Δέκα χρόνια ακριβώς πέρασαν από το περιβόητο «Wir schaffen das», πλέον ιστορική ρύση της Άνγκελα Μέρκελ, εν μέσω της προσφυγικής κρίσης του 2015.
Την 31η Αυγούστου του 2015, η Άνγκελα Μέρκελ εξέφρασε την πεποίθηση, ότι η Ευρώπη μπορούσε να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις της υποδοχής εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων, κυρίως από τη Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Σε μία περίοδο που όλο και περισσότεροι πρόσφυγες έφταναν στη Γερμανία, η καγκελάριος εμφανίστηκε αισιόδοξη, λέγοντας «Wir schaffen das», «Μπορούμε να τα καταφέρουμε!», σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στις 31 Αυγούστου του ίδιου έτους.
Η διαχείριση του προσφυγικού κύματος του 2015, ήταν μία από τις πιο αμφιλεγόμενες αποφάσεις που έλαβε η Άνγκελα Μέρκελ στα 16 χρόνια της στην καγκελαρία.
Από την Ελλάδα πέρασαν περισσότεροι από 800.000 πρόσφυγες μόλις το πρώτο ενδεκάμηνο του έτους. Κι αν ο αριθμός αυτός δεν προκαλεί εντύπωση, το αντίστοιχο ενδεκάμηνο του 2014 είχαν καταγραφεί 72.632 άτομα.
Η περίφημη ρύση της Μέρκελ, στόχευσε στην ενθάρρυνση της κοινής γνώμης να συμμετάσχει στο εγχείρημα υποδοχής των προσφύγων, ζήτημα που απασχολεί έως και σήμερα, τη Γερμανία αλλά και την Ευρώπη.
«Η ιδέα π.χ. να στείλω κανόνια νερού στα γερμανικά σύνορα ήταν για μένα φρικτή και δεν θα αποτελούσε ούτως ή άλλως λύση», θα έλεγε μερικά χρόνια αργότερα στο Spiegel, υπεραμυνόμενη την πολιτική της το 2015.
Στα απομνημονεύματά της, η Μέρκελ αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο στην προσφυγική κρίση και την περίοδο που τα διεθνή ΜΜΕ είχαν κατακλυστεί από εικόνες της Λέσβου και της Ειδομένης.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Μέρκελ για το προσφυγικό:
Τη νύχτα του Σαββάτου 18 προς Κυριακή 19 Απριλίου 2015 ένα απελπιστικά γεμάτο πλοίο που μετέφερε πρόσφυγες ανατράπηκε στη Μεσόγειο καθ’ οδόν από τη Λιβύη προς την Ιταλία. Εκατοντάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Την Κυριακή, ημέρα των εξηκοστών γενεθλίων του Γιόαχιμ, ήμασταν στο Χοενβάλντε. Το απόγευμα έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον Ιταλό πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι, με την επείγουσα έκκληση να συμβάλω κι εγώ προκειμένου να συγκληθεί άμεσα ένα έκτακτο συμβούλιο της Ε.Ε. με τη συμμετοχή όλων των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Ευρώπης. Για εορτασμό γενεθλίων ούτε λόγος πλέον.
«Σε καταλαβαίνω απόλυτα», είπα, «πρόκειται για μια ανείπωτη τραγωδία. Oμως, αν γίνει μια τέτοια συνάντηση, πρέπει να πάρουμε συγκεκριμένες αποφάσεις».
«Πράγματι, όμως η συνάντηση είναι επιβεβλημένη», επέμεινε. «Πρέπει να γίνει σαφές ότι αυτό δεν είναι ένα ιταλικό πρόβλημα, αλλά ένα πρόβλημα που αφορά ολόκληρη την Ευρώπη· το έχω ήδη πει στον Ντόναλντ Τουσκ. Δεν μπορείτε να με αφήσετε μόνο μου σε αυτή την κατάσταση».
Hξερα ότι ο Ματέο Ρέντσι είχε δίκιο, ειδικά διότι δεν ήταν η πρώτη τραγωδία αυτού του είδους στα ανοιχτά των ακτών της χώρας του. Ενάμιση χρόνο νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 2013, έπειτα από δύο σοβαρά δυστυχήματα και τον θάνατο αρκετών εκατοντάδων προσφύγων στα νερά της Μεσογείου, η Ιταλία έβαλε μπροστά την επιχείρηση Mare Nostrum. Το ιταλικό ναυτικό και η ακτοφυλακή ανέλαβαν τη διάσωση προσφύγων που κινδύνευαν στη θάλασσα και τη σύλληψη διακινητών. Οι δραστηριότητες της επιχείρησης Mare Nostrum τερματίστηκαν τον Οκτώβριο του 2014, μετά την απόφαση των Ευρωπαίων υπουργών Εσωτερικών να εγκαινιάσουν την επιχείρηση με την ονομασία «Tρίτων», υπό την ηγεσία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής Frontex, ο οποίος ιδρύθηκε το 2004 για την προστασία των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης. Ωστόσο, ακόμη και ο «Τρίτων» δεν μπόρεσε να αποτρέψει την τραγωδία της νύχτας της 18ης προς τη 19η Απριλίου 2015.
Τελικά «τα καταφέραμε»;
Ο δημοσιογράφος της Bild, Paul Ronzheimer, κάνει τον δικό του απολογισμό για το εάν τελικα «τα καταφέραμε».
«Στα τέλη Ιουλίου συνάντησα για τελευταία φορά τον Feras. Ήρθε με όλη την οικογένειά του στα γενέθλιά μου. Ο γιος του, ο Paul (7), πηγαίνει πλέον σχολείο, ο Feras σπούδασε Οικονομικά και τώρα εργάζεται ως project manager στην εταιρεία Kasseler Verkehrs- und Versorgungs-GmbH. Και η σύζυγός του, η Nazly (32), βρήκε δουλειά, ενώ η οικογένεια (στην οποία ανήκει και η μικρή Mila, 2 ετών) έχει βρει πλέον το δικό της σπίτι», ξεκινά στο δημοσίευμά του για τη δέκατη επέτειο της ιστορικής ατάκας της Μέρκελ και συνεχίζει:
«Η οικογένεια έχει αποκτήσει το γερμανικό διαβατήριο. Ο Feras τα κατάφερε -είναι σήμερα ο εξειδικευμένος επαγγελματίας που η Γερμανία έχει τόσο μεγάλη ανάγκη.
Όμως υπάρχουν και πολλοί που δεν τα κατάφεραν.
Τους τελευταίους μήνες βρέθηκα, στο πλαίσιο της σειράς ρεπορτάζ μου για το SAT.1 με τίτλο "Ronzheimer – wie geht’s Deutschland?" (Ροντσχάιμερ – πώς τα πάει η Γερμανία;), σε πολλές γερμανικές πόλεις. Μίλησα με αστυνομικούς, κοινωνικούς λειτουργούς και πολλούς πρόσφυγες που ήλθαν στη χώρα τα τελευταία χρόνια.
Τα προβλήματα είναι προφανή: πάρα πολλοί δεν κατέχουν ακόμη τη γλώσσα, γεγονός που μειώνει δραματικά τις πιθανότητές τους στην αγορά εργασίας. Ο αριθμός των δικαιούχων κοινωνικού επιδόματος (Bürgergeld) με μεταναστευτικό υπόβαθρο αυξάνεται συνεχώς.
Και υπάρχει και η βία. Όποιος μιλά ανοιχτά με αστυνομικούς, ακούει κυρίως ένα πράγμα: την αύξηση των επιθέσεων με μαχαίρι, την αποθράσυνση της βίας -φαινόμενα που συνδέονται και με τα γεγονότα του 2015. Στα γερμανικά αστικά κέντρα αναπτύσσονται πλέον "απαγορευμένες ζώνες". Ένας αστυνομικός μού είπε: "Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μιλάμε πολύ πιο καθαρά για αυτό το θέμα. Φυσικά και βιώσαμε μια έκρηξη βίας εξαιτίας νέων ανδρών που διέφυγαν από εμπόλεμες ζώνες. Και εναντίον αυτού πρέπει να κάνουμε πολύ περισσότερα"».
«Το ερώτημα είναι» συνεχίσει ο Ronzheimer «τι πρέπει να κάνουμε τώρα; Ποιοι νόμοι μπορούν να βελτιώσουν την ασφάλεια; Πώς θα εντάξουμε περισσότερους πρόσφυγες στην εργασία; Και ταυτόχρονα: τι θα έπρεπε να έχουμε κάνει το 2015; Εκείνο το καλοκαίρι, όταν ο Feras και τόσοι άλλοι έφευγαν από τις βόμβες;
Όσοι τότε ζητούσαν να κλείσουν τα σύνορα παραβλέπουν την πραγματικότητα, όπως ακριβώς ήταν το 2015.
Και εγώ ο ίδιος κάθισα σε μια βάρκα προσφύγων που ξεκίνησε από τη Σμύρνη με κατεύθυνση τη Λέσβο και παραλίγο να ανατραπεί. Οι τουρκικές αρχές δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον για τους πρόσφυγες – τους έβαζαν μαζικά σε βάρκες για την Ελλάδα.
Τι χάος θα είχε δημιουργηθεί, αν στην Ελλάδα -στη μέση της κρίσης του ευρώ- είχαν εγκλωβιστεί εκατομμύρια άνθρωποι χωρίς να μπορούν να συνεχίσουν το ταξίδι τους; Πώς θα μπορούσαμε ποτέ ξανά να μιλήσουμε για ανθρωπιά και αλληλεγγύη, αν αφήναμε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ να το αντιμετωπίσουν μόνα τους; Και τι εικόνα θα ήταν αυτή -για τη Γερμανία;».