Απεργία την Πρωτομαγιά

Αναζητώντας μια νέα εθνική αυτοπεποίθηση

Αναζητώντας μια νέα εθνική αυτοπεποίθηση Facebook Twitter
Φτάνει με αυτόν τον φαύλο κύκλο εξωτερικής και εσωτερικής αυτο-υποτίμησης ή αυτοθαυμασμού. Για πόσο ακόμη, άραγε, θα βασανιζόμαστε από αυτά τα καταγωγικά κόμπλεξ; Eικονογράφηση: Ατελιέ LIFO
0

Διανοούμενοι, κοινωνικοί επιστήμονες και δημοσιολογούντες συνεχίζουν όλο αυτό το διάστημα απορημένοι (και πολλοί μάλλον εκνευρισμένοι, θα έλεγα) να αναρωτιούνται πώς διάολο τα κατάφεραν ως τώρα το κράτος και η κοινωνία στην Ελλάδα να αντεπεξέλθουν σε αυτή την τόσο περίπλοκη έκτακτη κατάσταση της πανδημίας που έχει κυριολεκτικά διαλύσει πολύ πιο προηγμένες χώρες από τη δική μας. Αυτό το κράτος και την κοινωνία που οι περισσότεροι από εκείνους, άσχετα με το αν ανήκαν στην αριστερά ή τη δεξιά, αδιάφορο αν ανήκαν στην «προοδευτική» ή στη «συντηρητική» διανόηση, συνήθιζαν να αντιμετωπίζουν αφ' υψηλού και, βέβαια, με συγκαλυμμένη ή και ανοιχτή περιφρόνηση.

Εκεί ήταν και είναι και το πρόβλημά τους. Έβλεπαν και μελετούσαν ένα κράτος και μια κοινωνία με δανεικά εργαλεία (ιδανικά για άλλα υποδείγματα, ενδεχομένως) που διαστρέβλωναν το βλέμμα τους, είτε με όρους αριστοκρατικούς είτε με λαϊκιστικούς. Επρόκειτο για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Έβλεπαν εδώ, για παράδειγμα, ένα κράτος που δήθεν δεν μπόρεσε ποτέ να εκσυγχρονιστεί και μια κοινωνία που δήθεν ταλανιζόταν μονίμως από έναν διαρκή και συνεχιζόμενο ως σήμερα εμφύλιο, άσε που δεν είχε περάσει ποτέ «διαφωτισμό» (άλλη μια διαδεδομένη ιστορική ανακρίβεια που αναπαραγόταν σαν καραμέλα από προοδευτικούς και συντηρητικούς για να εξηγήσουν τις «ανορθολογικές» συμπεριφορές μας).

Από την πρώτη στιγμή θεμελίωσης αυτού του κράτους ένα αίσθημα βαθιάς εθνικής μειονεξίας χαρακτήριζε τις ελίτ μας έναντι της Δύσης για λόγους που δεν ήταν βέβαια άσχετοι και με το ίδιο το δυτικό βλέμμα απέναντι σε αυτήν τη χώρα με το ιεροποιημένο αρχαίο παρελθόν και τους μάλλον απογοητευτικούς σύγχρονους «απογόνους» του Περικλή. 

Κι όμως, προφανώς δεν επρόκειτο ούτε για το καλύτερο αλλά ούτε και για το χειρότερο κράτος και την πιο παραδοσιακή κοινωνία του δυτικού κόσμου, στον οποίο άλλωστε ανήκαμε ανέκαθεν, παρά τα περί αντιθέτου ιδεολογήματα για «την καθ' ημάς Ανατολή», που διακινούσαν από κοινού μάλιστα εκσυγχρονιστές και λαϊκιστές, ο καθένας για τους δικούς του ‒εξίσου ιδεολογικούς‒ λόγους. Τα ψευδοεκσυγχρονιστικά ιδεολογικά τους σχήματα δεν τους επέτρεπαν εν τέλει να δουν αυτό που η γυμνή από περιττά φτιασίδια ιστορική προοπτική μπορούσε ίσως μόνο αυτή να δει: την τεράστια πρόοδο που είχε κάνει αυτό το μικρό κράτος στους δύο αιώνες της ιστορίας του (φυσικά, παρά τις μεγάλες αντιφάσεις του και τα πισωγυρίσματά του), καθώς και το ότι ποτέ δεν βρέθηκε εκτός των διεθνών εξελίξεων, με όλα τα κατά καιρούς λάθη διαφόρων ανεύθυνων ηγεσιών του.

Αντιθέτως, όταν οι ηγεσίες αυτές βρίσκονταν στο ύψος των περιστάσεων, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα, οι επιτυχίες ήταν μεγάλες, καθώς ακολουθούσε πάντα πειθαρχημένα και η ίδια η κοινωνία.

Προφανώς και όλα αυτά δεν θα έπρεπε να οδηγήσουν σε έναν νέο εθνικό αυτοθαυμασμό που στην ελληνική περίπτωση συχνά πηγαίνει εναλλάξ με την αυτομαστίγωση, καθότι αγαπημένα εθνικά σπορ αμφότερα. Αλλά δεν σημαίνει ότι θα πασχίζουμε να εξηγήσουμε αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει σε πείσμα των παλιών σχημάτων μας, με όρους μιας κακεντρεχούς και μίζερης (αυτο)κριτικής, σαν να μην το αξίζουμε. Σαν να ήταν θέμα απλής τύχης και θείας πρόνοιας.

Είναι, πάντως, αρκετά εντυπωσιακό που σε ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό η ημεδαπή διανόησή μας δεν αντέχει να παραδεχτεί αυτή την επιτυχία και αναζητεί ακόμη και τώρα διάφορες δικαιολογίες για να την ερμηνεύσει, όπως π.χ. ότι πίσω από την πειθαρχία μας ήταν ο φόβος για τη ζωή μας ‒ λες και ο ελεγχόμενος φόβος δεν είναι κατεξοχήν στοιχείο ωριμότητας. Είναι, βέβαια, πράγματι δύσκολο να παραδεχτείς ότι τα παλιότερα αυτά αριστοκρατικά ή λαϊκιστικά σου σχήματα δεν λειτουργούν πλέον, διότι απλούστατα σκοντάφτουν στην ίδια την πραγματικότητα. Είναι σαν να ακυρώνεις τον ίδιο τον εαυτό σου.

Καταλαβαίνω επίσης ότι πολλοί κινδυνεύουν μετά από αυτό να μείνουν χωρίς δουλειά, διότι έχουν κάνει δουλειά τους να μυξοκλαίγονται 70 χρόνια μετά για τον Εμφύλιο που τάχα δεν έληξε και συνεχίζει να καθορίζει το φαντασιακό και τις επιλογές μας. Αλλά δεν είναι μόνο αυτοί οι λόγοι.

Από την πρώτη στιγμή θεμελίωσης αυτού του κράτους ένα αίσθημα βαθιάς εθνικής μειονεξίας χαρακτήριζε τις ελίτ μας έναντι της Δύσης για λόγους που δεν ήταν βέβαια άσχετοι και με το ίδιο το δυτικό βλέμμα απέναντι σε αυτήν τη χώρα με το ιεροποιημένο αρχαίο παρελθόν και τους μάλλον απογοητευτικούς σύγχρονους «απογόνους» του Περικλή. Δυτικοτραφείς πάντα οι διανοούμενοί μας, επέστρεφαν στην Ελλάδα, όχι μετασχηματίζοντας τον ανεξάντλητο πλούτο της δυτικής σκέψης και του δυτικού πολιτισμού σε υλικό κατάλληλα προσαρμοσμένο για να κατανοήσουν τη χώρα αυτή και τις όποιες ιδιαιτερότητές της (που αποτελούσαν έτσι κι αλλιώς αναπόσπαστο συστατικό της ευρωπαϊκής ιστορίας) αλλά για να την αντιμετωπίσουν σαν τον φτωχό συγγενή ανώτερων πολιτισμών. Ή, αντίστροφα, και από αντίδραση, για να την αποθεώσουν ως το σημαντικότερο έθνος του πλανήτη.

Αλλά φτάνει με αυτόν τον φαύλο κύκλο εξωτερικής και εσωτερικής αυτο-υποτίμησης ή αυτοθαυμασμού. Για πόσο ακόμη, άραγε, θα βασανιζόμαστε από αυτά τα καταγωγικά κόμπλεξ; Ιδίως όταν η πραγματικότητα δείχνει ότι μπορούμε μια χαρά να βρούμε την αξιοπρεπή θέση μας στον σύγχρονο κόσμο ως ένα εθνικό κράτος που, όταν διαθέτει καλά επεξεργασμένο σχέδιο και αξιοποιεί σωστά το καλύτερο προσωπικό του αλλά και τις αυθεντικές του αρετές, με γνώση και αυτοπεποίθηση, είναι ικανό να τα καταφέρει όπως και οι υπόλοιποι. Μερικές φορές ίσως και καλύτερα.

Αν κάτι πρέπει να μείνει από όλη αυτή την περιπέτεια, όταν πλέον θα την έχουμε αφήσει πίσω μας, ας είναι τουλάχιστον αυτό. Μια νέα εθνική αυτοπεποίθηση, χωρίς τους αυτάρεσκους ή μειονεκτικούς κομπλεξισμούς του παρελθόντος. Θα μας επιτρέψει, εκτός των άλλων, να γιορτάσουμε και σε άλλο πνεύμα, απελευθερωμένο από τα βαρίδια τόσων ετών, τα 200 χρόνια του κράτους μας, που αξίζει να το αντιμετωπίσουμε με πιο δίκαιο και εξωστρεφή τρόπο.

*Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και γραμματέας σύνταξης της «Νέας Εστίας».

 

0

Απεργία την Πρωτομαγιά

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Εμείς πότε θα κάνουμε αυτά που κάνουν οι νέοι;

Β. Στεργίου / Εμείς πότε θα κάνουμε αυτά που κάνουν οι νέοι;

Η αναμονή για μια ζωή που κάποτε θα 'ρθει και θα 'ναι αληθινή φαντάζει χαζή ιδέα, ειδικά μετά τον Covid-19. Μήπως να αναλάβουμε τις ευθύνες μας απέναντι στη «χαμένη», δήθεν, γενιά; Κι εμείς οι ίδιοι, που την αποτελούμε, και οι άλλοι που πότε κράζουν, πότε θρηνούν, πότε αγορεύουν περί προκοπής;
ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ
Κοινωνία εξ αποστάσεως

Β. Βαμβακάς / Κοινωνία εξ αποστάσεως

Το μεγάλο στοίχημα δεν είναι να παραστήσουμε μια κάποια επιστροφή στην κανονικότητα, αλλά να αναπτύξουμε νέους κοινωνικούς και οικονομικούς δεσμούς μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες που γνώρισε η ανθρωπότητα μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΜΒΑΚΑΣ
Περί των «προοδευτικών» υπερασπιστών της νέας ταξικότητας στην εκπαίδευση

Στήλες / Περί των «προοδευτικών» υπερασπιστών της νέας ταξικότητας στην εκπαίδευση

Το να λέει κάποιος πολιτικός, συνδικαλιστής ή διανοούμενος, και δη αριστερός, σε φτωχές οικογένειες και τα παιδιά τους, «συνεχίστε να μένετε τεχνολογικά αναλφάβητες κι εμείς θα υποστηρίζουμε αυτό το αίτημα στο όνομα του προοδευτισμού μας» είναι σαν να έλεγαν το 1920 στους φτωχούς να μην πηγαίνουν σχολείο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Για την έκφραση «Επάγγελμα ομοφυλόφιλος»

Θοδωρής Αντωνόπουλος / Για την έκφραση «Επάγγελμα ομοφυλόφιλος»

Αν θεωρήσουμε την ομοφυλοφιλία επάγγελμα, αξιότιμε κ. συνήγορε, τότε σίγουρα αυτό θα πρέπει να ενταχθεί στα βαρέα ανθυγιεινά. Τουλάχιστον για όσο μπορούν να δηλητηριάζουν τον δημόσιο λόγο κακοποιητικές απόψεις, αντιλήψεις και πρακτικές, σαν αυτές που είτε εκφέρετε είτε ενθαρρύνετε.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου είναι τόσο απελπιστικά χαμηλό;

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος / Γιατί το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου είναι τόσο απελπιστικά χαμηλό;

Αντί να διαφωνήσουμε για το ένα ή το άλλο θέμα, όπως και είναι θεμιτό και αναμενόμενο σε μια δημοκρατία διαλόγου, το μόνο που ξέρουμε να κάνουμε είναι να εξευτελιζόμαστε οι ίδιοι και να εξευτελίζουμε τους άλλους, ωσάν να ήταν οι χειρότεροι εχθροί μας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
O βούρκος των ημερών

Στήλες / O βούρκος των ημερών

Σήμερα: Μηνύματα στο αλεξίπτωτο • • • βουλευτική ηπιότητα • • • περιβαλλοντικη καταστροφή στο Ισραήλ • • • δύσκολες μέρες για τον Μακρόν • • • εμβολιαστική ευνοιοκρατία • • • ένας γενναιόδωρος πρώην οδηγός νταλίκας • • • η περιπέτεια της «μυστικής ομιλίας»
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ψάχνοντας τις ευθύνες, ξεχάσαμε τους κακούς

Αρετή Γεωργιλή / Ψάχνοντας τις ευθύνες, ξεχάσαμε τους κακούς

Γιατί όλη αυτή η πολιτική χυδαιότητα που αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη από το πραγματικό πρόβλημα και στρέφει τη συζήτηση σε μια στείρα κομματική αντιπαράθεση, στις πλάτες όλων αυτών των παιδιών, που το μόνο που ζητούν είναι δικαίωση και γαλήνη;
ΑΡΕΤΗ ΓΕΩΡΓΙΛΗ
Το δίλλημα με τον Κουφοντίνα

Τι διαβάζουμε σήμερα: / Το δίλλημα με τον Κουφοντίνα

Σήμερα: Τα Ζεν της Βαϊκάλης • • • νίκη μεγαλοψυχίας • • • η βία δεν πτοεί (ακόμη) τους Βιρμανούς • • • μια πρώτη δικαίωση • • • οι επίμονοι Ινδοί αγρότες • • • δημοκρατία και πίτσα • • • ένας τιτάνας
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ