Όμορφε κόσμε, πού πας; Αυτή είναι η ερώτηση πίσω από τις νέες εικόνες του Έλληνα φωτογράφου Spyros Rennt, όπως παρουσιάζονται στο τέταρτο βιβλίο του με τίτλο Intertwined. Κουίρ σώματα δεμένα, μπλεγμένα μεταξύ τους και με τον κόσμο μας, αποτυπώνουν ένα παρόν που μετασχηματίζεται μπροστά στα μάτια μας, μια περίοδο ακραίας και χύμα μαγείας, την οποία φοβόμαστε πως ίσως χάσουμε. Οι σεξουαλικά φορτισμένες στάσεις εναλλάσσονται και αντιπαραβάλλονται με απλές καθημερινές στιγμές: Ένα βάζο με μερικά λούλουδα, ένα άδειο δωμάτιο, μια σπασμένη τζαμαρία, ένα όμορφο αγόρι, ένα ζευγάρι θηλυκοτήτων που γελάνε ξαπλωμένες στο χορτάρι.
Όπως γράφει η Αμερικανίδα θεωρητικός McKenzie Wark, μιλώντας για την κουλτούρα του rave: «Ο αριθμός των πιθανών μέλλοντων που έχουμε μπροστά μας στενεύει συνεχώς. Το μόνο πράγμα που διαθέτουμε τελικά είναι το παρόν». Κι αυτό ακριβώς καταγράφει ο Spyros στις εικόνες του. Στο τέταρτο βιβλίο του, παρακολουθούμε μια απόσταση από τα παλαιότερα του θέματα: Η επιθυμία, η λαγνεία, η δίψα, ο ηδονισμός δίνουν σιγά σιγά τη θέση τους σε ένα άλλο είδος τρυφερότητας, σε μια κουίρ εγγύτητα ήσυχη, και τελικά περισσότερο υπερβατική.
«Αυτό που κυνηγάω αλλάζει, είναι η εγγύτητα μεταξύ των ανθρώπων, αλλά κι ένας αισθησιασμός ένα sexyness, ένα παιχνίδι, το χιούμορ. Η ομορφιά, το παράξενο. Η νιότη…Το γυμνό παραμένει πάντα απελευθερωτικό, αλλά ήθελα να φτάσω σε κάτι πιο ατμοσφαιρικό».
«Αυτό που κυνηγάω αλλάζει, είναι η εγγύτητα μεταξύ των ανθρώπων, αλλά κι ένας αισθησιασμός ένα sexyness, ένα παιχνίδι, το χιούμορ. Η ομορφιά, το παράξενο. Η νιότη… Στο τελευταίο βιβλίο υπάρχει το λιγότερο γυμνό σώμα σε σχέση με όλα τα προηγούμενα» μου λέει ο ίδιος. «Όταν ξεκίνησα να φωτογραφίζω το 2016-2017, ήμουν πιο κοντά σε αυτό. Το γυμνό παραμένει πάντα απελευθερωτικό, αλλά ήθελα να φτάσω σε κάτι πιο ατμοσφαιρικό. Ακόμη κι αν φωτογραφίσω γυμνά ζευγάρια, καταλαβαίνεις πλέον ότι είναι δύο άτομα γυμνά στο κρεβάτι. Δεν θα δεις το πώς γαμιούνται, είναι μια καταγραφή της οικειότητας τους».



«Είναι και κολακευτικό να δημιουργείς κάτι που ο κόσμος βρίσκει σέξι», συνεχίζει, λέγοντας μου πως δεν τον ενοχλεί το ότι για πολλούς θεατές η ενστικτώδης αντίδραση μπροστά στις εικόνες του, ιδιαίτερα σε προηγούμενες σειρές, μπορεί να ήταν διεγερτική, να σαγηνεύονταν πρώτα από το πορνογραφικό μέρος της φωτογραφίας. Άλλωστε ήταν η καταγραφή αυτής της σέξι και άγριας νυχτερινής ζωής του Βερολίνου, των (κυρίως) γκέι γυμνών σωμάτων εκεί, που τον έβαλε στο χάρτη της διεθνής σκηνής, με τα μεγάλα μέσα του εξωτερικού να κάνουν παραλληλισμούς με τους αγαπημένους του φωτογράφους, από την Nan Goldin, ως τον Wolfgang Tillmans ή τον Ryan McGinley.

Μου μιλά επιστρέφοντας στο διαμέρισμά του στο Βερολίνο, λίγο πριν φύγει για το Παρίσι, κι έπειτα έρθει στην Αθήνα. Η πόλη αυτή υπήρξε για εκείνον κεραυνοβόλος έρωτας, ήδη πριν μετακομίσει οριστικά το 2011. Έφτασε για διακοπές με δύο φίλες του, τέλη Φεβρουαρίου, χωρίς βαριά μπουφάν, ξέροντας απλά ότι το Βερολίνο έχει πολλά κλαμπ και ερωτεύτηκε. Έκτοτε, άφησε πίσω τις σπουδές στο ΕΜΠ, και παραδόθηκε στη νυχτερινή σκηνή της πόλης, και την καταγραφή της. Για την κατάσταση σήμερα, μου λέει: «Η σκηνή του Βερολίνου είναι τώρα στα χειρότερα της, η είσοδος στα πάρτι κοστίζει 20 και 25 ευρώ. Η πόλη έχει σταματήσει να είναι ο φτηνός παράδεισος που ήταν, κι αυτό ελκύει πλέον και τους ανάλογους ανθρώπους. Υπάρχει κι ένα τρομερό copy-paste παντού, όταν ξεκίνησε το Berghain να καλύπτει τις κάμερες, το έκανε γιατί όντως εκεί πάει ο CEO για να γαμηθεί στο darkroom, αλλά δεν το χρειάζεται αυτό κάθε μικρό παρτάκι που γίνεται δεξιά-αριστερά. Χύθηκε το aesthetic του Βερολίνου παντού», συνεχίζει.



Όταν τον ρωτάω για τα νεότερα παιδιά που φτάνουν τώρα στην πόλη, μοιάζει πολύ πιο αισιόδοξος: «Κάποιος που είναι 25 και βγαίνει τώρα, ή ζει στο Βερολίνο δύο χρόνια, πάλι ωραία θα τα περνάει, δεν θα σκέφτεται τι χάσαμε. Κι εγώ όταν ήρθα δεν σκεφτόμουν ότι έχασα τα 90s. Δεν τα φοβάμαι αυτά τα παιδιά. Πάλι φανταστικά θα περάσουν». Είναι η ευγένειά του αυτή που παρατηρεί κανείς μιλώντας για πρώτη φορά μαζί του. Αυτό το χαμόγελο του καλού παιδιού που βλέπω, καθώς κρατά την κάμερα του κινητού του στο χέρι, ξαπλωμένος στον καναπέ του σπιτιού του, και σκέφτομαι πως αυτό ακριβώς πρέπει να του επιτρέπει να περνά απαρατήρητος. Η ευγενική παρουσία του είναι αυτή που δεν αφήνει την κάμερα να διαταράξει τους χώρους και τα τρυφερά βλέμματα τα οποία καταγράφει.
Η δουλειά του κινείται μέσα σε αυτό που περιγράφει ο Ρολάν Μπαρτ ως σπείρα: πάντα γύρω από τα ίδια θέματα, αλλά σε διαφορετικό βάθος. «Και από τον πολύ γκέι άντρα έχω αποστασιοποιηθεί. Γιατί κι εγώ δεν θέλω να τους δίνω τόση πλατφόρμα πλέον, εκτός αν είναι κοντινά μου άτομα. Σκέψου ότι όταν ξεκινούσα τη φωτογραφία, δεν υπήρχε καν τότε ιδιαίτερα η έννοια του κουίρ στο mainstream λεξιλόγιο. Κουίρ για εμένα είναι ένα lifestyle το οποίο πάει αντίθετα στο ετεροκανονικό. Ένα ακραία ηδονιστικό και σε φάσεις καταστροφικό lifestyle είναι κουίρ, γιατί κάνεις αυτό που η κοινωνία φοβάται, αυτό που δεν εγκρίνει. To κουίρ σηκώνει ένα βάρος, το βάρος που σηκώνουμε απέναντι στην κοινωνία, η οποία δεν μας αγκαλιάζει», μου λέει.



Και η φυγή αυτή από τη γοητεία του γκέι σώματος, περιγράφει και μια συλλογική μας απομάκρυνση. Μια απόσταση από τις ταυτότητες και τους επιμερισμούς: Η συνειδητοποίηση ότι η διευρυμένη και πολύχρωμη φυλή μας είναι σαν το κακάδι που κάποιος ξύνει σε μια πληγή που δεν επιτρέπει να κλείσει. Η υπενθύμιση ενός άλλου κόσμου. Ενός κουίρ ορίζοντα που δεν περιορίζεται στο κλάμπινγκ ή στην γκει ταυτότητα, και ταυτόχρονα η υπενθύμιση του κινδύνου που αυτός ο προστατευτικός κόσμος διατρέχει, το ξεζούμισμα που βιώνει μέσα από την ακραία του εμπορευματοποίηση. Αγκαλιές, φιλιά και τρυφερότητα στο τέλος του κόσμου, αυτό είναι το μόνο που μας ανήκει ακόμη, είναι σαν να μας λέει ο ίδιος μέσα από τις εικόνες του. Στο κείμενο που συνοδεύει το βιβλίο του, ο δημοσιογράφος, Michele Fossi, γράφει: «Σε αντίθεση με την Nan Goldin, το έργο του Spyros μοιάζει λιγότερο τραγικό, φέρει μια γλυκόπικρη, προκαταβολική νοσταλγία για μια μαγεία που μπορεί σύντομα να ξεθωριάσει».
Όλα αυτά δεν τα σκέφτεται βέβαια μάλλον κανείς βλέποντας τα προσεκτικά επιλεγμένα φωτογραφικά δίπτυχα του βιβλίου του, γιατί όπως μου λέει ο ίδιος, κλείνοντας την κουβέντα μας: «Η φωτογραφία είναι απλά στιγμές και είναι εκεί για να σε καθησυχάζει. Αν η φωτογραφία είναι καλή, σβήνεται η ανάμνηση που υπάρχει πίσω της και μένει μόνο αυτό».
Mπορείτε να βρείτε το βιβλίο εδώ




