Ένα ανελισσόμενο δράμα πολυφωνικής υφής

Ένα ανελισσόμενο δράμα πολυφωνικής υφής Facebook Twitter
0

Ένα ανελισσόμενο δράμα πολυφωνικής υφής Facebook Twitter
Η νεοελληνική άποψη για το μυθιστόρημα, ειδικά εκείνων που τo ασκούν διά βίου, μοιάζει με έναν γόρδιο δεσμό που ενδέχεται να λύνεται θεωρητικά, αλλά διά της λογοτεχνικής γραφής στομώνει και μένει στα μισά του δρόμου, για να μην πούμε ότι συχνά καταλήγει σε παρωδία και διαστρέβλωση. Αντίθετα, το διήγημα –που βιαστήκαμε να το υπερβούμε, διότι δεν χαρίζει δόξα ούτε μεγάλα δράματα– άφησε θαυμαστές περιπτώσεις «διηγηματογράφων», που υπερτερούν κατά πολύ των «μυθιστοριογράφων» του ’30, και φυσικά των σημερινών. Ασφαλώς, η σύγκριση του διηγήματος με το μυθιστόρημα δεν σχετίζεται (ειδικά...) με την κατοχή κάποιας τεχνικής, με την ταξική δομή μιας κοινωνίας ή με την ατελέσφορη δημιουργικότητα κάποιου ντόπιου «ψιλο-μπαλζάκ» που ξέπεσε.

Απεναντίας, η μεγάλη πόλη (είτε είναι το Παρίσι αυτή, είτε το Λονδίνο, είτε η Πετρούπολη και η Μόσχα, είτε το Δουβλίνο και το Μπουένος Άιρες) χρησιμεύει πάντα ως κατάλληλος διάκοσμος. Μπορεί η πλοκή να είναι εκ των ων ουκ άνευ, οι χαρακτήρες απολύτως απαραίτητοι, τα ανέκδοτα συχνά και γραφικά, οι περιπέτειες πολύτιμες ως υπόβαθρο, ο αφηγητής συχνά να επέχει θέση αφηγηματικού Θεού, με τη διαφορά ότι ουδεμία τυπική προϋπόθεση εξασφαλίζει την επιτυχία του μυθιστορήματος.

Για παράδειγμα, στη δική μας γλώσσα το μυθιστόρημα δεν απέδωσε τα αναμενόμενα για τον απλούστατο λόγο ότι ως μυθιστόρημα πλασαρίστηκε ένα νόθο είδος μεγεθυμένου διηγήματος ή λαϊκής αφηγήσεως περιπετειών χωρίς φιλοδοξίες μεγάλων προσώπων ή συμβάντων.

Η Νίκη Αναστασέα, προφανώς, ανήκει στην εκλεκτή κλίκα των προικισμένων γυναικών που έδωσαν κανονική μάχη με αυτό το πρόβλημα και, τηρουμένων των αναλογιών, με τους διηγηματογράφους και κατόρθωσαν να δείξουν ότι η αφήγηση μπορεί να γίνει κυκλική (όπως στο έξοχο Αυτή η αργή μέρα προχωρούσε) και η λαϊκότητα να μην ξεπέσει σε συλλογή ανεκδότων.

Με άλλα λόγια, υποστήριξαν μια αφήγηση που σώζει τα πρόσωπά της και συνάμα σώζεται από αυτά μέσα σε κλίμα αμοιβαίας υποστηρίξεως. Για να γίνουμε, μάλιστα, πιο συγκεκριμένοι, θα λέγαμε ότι η υπόθεση του βιβλίου δεν θα μπορούσε να αποδώσει τα δέοντα, αν η αφηγηματική φωνή ήταν μία και μοναδική.

Οπότε, κατατεμαχίζοντας δεξιοτεχνικά τις επιμέρους αφηγήσεις, που ενίοτε θυμίζουν εξομολογήσεις εν βρασμώ, έχουμε ένα ανελισσόμενο δράμα πολυφωνικής υφής με φιλοδοξίες μυθιστορηματικής τάξεως.

Το περιπαθές, σκοτεινό και θυσιαστικό συναίσθημα αποτελεί για την Αναστασέα όχι μόνο πηγή αυθεντικής δραματικότητας αλλά και ένα είδος μυήσεως και απογνώσεως που χαντακώνει ή στεφανώνει τα πρόσωπα. Ακόμα και η αφηγηματική τους ονομασία είναι περιγραφική του χαρακτήρα: «Ο άντρας που μιλούσε για τον

Νότο», «Η γυναίκα που περίμενε», «Το κορίτσι που είχε έναν άσο», «Το αγόρι που αγαπούσε ένα κορίτσι». Έτσι, το κεντρικό συμβάν του βιβλίου (ο φόνος ενός αστυνομικού από τον Στέλιο, τον αλητο-ερωμένο της Ηλέκτρας) θα το δούμε να μετακυλίεται εξακολουθητικά σε όλο το μήκος της αφήγησης, συμπαρασύροντας τη ζωή των δυο γονιών (του Στέφανου και της Πέρσας) και των άλλων προσώπων της οικογένειας, που δεν μπορούν να ζήσουν με τη σκέψη ότι η Ηλέκτρα είναι προφυλακισμένη (όχι ως συνεργός σε φόνο αλλά ως αρνούμενη να καταθέσει σε βάρος του Στέλιου).

Η μαστοριά στις προσωπογραφίες έχει ένα μυστικό: κάθε πρόσωπο ζει περισσότερο με αυτό που του λείπει παρά με εκείνο που κατέχει. Γενικά, σε όλο το μάκρος της αφήγησης αυτό που κάνει παιχνίδι είναι η χαμένη «ζωή», ένα είδος τιμωρίας που δεν φτάνει ως τον θάνατο, αλλά, παρά ταύτα, σημαδεύει δραματικότατα το κάθε πρόσωπο. Ο αναγνώστης, ήδη από την πρώτη κιόλας σελίδα, θα πρέπει να οικειωθεί τις εξομολογήσεις, όντας –λογοτεχνικά μιλώντας–ένας εκλεκτός παρείσακτος. Ωτακουστής, ματάκιας, αόρατος και, παρ’ όλα αυτά, μέρος του δράματος. Ουσιαστικά, έχουμε να κάνουμε με μια «υιοθεσία» του αναγνώστη στα τεκταινόμενα που επιτυγχάνει όσο περνάει απαρατήρητη.

 

Ακούμε, λοιπόν, τον «άντρα που μιλούσε για τον Νότο»: «“Θέλω να μείνω μόνος”, της λέω. Η άλλη, που εκείνη τη στιγμή κράταγε ένα ρούχο κι ετοιμαζόταν να το βάλει, σταματάει όπως είναι, με το κομπινεζόν και το ρούχο στο χέρι, και με κοιτάζει. Περιμένω λίγο και μετά παίρνω φόρα και της λέω και τα υπόλοιπα. “Δεν αντέχω”, της λέω, “από τότε που δεν είναι πια εδώ, κάθε φορά που ανοίγω την εξώπορτα, κάθε φορά που ανεβαίνω τη σκάλα και περνάω μπροστά από το δωμάτιό της και ξέρω ότι δεν είναι μέσα και ότι δεν θα είναι μέσα ούτε αύριο ούτε μεθαύριο ούτε την άλλη, εκείνη τη στιγμή θέλω να τα μαζέψω και να φύγω. Να κουτρουβαλήσω τις σκάλες, να ανοίξω την πόρτα και να βγω στους δρόμους τρέχοντας. Μπορεί να είναι υπερβολή”, της λέω, “το παραδέχομαι, αλλά εδώ”, της λέω, και της δείχνω τα χέρια μου, “δεν έχω τίποτα. Κι αυτό με τρελαίνει”. Κάνει μια κίνηση, αλλα δεν την αφήνω να μιλήσει. “Όχι εσύ”, της λέω. “Τι φταις εσύ;

Εγώ... Τις νύχτες”, της λέω, “πέφτει το ταβάνι και με πλακώνει. Όπως ήρθαν τα πράγματα, μου είναι αδύνατον να μείνω εδώ άλλο. Μπορείς να το καταλάβεις, έτσι δεν είναι; Δώσε μου λίγο χρόνο”, της λέω, “λίγο χρόνο, σε παρακαλώ”».

Προφανώς, οι δυο γονείς σκέφτονται τη θυγατέρα στη φυλακή και μοιάζουν με ισοβίτες εκτός φυλακής. Αν η συντριβή για τον εγκλεισμό της κόρης ήταν το μόνο μαράζι, θα είχαμε μια πεζή ιστορία με τα γνωστά συμπαρομαρτούντα.

Ωστόσο, η Αναστασέα –πολύπειρη στην πλοκή– καθώς οι δύο συζυγοι αλληλοκοιτάζονται, βάζει τον άντρα να λέει την πολύτιμη φράση: «Τριάντα πέντε χρόνια το ίδιο βλέμμα». Πράγματι, το συζυγικό τους δράμα αφορά την κόρη, αλλά και πριν γεννηθεί η κόρη είχε ξετυλιχθεί μια ιστορία μεταξύ τους, που τη μαθαίνουμε στο «πίσω» μέρος του βιβλίου. Με άλλα λόγια, η αφήγηση εκτυλίσσεται σαν μια παρτίδα σκάκι –και στις πιο ρηχές στιγμές σαν μια παρτίδα τάβλι–, όπου ο χρόνος είναι το πολύτιμο υλικό.

Ο ενεστώτας της οριστικής, όπως ξέρουμε, δεν είναι ο κυρίαρχος χρόνος των μυθιστοριογράφων, διότι άνευ αορίστου το κείμενο δεν αποκτά βαθύτητα και άνεση. Επ’ αυτού, η Αναστασέα βρίσκει καταφύγιο σε έναν ενεστώτα της καθημερινής ζωής (κρατάει, είμαστε στην κουζίνα, κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά), τον οποίο όμως αξιοποιεί απρόσκοπτα για να διηγηθεί τόσο ενεστώτα συμβάντα όσο και παρωχημένα. Με διάθεση αορίστου χρόνου συχνά τα πρόσωπα –όπως κι εμείς, άλλωστε– καταφεύγουν στον ενεστώτα, που παρευθύς τον τρώει ο χρόνος. Λέει ο «άντρας που μιλούσε για τον Νότο» στη «Γυναίκα που περίμενε»: «Τότε πίστευα πως ο κόσμος είναι... πως έχει... πώς να στο περιγράψω; Ότι κάπου υπάρχει ένα ξέφωτο, ενώ τώρα ξέρω ότι υπάρχουν μονάχα λάσπες, ένας καταραμένος λασπότοπος που τον σιχαίνομαι. Και πιο πολύ απ’ όλα σιχαίνομαι τον εαυτό μου. Αυτό σκεφτόμουνα κι έπειτα σκέφτηκα κι εσένα και αναρωτήθηκα γιατί έμεινες. Τι ζωή μπορείς να κάνεις κοντά μου; Τι ζωή να κάνεις, Πέρσα, με έναν άνθρωπο που σιχαίνεται τον εαυτό του;».

Άρα, ο ενεστώς χρόνος που παιδεύει την αφηγήτρια είναι δάνειο θεατρικό, καθότι στη σκηνή ο αόριστος υπονομεύεται από την ένσαρκη παρουσία των προσώπων. Άλλωστε, για να θυμηθούμε έναν συγγραφέα που αρέσει ιδιαίτερα στην Αναστασέα, αν ανοίξουμε τυχαία τους Σαρτόρις, μόνο αορίστους συναντάμε: «Το πρωινό κύλησε αργά. Κάπου ένα ρολόι χτύπαγε τα τέταρτα της ώρας, αλλά, εκτός απ’ αυτό, δεν υπήρχε κανένας άλλος ήχος μέσα στο σπίτι. Η δουλειά του Σίμωνα στο ισόγειο είχε πάψει εδώ και πολλή ώρα, αλλά ένα βουητό από φωνές φτάνανε ως εκείνη κατά διαστήματα από κάπου, ψιθυριστές κι αξεχώριστες». Ενώ οι ήρωες τρώνε «παρόν» για να επιβιώσουν, περίπου σαν την ανάσα, κάθε παρόν μεταπίπτει παρευθύς

σε παρελθόν, κουβαλώντας στις πλάτες του τον αόριστο.

 

Επιβάλλεται να μιλήσουμε και για την ακριβή φρασεολογία της αφηγήτριας, που σχεδόν σε κάθε σκηνή του έργου γεννάει κυριολεκτικά τη φράση-κλειδί.

«"Αφού θέλεις", της λέω, "να τα ακούσεις, άκου τα". Και βάζω τις φωνές. Δηλαδή, δεν φώναζα, ακριβώς το αντίθετο, μίλαγα όσο πιο σιγά μπορούσα, μέσα μου όμως ούρλιαζα και ξέρω ότι με άκουγε».

« Έτσι κάνουν οι αδύνατοι, στην αρχή ζαρώνουν και μετά ξεφωνίζουν».

«Αναρωτιέμαι πώς μπορεί να φτιαχτεί το μέλλον από ένα παρόν τόσο άθλιο...».

« Πώς έγινε έτσι αυτή η πόλη; Πώς ασχήμυνε η ψυχή της;».

«Πώς το έλεγε η Πελαγία; Στο κεφάλι μας βρίσκονται οι άλλοι, εμείς βρισκόμαστε στην καρδιά μας».

«Γύρισε τα χαράματα. Μετά δεν ξαναμιλήσαμε. Και τι να πούμε; Δέκα χιλιάδες λέξεις ήταν λίγες και τρεις περίσσευαν».

Βιβλίο
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Εμμανουήλ Καραλής: Πολλοί είναι δίπλα σου στα μετάλλια, στο χειροκρότημα και στη λάμψη, αλλά μετά οι προβολείς σβήνουν

Οι Αθηναίοι / Manolo: «Πολλοί είναι δίπλα σου στα μετάλλια, αλλά μετά οι προβολείς σβήνουν»

Έχει μάθει να περνά τον πήχη, να ξεπερνά τους φόβους και να καταρρίπτει στερεότυπα. Θεωρεί ότι η ζωή του αθλητή μοιάζει πολύ με τη ζωή του μοναχού. Ο πρωταθλητής στο άλμα επί κοντώ αφηγείται τη ζωή του και μιλά για τα παιδικά του χρόνια, τις όμορφες και δύσκολες στιγμές, την ψυχική του υγεία, τον έρωτα, την πίστη και την αγάπη που τον κρατούν όρθιο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Τι ήξερε ο Παζολίνι;

Βιβλίο / Τι ήξερε ο Παζολίνι;

Πενήντα χρόνια μετά την άγρια δολοφονία του, οι προγνώσεις του για τον φασισμό είναι πιο επείγουσες από ποτέ, σημειώνει η Βρετανίδα συγγραφέας Ολίβια Λέινγκ, το νέο βιβλίο της οποίας περιστρέφεται γύρω από τη δημιουργία του «Σαλό (120 Μέρες στα Σόδομα)».
THE LIFO TEAM
Μαύρη, λεσβία, μητέρα, πολεμίστρια, ποιήτρια, καρκινοπαθής

Βιβλίο / Μαύρη, λεσβία, μητέρα, πολεμίστρια, ποιήτρια, καρκινοπαθής

Η διάσημη συγγραφέας Όντρι Λορντ αντιμετώπισε τη διάγνωσή της με το θάρρος και το ακτιβιστικό πνεύμα που πάντα τη διέκρινε: Τα «Ημερολόγια Καρκίνου» δεν είναι μια «καταγραφή δακρύων μόνο» αλλά και μια κραυγή οργής εναντίον της καταπίεσης που βιώνουν οι γυναίκες.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Η Μάργκαρετ Άτγουντ στο μονοπάτι του πένθους

Βιβλίο / Η Μάργκαρετ Άτγουντ στο μονοπάτι του πένθους

Σ’ ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματά της με τίτλο «Book of Lives: A Memoir of Sorts», που προδημοσιεύει η «Guardian», η διάσημη συγγραφέας περιγράφει τον τρόπο που βίωσε την απώλεια του επί μισό αιώνα συντρόφου της Γκρέαμ Γκίμπσον το 2019.
THE LIFO TEAM
«Intermezzo»: Το βιβλίο της Σάλι Ρούνεϊ που έσπασε όλα τα αναγνωστικά ρεκόρ

Βιβλίο / «Intermezzo»: Το βιβλίο της Σάλι Ρούνεϊ που έσπασε όλα τα αναγνωστικά ρεκόρ

Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη το πολυαναμενόμενο νέο βιβλίο της Ιρλανδής συγγραφέως, που έχει κάνει ρεκόρ πωλήσεων και αναγνωσιμότητας. Καταγράφουμε τις πρώτες εντυπώσεις από την ανάγνωσή του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Άμιτι Γκέιτζ «Ο καλός πατέρας»

Το πίσω ράφι / Έχουν και οι ψεύτες τη χάρη τους. Στα μυθιστορήματα τουλάχιστον

Ο «Καλός πατέρας» της Άμιτι Γκέιτζ πραγματεύεται την κατασκευή της ανθρώπινης ταυτότητας, τον άρρηκτο δεσμό γονιού και παιδιού και τη μεταναστευτική εμπειρία, θίγοντας όψεις του αμερικανικού ονείρου.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
«Σπίτι από ζάχαρη»: Το δίκτυο των ανθρώπινων σχέσεων στο μυθιστόρημα της Τζένιφερ Ίγκαν

Βιβλίο / Πώς θα ήταν αν μπορούσαμε να βιώσουμε ξανά όσα ζήσαμε στο παρελθόν;

Το «Σπίτι από ζάχαρη» είναι ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας που διερευνά τους κινδύνους της ψηφιακής εποχής, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την αξία της μνήμης και της σύνδεσης.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Θανάσης Βαλτινός: Η νουβέλα «Η Κάθοδος των Εννιά» του διακεκριμένου συγγραφέα

Οθόνες / «Η Κάθοδος των Εννιά»: Η διάσημη νουβέλα του Θανάση Βαλτινού

Πεθαίνει σαν σήμερα ο διακεκριμένος Έλληνας συγγραφέας. Αυτή είναι η ιστορία ενός από τα εμβληματικότερα βιβλία του και η βραβευμένη μεταφορά της στον κινηματογράφο, το 1984, από τον Χρίστο Σιοπαχά.
ΦΩΝΤΑΣ ΤΡΟΥΣΑΣ
Καρολίνα Μέρμηγκα: «Οι συγγραφείς προχωράμε με αναμμένη δάδα στη σκοτεινή σπηλιά της λογοτεχνίας»

Βιβλίο / Καρολίνα Μέρμηγκα: «Όταν γράφουμε για αληθινούς ανθρώπους, πρέπει να σεβόμαστε τη μνήμη τους»

Η καταξιωμένη συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων Καρολίνα Μέρμηγκα μάς μιλάει για τη δύναμη της τέχνης, για το λογοτεχνικό της εργαστήρι αλλά και για τη χαρά της να μεταφράζει Χίλαρι Μαντέλ, τα βιβλία της οποίας επανακυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Πόσο διαβάζεται σήμερα ο Νίκος Καζαντζάκης;

Βιβλία και Συγγραφείς / Πόσο διαβάζεται σήμερα ο Νίκος Καζαντζάκης;

Πεθαίνει σαν σήμερα ο συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης. Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με την Έρη Σταυροπούλου, ομότιμη καθηγήτρια Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, για τον συγγραφέα του «Αλέξη Ζορμπά» και την αντοχή του έργου του.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Στέφαν Τσβάιχ

Το πίσω ράφι / Σε πείσμα όσων περιφρόνησαν τα έργα του Τσβάιχ, η απήχησή τους ακόμα να κοπάσει

Οι ήρωες του Αυστριακού συγγραφέα ταλανίζονται συνήθως από μια αβάσταχτη εσωτερική πίεση, αντικατοπτρίζοντας τη δική του πεισιθάνατη διάθεση. Αυτήν ακριβώς την αίσθηση αποπνέει η συλλογή διηγημάτων του «Αμόκ».
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Marwan Kaabur: «Αγωνιζόμαστε και στον αραβικό κόσμο για δικαιώματα κι ελευθερίες, αλλά προκρίνουμε τον δικό μας τρόπο, στο πλαίσιο της δικής μας κουλτούρας»

Lgbtqi+ / Κι όμως υπάρχουν και «αραβικά καλιαρντά»!

Λίγο πριν από την αθηναϊκή παρουσίαση της αγγλόφωνης έκδοσης του «Queer Arab Glossary» μιλήσαμε με τον συγγραφέα του Marwan Kaabur, για τα «αραβικά καλιαρντά», την ομοφυλοφιλία και την queer συνθήκη στον αραβικό κόσμο, το «pink washing», αλλά και τη συχνά παρεξηγημένη πρόσληψή τους από τη Δύση.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Tα συγκλονιστικά Ημερολόγια Καρκίνου της Όντρι Λορντ και άλλα 4 βιβλία που διαβάζουμε τώρα

Βιβλίο / Tα συγκλονιστικά Ημερολόγια Καρκίνου της Όντρι Λορντ και άλλα 4 βιβλία που διαβάζουμε τώρα

Πέντε αποκαλυπτικά βιβλία για τις γυναίκες με καρκίνο, για τον κόσμο, τα σκουπίδια ακόμα και για τη μακρινή Ιαπωνία ξεχωρίζουν ανάμεσα στις εκδόσεις της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής καλύπτοντας ένα μεγάλο εύρος θεμάτων και ενδιαφερόντων.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Δύο άγνωστες φωτογραφίες του Ρεμπό από τη γαλλική Κομμούνα

Βιβλίο / Δύο άγνωστες φωτογραφίες του Ρεμπό από τη γαλλική Κομμούνα

Σαν σήμερα γεννήθηκε το 1854 ο Αρθούρος Ρεμπό. Ο ποιητής, μουσικός και μπλόγκερ Aidan Andrew Dun έπεσε τυχαία σε δύο εντελώς άγνωστες φωτογραφίες, βγαλμένες στην Place Vendôme, και βρέθηκε μπροστά σε μια μεγάλη έκπληξη: ο έφηβος Αρτίρ Ρεμπό, όπως δεν τον έχουμε ξαναδεί.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Θανάσης Τριαρίδης: Οι μετανάστες θα σώσουν τον κόσμο. Χωρίς αυτούς είμαστε χαμένοι

Βιβλίο / Θανάσης Τριαρίδης: «Οι μετανάστες θα σώσουν τον κόσμο. Χωρίς αυτούς είμαστε χαμένοι»

Έγινε αντιρρησίας συνείδησης, γιατί πιστεύει ότι ο στρατός είναι μια δοξολογία εκμηδένισης του άλλου. Άφησε τη Θεσσαλονίκη επειδή τον έπνιγε ο εθνοφασισμός της. Στην Αντίς Αμπέμπα υιοθέτησε την κόρη του, Αργκάνε. Ο συγγραφέας της «Τριλογίας της Αφρικής», Θανάσης Τριαρίδης, αφηγείται τη ζωή του στη LiFO.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μια «φόνισσα» εξομολογείται

Το πίσω ράφι / Η Hannah Kent έγραψε τη δική της «Φόνισσα», την Άγκνες που ζούσε στην Ισλανδία τον 19ο αιώνα

Η Αυστραλή συγγραφέας δεν πίστευε ποτέ ότι, χάρη στα «Έθιμα ταφής», οι κριτικοί θα την τοποθετούσαν δίπλα σε λογοτέχνες όπως η Μάργκαρετ Άτγουντ και ο Πίτερ Κάρεϊ.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Χριστίνα Ντουνιά: «Ο Καρυωτάκης μάς δίνει ελπίδα και μας παρηγορεί»

Βιβλίο / «Ο Καρυωτάκης άφησε "το αδέσποτο Τραγούδι" του να μας συντροφεύει»

Στο βιβλίο της «Το όνειρο και το πάθος», η Χριστίνα Ντουνιά, ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας και συγγραφέας αποκαλύπτει αθέατες όψεις του ποιητή και νέα στοιχεία για τη σχέση του με τον Καβάφη μέσα από μια άγνωστη, ως τώρα, επιστολή.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ