρώτο καιρό έβγαιναν στην Ερμού. Μετά έφυγαν και γύρισαν όλη την Αθήνα. Από την Αγία Παρασκευή μέχρι την Αγία Βαρβάρα και τη Νέα Φιλαδέλφεια. Όπου υπήρχε κόσμος. Κι αυτό συνεχίστηκε για δεκαετίες, μέχρι να πάρουν σύνταξη. «Ήμασταν νέοι και γεράσαμε. Πενήντα χρόνια στην Αθήνα» λέει η κυρία Μαρία.

Ρεπό δεν είχαν. Έβγαιναν κάθε μέρα και πιο πολύ τις μέρες που υπήρχαν μεγάλα οικονομικά ζόρια στο σπίτι. «Ήμασταν έξω συνέχεια», συνεχίζει εκείνη. «Δεν θα ξεχάσω μια Καθαρά Δευτέρα. Ξεκινήσαμε από τις 7 το πρωί και τελειώσαμε στις 8 το βράδυ». Και το καλοκαίρι στο χωριό, από πανηγύρι σε πανηγύρι. Δουλειά χωρίς σταματημό. Όλοι μαζί.
Αυτό το πράγμα, αυτό το εργαλείο, δεν με άφησε ποτέ να χρεωθώ, δεν με άφησε με απλήρωτο το ενοίκιο, δεν με άφησε να πεινάσω. Ούτε εμένα, ούτε τα παιδιά μου. Και τώρα θα βγω έξω και θα βγάλω 20-30 ευρώ μεροκάματο. Ας είναι», προσθέτει ο κύριος Νίκος, ενώ παράλληλα εξυπηρετεί οικογένειες και κυρίως παιδιά, που έρχονται, ντροπαλά, με μερικά κέρματα στο χέρι, να πάρουν ποπκόρν ή μαλλί της γριάς. Ή μαλλί σκέτο, όπως το λένε μεταξύ τους.
Τους ρωτάω ποια είναι η τέλεια συνταγή για να φτιάξει κανείς νόστιμο ποπκόρν ή «φακιόλες», όπως το λένε στα μέρη μου, στο Αγρίνιο, ή «παπαδούλες», «πατλάκια», «κοκονέλες», «σκαστερά», «φραγκοκύτταρα» και «γκαγκάσκες», όπως το λένε κατά τόπους από τον Έβρο ως την Κάλυμνο. «Καμία», μου απαντάνε.
«Το πιο σημαντικό είναι να βρεις εμπόρευμα καλό. Αν δεν πάρεις καλό καλαμπόκι, δεν θα έχεις δουλειά και θα κλείσεις. Δεν υπάρχει χειρότερο από το να αγοράσεις ποπκόρν και να είναι άχυρο στο στόμα σου. Να δεις τι μάσες κάνω μόνος μου, άμα πεινάω!» σημειώνει γελώντας ο κύριος Νίκος.
Για το μαλλί της γριάς, όμως, είναι διαφορετική η απάντηση. Γι’ αυτό πρέπει να μάθεις την τέχνη. Λένε ότι η παρασκευή του ξεκίνησε στην Ιταλία τον 15ο αιώνα. Στην αρχή προοριζόταν για τους αριστοκράτες, μετά πέρασε στον λαό και σήμερα στα ελληνικά πανηγύρια. Τι ωραία εξέλιξη! Αυτό, όμως, που είναι ακόμη πιο ωραίο είναι ο τρόπος που φτιάχνεται.

Παρασκευάζεται από ζάχαρη, η οποία λιώνει μέσα σε ειδικό δοχείο και με φυγοκέντριση δημιουργούνται νήματα τα οποία τυλίγονται γύρω από ένα καλαμάκι. Παλιότερα όλη αυτή η διαδικασία ήταν χειρωνακτική, καθώς γινόταν με μανιβέλα. Πλέον υπάρχουν ειδικά μηχανήματα. «Ξέρεις πόση ζάχαρη έχω κάψει για να φτιάξω καλό μαλλί;», προσθέτει η κυρία Μαρία.
Μπορεί τα χρόνια να έχουν περάσει και να έχουν βγει πια στη σύνταξη, τη δουλειά, όμως, δεν μπορούν να την αφήσουν. Ίσως γιατί δεν τη βλέπουν απλά ως δουλειά. «Όλα τα χρόνια είμαστε εδώ. Μας αρέσει ο κόσμος. Όλη αυτή η χαρά με τα γλέντια. Μόνο μια φορά δεν μπορέσαμε, με τον κορωνοϊό, και ένιωθα άρρωστη. Μου έλειπαν όλα. Και κυρίως τα παιδιά. Τα παιδιά και τίποτα άλλο στον κόσμο. Και τώρα κανονικά δεν θα έπρεπε να είμαι εδώ, αφού με βλέπεις με τη μαγκούρα. Δεν μπορώ να σταθώ. Αλλά έρχομαι» συνεχίζει η ίδια.
Τα παιδιά τους τράβηξαν ξεχωριστούς δρόμους, σπούδασαν, έκαναν τη δική τους καριέρα. Όποτε, όμως, βρίσκουν ευκαιρία, έρχονται και τους βοηθάνε. Η τέχνη τώρα έχει περάσει και στα εγγόνια. «Το νιώθω σαν παιδί μας. Πέρυσι, βέβαια, του είπα του άντρα μου να το πουλήσει γιατί το βλέπω και στεναχωριέμαι τώρα που δεν μπορώ να είμαι όπως ήμουνα», λέει η κυρία Μαρία για το μηχάνημα του ποπκόρν.
Εκείνος της είπε: «Άμα πεθάνω, κάντε το ό,τι θέλετε. Μέχρι τότε, κάθε καλοκαίρι θα το πηγαίνω στο χωριό και θα το φέρνω. Κι ας μην το πάω για δουλειά. Θα με θάψουνε με αυτό, που λέει ο λόγος», προσθέτει ο κύριος Νίκος. «Δεν μπορώ να το αποχωριστώ».
Στο χωριό θα μείνουν μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου, «τότε που αρχίζει να βάζει υγρασία». Θα κοτσάρουν το μηχάνημα πίσω από το αυτοκίνητό τους και θα τραβήξουν για την Αθήνα. Μέχρι το επόμενο καλοκαίρι και τα επόμενα πανηγύρια.