Οι τεχνητοί παράδεισοι στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν en vogue. Οι άνθρωποι προτιμούσαν να καταφεύγουν σε ψεύτικους κόσμους, παρά να αντιμετωπίζουν την ολοένα και λιγότερο ρόδινη πραγματικότητα - ένα φαινόμενο που χαρακτήρισε κατ’ απόλυτο τρόπο αυτήν, την πρώτη δημοκρατία επί γερμανικού εδάφους, τόσο πολιτικά όσο και πολιτισμικά.

 

Δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν τους πραγματικούς λόγους της στρατιωτικής ήττας, αρνούνταν να αποδεχτούν τη συνυπευθυνότητα του αυτοκρατορικού-εθνο-γερμανικού καθεστώτος στο πολεμικό φιάσκο.

 

Την εποχή εκείνη διαδόθηκε ο κακόβουλος μύθος της «πισώπλατης μαχαιριάς»: Ο γερμανικός στρατός είχε χάσει τον πόλεμο επειδή προδόθηκε από το εσωτερικό της χώρας, και συγκεκριμένα από τους αριστερούς.

 

Αυτή η τάση φυγής από τα εγκόσμια ξεσπούσε αρκετά συχνά σε τυφλό μίσος ή σε εκδηλώσεις πολιτισμικών ακροτήτων.

 

Το Βερολίνο δεν ήταν μόνο στο μυθιστόρημα του Ντέμπλιν η πόρνη Βαβυλώνα, η πόλη με τον πιο πρόστυχο υπόκοσμο,που αναζητούσε τη σωτηρία της στις αισχρότερες ακολασίες, που αρκούσε η σκέψη της και μόνο για να πάει ο νους σου στα ναρκωτικά.«Η βερολινέζικη νυχτερινή ζωή, αδελφάκι μου! Τέτοιο πράγμα δεν έχει ξαναδεί η ανθρωπότητα! Στο παρελθόν είχαμε έναν εξαιρετικό στρατό· τώρα έχουμε εξαιρετικές διαστροφές!» έγραψε ο συγγραφέας Κλάους Μαν. 

 

Η πόλη στον ποταμό Σπρέε κατάντησε συνώνυμο της ηθικής παρακμής, και όταν το νόμισμα έπιασε πάτο -λόγω της εκτεταμένης συνολικής προσφοράς χρήματος για την αποπληρωμή του κρατικού χρέους, και, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, το 1923 η ισοτιμία έπεσε στο 1 δολάριο Αμερικής προς 4,2 δισεκατομμύρια μάρκα- φάνηκε να παρασύρεται μαζί στην πτώση και το σύνολο των ηθικών αξιών.

 

Ένα από τα χαρακτηριστικά πρόσωπα εκείνης της εποχής, η ηθοποιός και χορεύτρια Ανίτα Μπέρμπερ, προγευμάτιζε βουτώντας λευκά πέταλα τριαντάφυλλου μέσα σε κοκτέιλ από χλωροφόρμιο και αιθέρα, για να τα γλείψει κατόπιν.

Τα πάντα στροβιλίζονταν ανάκατα μέσα σε μια τοξική θύελλα. Ένα από τα χαρακτηριστικά πρόσωπα εκείνης της εποχής, η ηθοποιός και χορεύτρια Ανίτα Μπέρμπερ, προγευμάτιζε βουτώντας λευκά πέταλα τριαντάφυλλου μέσα σε κοκτέιλ από χλωροφόρμιο και αιθέρα, για να τα γλείψει κατόπιν.

 

Στους κινηματογράφους παίζονταν ταινίες με θέμα την κοκαΐνη και τη μορφίνη και στις γωνιές των δρόμων μπορούσες να αγοράσεις, χωρίς συνταγή, ό,τι ναρκωτικό τραβούσε η όρεξή σου.

 

Εικάζεται ότι το σαράντα τοις εκατό των γιατρών στο Βερολίνο ήταν εξαρτημένοι από τη μορφίνη. Στη Φριντριχστράσε, κινέζοι έμποροι από την πρώην μισθωμένη περιοχή Κιαουτσού διατηρούσαν τεκέδες οπίου.

 

Παράνομα κέντρα διασκέδασης λειτουργούσαν στα πίσω δωμάτια διαμερισμάτων στο κέντρο της πόλης. Κράχτες μοίραζαν φυλλάδια στον σταθμό Ανχάλτερ, διαφήμιζαν παράνομα πάρτι και «διαγωνισμούς ομορφιάς».

 

Τα μεγάλα κλαμπ, όπως το διάσημο Haus Vaterland στην Ποτσντάμερπλατς, το κακόφημο Ballhaus Resi στην Μπλουμενστράσε, γνωστό για τη διοργάνωση αχαλίνωτα διεστραμμένων σεξουαλικών οργίων, ή μικρότερα κέντρα, όπως το Kakadu-Bar ή το Weisse Maus, στην είσοδο των οποίων διανέμονταν μάσκες για να διασφαλίζεται η ανωνυμία των πελατών, τραβούσαν κατά κοπάδια όλους εκείνους που διψούσαν για διασκέδαση.

 

Από τις γειτονικές δυτικές χώρες και από πς ΗΠΑ είχε αρχίσει να αναδύεται μια πρώιμη μορφή ψυχαγωγικού ναρκωτουρισμού, καθώς το Βερολίνο ήταν συναρπαστικό αλλά και σχετικά φτηνό.

 

Ο Παγκόσμιος Πόλεμος χάθηκε, όλα επιτρέπονται: Η μητρόπολη μεταλλάχθηκε σε πειραματόζωο της Ευρώπης. Αφίσες στους τοίχους, σε έντονη, εξπρεσιονιστική γραφή, npoειδοποιούσαν: Βερολίνο, συγκρατήσου, συλλογίσου, χορεύεις με τον θάνατο!

 

Η αστυνομία έπαψε πια να ασχολείται-  η τάξη άρχισε να διασαλεύεται στην αρχή σποραδικά, έπειτα συστηματικά, και η κουλτούρα του ευδαιμονισμού ήρθε να γεμίσει το κενό όσο καλύτερα μπορούσε, όπως σκιαγραφείται σ' ένα δημοφιλές τραγουδάκι της εποχής:

 

Κάποτε φτιαχνόμασταν με αλκοόλ,

Τέρας γλυκό,

Όμως ακρίβυνε πολύ κι αυτό.

Κι εμείς εδώ στο Βερολίνο

Το ρίξαμε στην κόκα και στην πρέζα

Ας πέφτουν έξω αστραπόβροντα όσο θέλουνε,

Εμείς εδώ σνιφάρουμε, σουτάρουμε! [...]

 

 Το 1928, μόνο στα φαρμακεία του Βερολίνου, διανεμήθηκαν με νόμιμες συνταγές 73 κιλά μορφίνη και ηρωίνη. 

 

Όσοι είχαν την οικονομική άνεση έκαναν χρήση κοκαΐνης: το απόλυτο όπλο για την εντατικοποίηση της εμπειρίας. Σνιφάριζαν και ένιωθαν: Χρόνε, στάσου! Είσαι τόσο όμορφος!

 

Η χρήση της κόκας είχε διαδοθεί παντού και αποτελούσε το σύμβολο της έκλυτης εποχής. Αντίθετα, οι κομμουνιστές και οι ναζί, οι οποίοι συγκρούονταν στους δρόμους διεκδικώντας την εξουσία, την αντιμετώπιζαν με καχυποψία, ως «εκφυλιστικό δηλητήριο».

 

Οι αντιδράσεις εναντίον της υπερβολικής ελευθεριότητας άρχισαν να πυκνώνουν. Οι εθνικιστές εξοργίζονταν με την «παρακμή των ηθών», όμως και από το στρατόπεδο των συντηρητικών εξαπολύονταν ανάλογες επιθέσεις. Παρόλο που αισθανόταν υπερηφάνεια για την αναβάθμιση του Βερολίνου σε πολιτιστική μητρόπολη, ήταν ειδικά η αστική τάξη -της οποίας η θέση είχε ήδη αρχίσει να κλονίζεται τη δεκαετία του '20- που εξέφρασε την ανασφάλειά της με τη ριζική καταδίκη της ευδαιμονικής και μαζικής κουλτούρας, η οποία αποδοκιμάστηκε ως εκφυλισμένη.

Η χρήση της κόκας είχε διαδοθεί παντού και αποτελούσε το σύμβολο της έκλυτης εποχής. Αντίθετα, οι κομμουνιστές και οι ναζί, οι οποίοι συγκρούονταν στους δρόμους διεκδικώντας την εξουσία, την αντιμετώπιζαν με καχυποψία, ως «εκφυλιστικό δηλητήριο».

Η πλέον οργισμένη αντίδραση εναντίον της αναζήτησης της ευτυχίας μέσω των ναρκωτικών την εποχή της Βαϊμάρης προήλθε από τους εθνικοσοσιαλιστές. Η ανυπόκριτη αποστροφή τους προς το κοινοβουλευτικό σύστημα, η περιφρόνησή τους προς τη δημοκρατία per se, όπως και προς την αστική κουλτούρα μιας ανοιχτής κοινωνίας, έβρισκε την έκφρασή της σε ταβερνόβια συνθήματα κατά των δήθεν χαλαρών συνθηκών που επικρατούσαν στη μισητή «Δημοκρατία των Εβραίων», τα οποία, μεταξύ άλλων, συνέβαλαν και στη συγκρότηση της δικής τους ταυτότητας.

 

Οι ναζί είχαν έτοιμη τη δική τους συνταγή για την εξυγίανση του λαού και υπόσχονταν σωτηρία, τη δική τους ευτυχία. Γι’ αυτούς μόνο μία νομιμοποιημένη έκσταση μπορούσε να είναι δυνατή, η φαιά ιδεολογία. Διότι ακόμα και ο εθνικοσοσιαλισμός επιδίωκε υπερβατικές καταστάσεις: Το εθνικοσοσιαλιστικό φαντασιακό,το οποίο οφείλε να σαγηνεύσει τους Γερμανούς, επιστράτευσε από την αρχή τεχνικές της έκστασης.

 

Οι κοσμοϊστορικές αποφάσεις -έτσι το είχε γράψει ήδη ο Χίτλερ στο εμπρηστικό του βιβλίο Ο Αγών μου- πρέπει να λαμβάνονται σε συνθήκες εκστατικού ενθουσιασμού ή εν ανάγκη και υστερίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το NSDAP (Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα) από τη μια δημιουργούσε εντυπώσεις με λαϊκίστικα επιχειρήματα, από την άλλη στόχευε στην επίτευξη συνθηκών συλλογικής έκστασης με λαμπαδηδρομίες, παρελάσεις, επιβλητικές συνελεύσεις και δημόσιες ομιλίες. Να προσθέσουμε και τη «μέθη της βίας» των SA (Ταγμάτων Εφόδου), την οποία αρκετά συχνά πυροδοτούσε η κατάχρηση οινοπνευματωδών.

 

Η άσκηση ρεαλιστικής πολιτικής υποτιμούνταν ώς αντιηρωικό αγελαδοπάζαρο: Η νηφάλια πολιτική οφείλει να μετατραπεί σε ένα είδος κοινωνικής κατάστασης μέθης.

 

Αν η Δημοκρατία της Βαϊμάρης θεωρείται ψυχο-ιστορικά ως καθεστώς καταπίεσης, οι υποτιθέμενοι αντίπαλοί της, οι εθνι- κοσοσιαλιστές, ήταν η αιχμή του δόρατος αυτής της τάσης. Μισούσαν τα ναρκωτικά, γιατί ήθελαν οι ίδιοι να είναι ναρκωτικά.

 

ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ ΤΟΥ 1920 ΣΕ ΕΝΑ ΦΙΛΜΑΚΙ ΕΠΟΧΗΣ

 

 

Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Norman Ohler «Υπερδιέγερση, Τα ναρκωτικά στο Τρίτο Ράιχ», σε μετάφραση Χρήστου Κοκκολάτου και Βασίλη Τσαλή, σελίδες: 416, εκδ. Μεταίχμιο

Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου