Σε λίγες εβδομάδες κλείνω τα 29. Και κάπως έτσι, άλλο ένα Σαββατόβραδο με έπιασε να κάνω απολογισμό ζωής. Πως περνάνε τα χρονια σαν αστραπή, κλείνεις τα μάτια, τα ανοίγεις ξανά και βλέπεις σε ένα μόνο κλάσμα του δευτερολέπτου όλη τη ζωή σου να περνάει στο άπειρο του ταβανιού. Όλα όσα έκανες. Όσα δεν έκανες. Όσα άφησες πίσω. Οι θυσίες που έκανες. Οι άνθρωποι που αγάπησες. Οι πισώπλατες μαχαιριές. Άξιζαν; Είχες επιλογές. Ίσως άλλες κινήσεις να είχαν αλλάξει τελείως το πεδίο. Ίσως να μην βρισκόσουν μόνη, σε μια ξένη χώρα, Σαββατόβραδο να αγναντεύεις το ταβάνι. Και είναι και αυτό το γαμωτο. Όχι ότι περνάνε τα χρονια. Αλλά ότι ακόμα δεν έμαθα να ζω. Από πείσμα, θα σηκώσω ανάστημα και θα πω πως ήταν επιλογή μου. Κάθε πράξη. Κάθε όχι. Κάθε πρέπει. Ηταν όντως; Πως; Πως θα μπορούσα να επιλέξω την μοναξιά; Τον φόβο την δέσμευσης; Την ανικανότητα να δεθω, να φοβάμαι να δεθω μπας και εξαφανιστεί και αυτός. Δεν γίνεται να τα επέλεξα όλα αυτά. Σκέφτομαι, ξετυλίγω το κουβάρι, μα δεν μπορώ να εντοπίσω σε ποιο σημείο ήρθε η λάθος πορεία, η λάθος επιλογή. Ίσως πάλι να μην είναι επιλογή. Ίσως ορισμένοι άνθρωποι να είναι προορισμένοι να μένουν μόνοι. Μόνα άτομα. Ή καλύτερα, μονά άτομα. Όπως τα απειροελάχιστα εκείνα σωματίδια της ύλης. Που μένουν να έλκουν και να ελκύονται από όλες τις δυνάμεις της φύσης. Μα ποτέ δεν σμίγουν. Περιστρέφονται. Διανύουν κύκλους. Ακολουθούν παράλληλες γραμμές. Μα δεν ενώνονται. Δεν γίνονται ποτέ δυάδα. Μένουν μόνα, άτονα άτομα να χαζεύουν το ταβάνι ένα Σαββατόβραδο. Και περνάνε 29 χρονια, και 39, και 49 και μένουν, εμμένουν άτομα μόνα να αποζητούν τον οδηγό ευτυχίας.