Εγώ τις νύχτες δεν τις ήξερα
Βραδινή βάρδια στην πόλη που απόψε όλοι κάπου χορεύουν
Εκείνοι ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν. Εσείς πάλι, όχι / Γιορτή. Διπλή. Και όνομα και επίθετο / Ακόμα και γι’ αυτό φάγαμε bullying Λουκία μου κάποτε / Ωραία μέρα πάντως. Πολύ ωραία. «Θέλω πολύ να είσαι καλά» και λουλούδια και άλλα που δεν ξέρω πώς να ανταποδώσω / Nα πάμε στο Μπουτάν / Nα πάμε κάπου μαζί / Ε; Θες; / Μήπως είναι τελικά ωραίο να ταξιδευει κανείς / Ένα video δείχνει την Bette Midler να μπαίνει στο σπίτι της. Είναι γριούλα πια. Με μια καμπαρτίνα . Μια τσαντούλα / Ψάχνω να βρω φωτογραφίες από την εποχή που τραγουδούσε σε μια gay σάουνα στη Νέα Υόρκη / Ναι Λουκία, καλά άκουσες / Ήτανε, είναι ακόμα, fierce η Bette. Έχει ζήσει, έχει δει πολλά. Δεν τη μάθαμε στο Beaches και στο First Wives Club / Την μάθαμε στο The Rose. Eκεί έδειξε ποια είναι / Θα σου δείξω το βίντεο από μια εμφάνισή της στη σάουνα, θα καταλάβεις / Έτσι είναι αυτές οι «παλιές καραβάνες». Έχουν ζήσει 100 ζωές. Έχουν μάλιστα την κατάρα και το προνόμιο να έχουν δει ανεπανάληπτα πράγματα. Από αυτά που εσύ κι εγώ αποκλείεται να δούμε / Και όταν τους ρωτήσεις στα αφηγούνται και είναι τρέλα όταν καταλαβαίνεις τι έζησαν και τι ζούμε εμείς / Όποιον συναντώ μου λέει το ίδιο: «Τα έχω βαρεθεί όλα» / Some say love, it is a river / That drowns the tender reed / Some say love, it is a razor / That leaves your soul to bleed.
Η μάνα μου και ο πατέρας μου στο τηλέφωνο / Ευχές / Μακριά / Χαμογελαστοί στη φωτογραφία που έχω στο κινητό / Όσα έχω στο ψυγείο μου δεν βγάζουν νόημα / Αυτό θέλω να αλλάξει / Μακάρι να ήσουν σκύλος ρε Λουκία, να σε έπαιρνα μια λαϊκή. Θα σου άρεσε. Αλλά κοιμάσαι όλη μέρα και χάνεις τα καλύτερα / Μου αρέσουν οι λιγότερο διάσημες λαϊκές πια. Εκείνες που στις 8 το πρωί συναντάς μόνο όσους μένουν γύρω, δεν έχουν σουβλατζίδικα, δεν έχουν τουρίστες που τις ανακαλύπτουν με το gps στο χέρι και τις αποκαλούν «Farmer’s Market». Lol / Έχουν λιγότερα πράγματα αλλά ό,τι θες (σιγά πια και τα σπάνια που ψάχνεις) θα το βρεις / Κολοκύθες σήμερα. Θα δω τι θα κάνω μαζί τους / Κολοκοτές / Κοίτα την Κύπρο που έβγαλε το τέλειο pastry με κολοκύθα, πλιγούρι και σταφίδες / Ισορροπία. Ούτε γλυκό, ούτε αλμυρό / Πήγα να γράψω το φρικτό «η γεύση τους με πάει πίσω στα παλιά χρόνια» και πάτησα ένα delete να τελειώνουμε. Έχω βαρεθεί τα τάπερ, τα παλιά τα χρόνια, τα μαμαδίστικα, τα γιαγιαδίστικα / Σιχαμένο πέπλο νοσταλγίας που ήρθε και συνάντησε την άγνοιά μας για το φαγητό και μας και τα έκανε όλα ακόμα πιο χάλια / Φαΐ είναι / Που το αγοράζεις delivery / Η μάνα σου πού είναι σε όλο αυτό;
Αφού τα λέμε όλα, ας καταρρίψουμε και άλλον ένα μύθο για το «φαγητό που μαγειρεύεται με αγάπη» και γι’ αυτό είναι τόσο σπέσιαλ. Είχα μια θεία που ήταν η προσωποποίηση της κακίας, ένα τέρας. Μαγείρευε συγκλονιστικά. Καθόμασταν στο τραπέζι και έφευγαν οι τσιρίδες δεξιά κι αριστερά, μας άκουγαν δυο στενά πιο πάνω / Παρόλα αυτά, ό,τι έβγαινε από την κατσαρόλα της (τσουκάλι, λολ) ήταν αδιανόητα νόστιμο / Σόρυ τώρα Λουκία που στο χαλάω απλώς ειλικρινά μου έχει τελειώσει όλο αυτό με τη γλύκα και τη μαγειρική. Δεν οδήγησε και πουθενά.
Να το γράψω να υπάρχει πως το sorbet σταφύλι και φασκόμηλο από το Epik ήταν ένα αριστούργημα. Είναι παρηγοριά τα sorbet. Και γεμάτα χαρά και χρώμα. Με πειράζει που δεν αρέσουν σε πολλούς / Όπως με πειράζει που σε όποιον πω τη λέξη ρυζόγαλο κάνει γκριμάτσα. Κι αυτό παρηγοριά. Τα έχουμε πει / Λευκό, καθαρό, κατευναστικό / Και της μανούλας μου που βάζει πορτοκάλι ωραίο είναι / Και το ρυζόγαλο από Kora είναι πραγματικά ένα αριστούργημα / Και εκείνο το νέο σάντουιτς με το αυγό. Και η fougasse. Ένας φούρνος που δουλεύεο ρολόι / Galaxy με την Αλέκα. Καναπεδάκια ζαμπόν – τυρί – ντομάτα / Μήπως μιλάω πολύ; Αν μιλάω πολύ πες να σταματήσω / Ψυχανάλυση μετά την ψυχανάλυση. Θέλω λίγο αφωνία. Κραυγές μόνο.
Εγώ τις νύχτες δεν τις ήξερα / Εγώ κοιμόμουν νωρίς / Η νύχτα είναι σαν να μπαίνεις σε μια σπηλιά για να κρυφτείς. Με την πεποίθηση μάλιστα ότι είσαι ασφαλής / Εντωμεταξύ η αρκούδα έχει μπει κι αυτή μαζί σου και έχει κλείσει και την πόρτα πίσω της / Θα έρθει για το μέλι / Tώρα που λέμε μέλι. Αυτό που φέρνει η Μάρω από τη Λέσβο / Δοκιμάζω και προσπαθώ να διακρίνω τα λουλούδια που τρυγήθηκαν / Άλλη γη πάντως. Πιο πάνω. Πιο γεμάτη γεύση / Μελόπιτα / Ποτέ μου δεν την πέτυχα. Θα δοκιμάσω ξανά / Νύχτα.
Θέλω να σταματήσω να ψωνίζω με delivery / Η ευκολία μας αποξένωσε. Χαμηλώνουμε τα standards και δεν λέμε λέξη / Σε ποιον να πεις, τι; Πορεύεσαι με αυτά που σου φέρνουν. Κάνεις ό,τι σου πουν / Το πιο σοβαρό είναι ότι ξεχνάς τη γειτονιά σου / Τη διαδικασία της επιλογής των υλικών. Την πολυτέλεια του να κάνεις μια δεύτερη σκέψη ή να αλλάξεις γνώμη / Όλα έτοιμα / Όλα γρήγορα / Και μετά πεθαίνουμε από το άγχος / Τώρα που η νύχτα μου ανήκει θα δοκιμάσω μια φορά να μαγειρέψω μέσα στην ησυχία της / Θα μαγειρέψω με απαλές κινήσεις, μην σε ξυπνήσω / Καραμελέ; Κάτι που να ζυμώνεται καλύτερα ε; Οκ / Όταν ξυπνήσεις θα είμαι έτοιμος / Κυριακή είναι θα κοιμηθώ μέχρι αργά
When the night has been too lonely / And the road has been too long / And you think that love is only / For the lucky and the strong / Just remember in the winter / Far beneath the bitter snows / Lies the seed that with the sun's love / In the spring becomes the rose / Μακάρι.