Τι είναι οι ενδοκρινικοί διαταράκτες, πώς συνδέονται με τον καρκίνο, πού τους συναντάμε πιο συχνά στην καθημερινότητά μας και σε τι βαθμό πρέπει να ανησυχούμε;
Όπως εξηγεί ο Mikkael A. Sekeres, επικεφαλής Αιματολογίας και καθηγητής Ιατρικής στο Sylvester Comprehensive Cancer Center, σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην Washington Post, η συζήτηση γύρω από τη σχέση των ενδοκρινικών διαταρακτών με τον καρκίνο είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.
«Πολλοί λένε ότι μπορούν να επηρεάσουν τις ορμόνες σας, οδηγώντας σε σοβαρά προβλήματα υγείας» ξεκινά ο Sekeres στο δημοσίευμά του.
Ο ίδιος εξηγεί, πως υπολογίζεται ότι υπάρχουν πάνω από 1.000 τύποι αυτών των χημικών ουσιών στις οποίες εκτιθέμεθα καθημερινά: βρίσκονται παντού, από το αντικολλητικό τηγάνι και τις κονσέρβες, μέχρι το σαμπουάν και τη βαφή μαλλιών. Αλλά πόσο ανησυχητικά είναι στην πραγματικότητα; Και σχετίζονται όντως με τον καρκίνο;
«Ενώ είναι λογικό να κάνουμε ορισμένα βήματα για να αποφύγουμε συγκεκριμένες ενδοκρινικές διαταρακτικές ουσίες -κι εγώ το κάνω-», σχολιάζει, «τα διαθέσιμα δεδομένα είναι περιορισμένα, γι’ αυτό και δεν ανησυχώ υπερβολικά. Τα στοιχεία που συνδέουν τις ενδοκρινικές διαταρακτικές ουσίες με τον καρκίνο δεν είναι ισχυρά στις περισσότερες περιπτώσεις και σίγουρα δεν συγκρίνονται με άλλους παράγοντες κινδύνου, όπως το αλκοόλ και το κάπνισμα».
Τι είναι οι ενδοκρινικοί διαταράκτες;
Το ενδοκρινικό σύστημα αποτελείται από αδένες που εκκρίνουν ορμόνες, όπως τα οιστρογόνα, η τεστοστερόνη και η κορτιζόλη, οι οποίες αλληλεπιδρούν με υποδοχείς στο σώμα και ρυθμίζουν την ανάπτυξη, την αναπαραγωγή, τον μεταβολισμό και το σωματικό βάρος.
Οι χημικές ουσίες που παρεμβαίνουν σε αυτό το πολύπλοκο σύστημα επικοινωνίας ονομάζονται ενδοκρινικοί διαταράκτες. Μπορούν να δρουν με διάφορους τρόπους: υπερδιεγείροντας υποδοχείς, μπλοκάροντάς τους ώστε οι φυσιολογικές ορμόνες να μην μπορούν να αλληλεπιδράσουν, ή μεταβάλλοντας την παραγωγή και τη διαθεσιμότητα των ορμονών.
Τρεις κοινές ουσίες
1. Δισφαινόλη Α (BPA)
Η δισφαινόλη Α (BPA) είναι μια χημική ουσία που χρησιμοποιείται στην παραγωγή πολυκαρβονικών πλαστικών και εποξικών ρητινών. Ανήκει στη μεγαλύτερη κατηγορία χημικών που ονομάζονται δισφαινόλες. Η κύρια έκθεση των περισσότερων ανθρώπων προέρχεται από τη διατροφή: οι BPA μπορούν να διαρρεύσουν σε τρόφιμα ή ποτά από τα εσωτερικά επιστρώματα των κονσερβών και από προϊόντα όπως τα πλαστικά δοχεία φαγητού και τα μπουκάλια νερού, αν και ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) έχει απαγορεύσει τη χρήση τους σε παιδικά μπουκάλια και ποτηράκια.
Μελέτη του CDC το 2008 εντόπισε BPA στο 93% των δειγμάτων ούρων από περισσότερα από 2.500 άτομα ηλικίας από 6 ετών και άνω. Κι ενώ ορισμένα προϊόντα δηλώνουν ότι είναι “BPA-free”, συχνά αντικαθιστούν τη BPA με άλλες, παρόμοιες δισφαινόλες.
Πειράματα σε εργαστήριο και σε ποντίκια έχουν δείξει ότι οι BPA μπορεί να προάγουν την ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων. Μια μελέτη έδειξε σχέση ανάμεσα σε υψηλά επίπεδα BPA στο αίμα και καρκίνο του προστάτη, αλλά δεν βρήκε σύνδεση με τον καρκίνο του μαστού. Άλλες μελέτες δεν κατέληξαν σε σταθερή σχέση.
Παρά τα πολλά εργαστηριακά δεδομένα, δεν υπάρχει επαρκής έρευνα που να συνδέει οριστικά τις BPA με τον καρκίνο στον άνθρωπο. «Παρ’ όλα αυτά, εγώ προσωπικά προτιμώ να αποθηκεύω το φαγητό σε γυάλινα δοχεία και να χρησιμοποιώ γυάλινα ή μεταλλικά μπουκάλια νερού» σχολιάζει ο γιατρός.
2. PFAS
Οι (PFAS) είναι χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται ως απωθητικά λαδιού και νερού και επιστρώσεις για μαγειρικά σκεύη, συσκευασίες τροφίμων, χαλιά και υφάσματα. Είναι επίσης γνωστές ως «παντοτινές χημικές ουσίες», επειδή μόλις δημιουργηθούν οι PFAS, παραμένουν στο περιβάλλον επειδή δεν διασπώνται όπως κάποιες άλλες χημικές ουσίες. Τα PFAS μπορούν να βρεθούν σε οτιδήποτε, από ορισμένα είδη οδοντικού νήματος μέχρι ορισμένα προϊόντα εμμήνου ρύσεως. Μπορούν επίσης να μολύνουν το πόσιμο νερό κοντά σε εγκαταστάσεις όπου παρασκευάζονται.
Τα δεδομένα που συνδέουν τα PFAS με συγκεκριμένους καρκίνους, αν και δεν είναι ακόμη στο επίπεδο του καπνίσματος ή της πρόσληψης αλκοόλ, είναι ισχυρότερα από ό,τι για τα BPA. Τα υψηλότερα επίπεδα PFAS στο αίμα έχουν συσχετιστεί με καρκίνο των νεφρών, ιδίως σε μαύρους πληθυσμούς. Υψηλότερα επίπεδα παρατηρήθηκαν επίσης σε γυναίκες με μετεμμηνοπαυσιακό καρκίνο του μαστού και σε άνδρες με καρκίνο των όρχεων.
Το 2024, ο FDA ανακοίνωσε ότι οι εταιρείες σταματούν σταδιακά τη χρήση PFAS στις συσκευασίες τροφίμων. Το 2023, η Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος (EPA) έθεσε όρια για τις PFAS στο πόσιμο νερό.
Επειδή όμως είναι τόσο διαδεδομένες, είναι δύσκολο να τις αποφύγει κανείς. Για τη συνολική σας υγεία είναι καλή πρακτική να καταναλώνετε φρέσκα τρόφιμα, όχι υπερεπεξεργασμένα ή συσκευασμένα. Υπάρχουν επίσης κατσαρόλες και τηγάνια που πλέον είναι “PFAS-free”.
3. Φθαλικές ενώσεις (Phthalates)
Οι φθαλικές ενώσεις χρησιμοποιούνται σε καλλυντικά και προϊόντα προσωπικής φροντίδας, κάνοντας τα πλαστικά πιο ανθεκτικά. Είναι άχρωμα, άοσμα, ελαιώδη υγρά που δρουν ως διαλύτες και σταθεροποιητές. Υπάρχουν σε αρώματα, σαμπουάν, λακ, βερνίκια νυχιών και καθαριστικά. Η πιο συχνή είναι η διαιθυλ-φθαλική (DEP).
Προϊόντα όπως οι χημικές ισιωτικές ουσίες μαλλιών και οι βαφές, που έχουν συνδεθεί με ορμονο-εξαρτώμενους καρκίνους (μαστού, ωοθηκών), μπορεί να περιέχουν φθαλικές ενώσεις.
Μια μεγάλη μελέτη του 2020, με πάνω από 46.000 γυναίκες, έδειξε ότι η μόνιμη βαφή μαλλιών συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού, ιδίως σε μαύρες γυναίκες, ενώ η συχνή χρήση ισιωτικών προϊόντων σχετίζεται με μεγαλύτερο κίνδυνο καρκίνου μαστού και ωοθηκών. Μια νεότερη μελέτη στην ίδια ομάδα έδειξε ότι η χρήση ισιωτικών προϊόντων τον τελευταίο χρόνο σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου της μήτρας.
Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι ο συνολικός επιπλέον κίνδυνος είναι μικρός. Σύμφωνα με την Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία, περίπου μία στις οκτώ γυναίκες (13%) θα εμφανίσει καρκίνο μαστού στη διάρκεια της ζωής της. Η χρήση μόνιμης βαφής μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο κατά 9%, από το 13% στο 14%.
Ο συγγραφέας του δημοσιεύματος υπογραμμίζει, ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να διαπιστωθεί αν οι φθαλικές ενώσεις είναι οι υπαίτιες ή αν κάποια άλλη χημική ουσία ή παράγοντας ευθύνεται. Στο μεταξύ, τονίζει ότι, προτείνεται να ελέγχετε αν τα προϊόντα σας περιέχουν φθαλικές ενώσεις ή να επιλέγετε “phthalate-free”. Μια άλλη επιλογή είναι να προτιμάτε προϊόντα χωρίς άρωμα και να αποφεύγετε τα αρώματα.
Ο Sekeres καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι οι χημικές ουσίες που διαταράσσουν το ενδοκρινικό σύστημα βρίσκονται παντού και ίσως μάθουμε περισσότερα τα επόμενα χρόνια ώστε να τις συμπεριλάβουμε πιο άμεσα στους παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση καρκίνου.
«Εν τω μεταξύ, η συμβουλή μου είναι η εξής: Επικεντρωθείτε στη λήψη μέτρων για τη μείωση του κινδύνου καρκίνου που υποστηρίζονται από ισχυρότερα στοιχεία. Μην καπνίζετε, μειώστε την κατανάλωση αλκοόλ, ασκηθείτε τακτικά και τρώτε τρόφιμα ολικής αλέσεως».