Τα ερημικά καλοκαίρια της Ζυράννας Ζατέλη

Τα ερημικά καλοκαίρια της Ζυράννας Ζατέλη Facebook Twitter
«Για να το θέσω και κάπως αλλιώς, το καλοκαίρι γενικά το υπομένω. Δεν είναι η εποχή που μου "μιλάει", που γεννάει τις καλύτερες ιδέες».
0

Ξεκαλοκαιριάζω στην Αθήνα εν μέρει από επιλογή, εν μέρει από σύμπτωση, τυχαία. Ξέρεις, δεν είναι κάτι ξαφνικό ή απαραβίαστο, δεν πετάγεσαι κάποια ωραία πρωία απ' το κρεβάτι για να πεις «από δω και πέρα εγώ δεν εγκαταλείπω την Αθήνα τα καλοκαίρια». Κάπως τα φέρνει η ζωή, κάπως τα φτιάχνουμε κι εμείς με το κεφάλι μας, κι όλο αυτό αντανακλά μια βαθύτερη διάθεσή μας. Γιατί η ζωή μπορεί να στα φέρει και κάπως αλλιώς, κι εσύ να διαλέξεις αυτό κι όχι εκείνο, ή εκείνο κι όχι αυτό. Στις πιο αλήτικες περιόδους της ζωής μου έφευγα όποτε με τσιμπούσε το ζιζάνιο του φευγιού ή είχα λίγα λεφτά στην τσέπη, τώρα το σκέφτομαι περισσότερο: έχω τις γάτες μου, κάποιος πρέπει να τις φροντίζει όσο λείπω, σε κάποιον να υποχρεωθώ. Μα διόλου δεν παραπονιέμαι, λέω πως ήταν ώρα να γίνει κι έτσι - το «καιρός του λαλείν και καιρός του σιγάν» το φέρω εκ των ένδον.

Δεν μου αρέσει η βαβούρα του καλοκαιριού. Όλοι αυτοί οι αλαλαγμοί, τα ξεφωνητά, οι παραλίες φίσκα στον κόσμο, μπουρνούζια, αντιηλιακά, πού θα πάμε, τι θα κάνουμε, «ποιους λαούς θα φάμε» και φέτος... μ' αφήνουν απ' έξω, αμέτοχη, και μάλλον εγώ είμαι το παράξενο είδος στην ιστορία παρά εκείνοι.

Μου αρέσει το καλοκαίρι για την «σκοτεινιά» που κρύβει στην ψυχή του, μου αρέσει ο ήλιος για να κάθομαι στη σκιά. Για να μπορώ να τραβώ κατά το ένα τρίτο ή το ένα δεύτερο τις κουρτίνες, τα παντζούρια, και να φτιάνω σκιά.

Με ευνοεί το γεγονός ότι κάνω μια δουλειά που δεν έχει καθημερινή και σχόλη, μόνη στο ψωμί, μόνη και στο μαχαίρι, διακόπτω για λίγες μέρες κι απουσιάζω σε ανύποπτο χρόνο για τους άλλους. Και σηκώνομαι νωρίς το πρωί επειδή μ' αρέσει να σηκώνομαι νωρίς, με τα πουλιά. Δεν ξέρω αν θα το έθετα με την ίδια προθυμία έτσι κι ήμουν αναγκασμένη να χτυπήσω καρτέλα σε κάποιο γραφείο ή εργοστάσιο. Αισθάνομαι πολύ τυχερή απ' αυτήν την άποψη. Μια αδιάκοπη εναλλαγή φωτός και σκότους, ηδονής και αγωνίας είναι το γράψιμο, που δεν θα την άλλαζα ούτε με μια θέση στον παράδεισο.

Πιθανόν να λειτουργεί ασυνείδητα και το γεγονός ότι μέχρι τα δεκαοχτώ μου έζησα σε αγροτική κοινωνία, κι εκεί τα καλοκαίρια σήμαιναν δουλειά, μόχθος εν όψει, όχι αστεία. Καπνά, κυρίως καπνά είχαμε στον Σοχό όπου μεγάλωσα, έξω απ' την Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι που περιμέναμε μια Κυριακή για να ξεκουραστούμε λίγο, ή τα απογεύματα που δρόσιζε κάπως, ρίχναμε νερά στην αυλή, λέγαμε καμιά κουβέντα και πηγαίναμε νωρίς για ύπνο, γιατί την άλλη μέρα έπρεπε να σηκωθούμε από τα άγρια χαράματα πάλι, πολύ πριν διπλώσουν τα φτερά τους οι κουκουβάγιες και σιγήσουν. Θυμάμαι τους ανθρώπους να οδεύουν προς τα χωράφια σαν μεθυσμένα φαντάσματα, τρεκλίζοντας από νύστα. Ήμουν η μικρότερη βέβαια στην οικογένεια και δεν μπορώ να πω ότι δούλευα όπως εκείνοι, ότι μου έβγαινε η πίστη ανάποδα, πάντως, έστω και σαν μια σκιά στα πόδια τους, ήμουν κι εγώ μες στο παιχνίδι. Ενδεικτικά θα αναφέρω ότι έτσι και πήγαινε κάποιος για καυγά εν μέσω θέρους, τον αναχαίτιζαν με πολύ σοφό χιούμορ: «Τώρα έχουμε δουλειές στη μέση, έλα να μαλώσουμε τον χειμώνα που θα καθόμαστε».

Οι θερινές διακοπές λοιπόν για μένα, ως παιδί, ήταν οι άλλοι, οι «ξένοι», αυτοί που έρχονταν από τις πόλεις για να παραθερίσουν εκεί, μια και το κλίμα του βουνού ήταν ονομαστό - χορταίναμε από καθαρόν αέρα τότε, μιλάμε για δεκαετίες του '50, του '60. Κι ακούγαμε τα παιδάκια των παραθεριστών, τα συνομήλικά μας, που λέγαν ότι ξέρουν να κολυμπούν στην θάλασσα, ότι έχουν σαμπρέλες και μαγιό, και σκεφτόμασταν «τι μας λένε τώρα;». Εμείς μόνο στα χώματα να κολυμπάμε ξέραμε, αντί για φύκια και βότσαλα, σαύρες και φιδάκια.

Και για να επανέλθουμε στα σύγχρονα καλοκαίρια, δεν θα κομίσω γλαύκα ες Αθήνας αν πω πόσο προτιμώ αυτή την πόλη όταν αδειάζει από τα στίφη των αυτοκινήτων, πόσο πιο θελκτική και ανθρώπινη γίνεται, πόσο λιγότερο βάρβαρη. Τα βράδια τα καλοκαιρινά στην Αθήνα είναι σχεδόν ανυπέρβλητα: τα θερινά σινεμά, οι βόλτες γύρω από την Ακρόπολη και το Θησείο όταν πέφτει η πρώτη δροσούλα, το σύθαμπο, εκείνο τα μαγικό σκιόφως... Απολαμβάνω την ερημοσύνη της πόλης, μου αρέσει αυτό το πράγμα, όση μελαγχολία κι αν γεννάει στο βάθος, την προτιμώ από την τύρβη και το αλαλούμ. Βγαίνω από το σπίτι τα απογεύματα, τα βραδάκια, ειδικά του Αυγούστου, και διακρίνω απ' το τέρμα κάτω του δρόμου να ανεβαίνει πότε πότε κανένα αυτοκίνητο, ή κάποιους πεζούς σαν εμένα, εναπομείναντες, και λέω για κοίτα, σιγά σιγά θα δούμε και τον τελευταίο των Μοϊκανών επί της Δημητρακοπούλου.

Τα ερημικά καλοκαίρια της Ζυράννας Ζατέλη Facebook Twitter
Τα βράδια τα καλοκαιρινά στην Αθήνα είναι σχεδόν ανυπέρβλητα: τα θερινά σινεμά, οι βόλτες γύρω από την Ακρόπολη και το Θησείο όταν πέφτει η πρώτη δροσούλα, το σύθαμπο, εκείνο τα μαγικό σκιόφως...

Φροντίζω και τα αδέσποτα της περιοχής, νερό κυρίως, να μη μείνουν χωρίς νερό μέσα στις ζέστες, κι ευτυχώς η περιοχή Μακρυγιάννη και Πλάκας έχει πολλούς φιλόζωους που τα νοιάζονται, τα αγαπούν. Τις προάλλες, αφού άφησα νερό και τροφή σ' ένα έρημο οικόπεδο με γάτες, προσπερνώντας δυο κυρίες, τις άκουσα να σχολιάζουν από πίσω μου χαμηλόφωνα: «Είναι κι αυτή της γειτονιάς;» ρώτησε η μία. «Αυτή δεν είναι της γειτονιάς, αυτή είναι συγγραφέας», της λέει η άλλη.

Ξεκινάω λοιπόν τα βραδάκια και πάω σινεμά με τα πόδια, από τα κοντινότερα εδώ γύρω, Θησείον, Αίγλη, Σινέ Παρί, Ζέφυρος, μέχρι τα πιο μακρινά, Ριβιέρα, Βοξ, Εκράν ή Αθηναία, κι αισθάνομαι λιγάκι σαν τους παλιούς πεζοπόρους-προσκυνητές. Είμαι λάτρις του σινεμά, παιδιόθεν -ο πατέρας μου είχε και σινεμά στο Σοχό, όχι μόνο χωράφια-, μπορώ να πηγαίνω κάθε βράδυ, και τους χειμώνες εννοείται. Με ξέρουν πια οι άνθρωποι στην είσοδο, στα ταμεία, χαιρετιόμαστε, μιλάμε, στο Ιντεάλ μάλιστα μου κόβουν σταθερά μειωμένο εισιτήριο, κι αν πάω να δω μια ταινία για δεύτερη ή τρίτη φορά -γιατί συμβαίνει κι αυτό συχνάκις- με βάζουν δωρεάν. Μακάρι να το κάνουν κι άλλοι κινηματογράφοι αυτό, τους στέλνω κόσμο έτσι κι αλλιώς.

Ένα καλοκαίρι πριν από μερικά χρόνια, κάτι είχα πάθει με την ταινία του Φρίαρς Ο μικρός Λίαμ. Την έπαιζε το Εκράν και πήγα και την είδα τρεις φορές, τόσο μου άρεσε. Την πρώτη με μια φίλη, τη δεύτερη μ' ένα φίλο, χωρίς να του πω ότι την ξανάδα, την τρίτη μόνη. Ο άντρας που έκοβε τα εισιτήρια και η γυναίκα στο ταμείο με κοίταζαν πια λίγο περίεργα, σαν να μην πίστευαν, κι εγώ ένιωσα την ανάγκη να απολογηθώ. Νύσταξα την προηγούμενη φορά τους είπα, κι έχασα το τέλος, και την πρώτη με τσίμπησαν τα κουνούπια... Τέτοια άσκοπα ψέματα. Ευγενείς πάντως εκείνοι, δεν δέχτηκαν να πληρώσω και τρίτο εισιτήριο. Και μετά δυο βδομάδες που παιζόταν στο Εκράν, την πήρε και το Θησείον. Ε, λοιπόν, πήγα και την είδα άλλες δυο φορές, σχεδόν σαν να έμπαινα σε απαγορευμένη ζώνη, χωρίς να το λέω σε κανέναν. Και σε ποιον άλλωστε, δεν είχε μείνει στην Αθήνα ούτε φίλος ούτε εχθρός - Αύγουστος ήτανε θαρρώ...

 

Για να το θέσω όμως και κάπως αλλιώς, το καλοκαίρι γενικά το υπομένω. Δεν είναι η εποχή που μου «μιλάει», που γεννάει τις καλύτερες ιδέες, αναφορικά με τη συγγραφή τουλάχιστον. Είναι η περίοδος της φλογερής στωικότητας, όπως γράφω και σε κάποιον Βορειοευρωπαίο φίλο. Και μιας αναπόφευκτης ραστώνης βέβαια, κάτι δηλαδή που το πάω λάου λάου, ενώ στο βάθος του μυαλού λαμβάνει χώρα ένας σιωπηλός χαμός, βουή ενός άλλου κόσμου. Οι βλέψεις μου είναι στο φθινόπωρο, στις συννεφιές που επίκεινται, στις πρώτες βροχές - αν και σπανίζουν πλέον, εννοώ οι καλές και αναγκαίες βροχές, εκείνες οι αρχοντικές βροχούλες. Ανοίγει η καρδιά μου στην κακοκαιρία, αισθάνομαι στο στοιχείο μου -άνοιξη γεννημένη κατά τ' άλλα-, δουλεύω μ' άλλη ζέση, με πάθιασμα. Όποτε ξεκινάει η μέρα μουντή και βουρκωμένη, έχω πανηγύρι εδώ μέσα, ανάβω τα αρωματικά λιβάνια μου, ανάβω κι ένα σωρό ρεσώ μέσα σε κόκκινα και μπλε ποτηράκια, υπόθεση μυσταγωγίας για μένα, μιας ηδονικής μοναχικότητας μπροστά στην γραφομηχανή, όποιος κι αν είναι ο απολογισμός στο τέλος της ημέρας - πότε τα μήλα και πότε τα φύλλα έλεγε ο πατέρας μου. Μου αρέσει λοιπόν το καλοκαίρι για την «σκοτεινιά» που κρύβει στην ψυχή του, μου αρέσει ο ήλιος για να κάθομαι στη σκιά. Για να μπορώ να τραβώ κατά το ένα τρίτο ή το ένα δεύτερο τις κουρτίνες, τα παντζούρια, και να φτιάνω σκιά, διαβαθμίσεις της σκιάς, του λαμπερού ημίφωτος...

Θα κλείσω με μια ιστορία από το προπέρσινο καλοκαίρι. Πρόκειται για μια σκηνή με ένα κοριτσάκι, όχι το ευτυχέστερο της οικουμένης, που κάποια μέρα το ντύνουν πολύ όμορφα για να το στείλουν κάπου, από όπου δεν του μέλλεται να ξαναγυρίσει. Κι έβαλα λοιπόν τρία περιστέρια, εκεί που μάλωναν για μια κόρα ψωμί, να στέκονται αίφνης εκστατικά και να παρακολουθούν το πέρασμα της παιδίσκης. Σταματούν την έριδα, τον καυγά, για να θαυμάσουν την δύσμοιρη καλοντυμένη μικρούλα. Εβδομάδες μετά, το ίδιο καλοκαίρι, έχω να τα βγάλω πέρα με το θάνατο αυτής της έφηβης, ένας θάνατος πολύ ιδιαίτερος, σπάνιος θα έλεγα, που όφειλε να με παιδέψει τα μάλα. Γιατί ενώ στη γη αυτό το παιδί γεννήθηκε χωρίς πρόσωπο σχεδόν, χωρίς φωνή, χωρίς τίποτε το κανονικό, θέλω με το θάνατο, βγαίνοντας από την μέγγενη της ύπαρξης, να απλώνει το σώμα της, να ομορφαίνει στην όψη, να γαληνεύει με τον πιο σαγηνευτικό, μύχιο τρόπο. Μια ζωή ήταν το φόβητρο για τους άλλους, κι όταν πεθαίνει μένουν όλοι έκθαμβοι, ενεοί. Και παιδευόμουν λοιπόν να πετύχω αυτή τη μεταμόρφωση, την ήθελα να γίνει όπως θα γινόταν και στη ζωή. Σαν την αράχνη που είναι δύσκολο να την παρακολουθήσεις στο πώς στήνει τον λεπτεπίλεπτο ιστό της, και μόνο όταν δεις ολοκληρωμένο το έργο της καταλαβαίνεις τι έγινε. Αυτό ήθελα να πετύχω.

Και μια μέρα από εκείνες τις δύσκολες και ιερές, ανοίγοντας το παντζούρι της κρεβατοκάμαρας, βλέπω κάτω στον ακάλυπτο ένα περιστέρι ακίνητο. Νεκρό. Μετά από λίγες ώρες παρακολουθώ ένα άλλο περιστέρι να κυκλοφέρνει εκεί γύρω επίμονα, μέχρι που κάποιο πρωί το βλέπω κι αυτό ασάλευτο, παραδομένο, σχεδόν αντικριστά στο πρώτο. Και δεν περνούν δυο μέρες κι έρχεται και προστίθεται κι ένα τρίτο περιστέρι στην παρέα των νεκρών. Και ξαφνικά συνειδητοποιώ τι βλέπω και συγκλονίζομαι. Ήταν τα τρία περιστέρια της ιστορίας μου, για μένα αυτό ήταν, που θέλησαν να πενθήσουν μέχρις εσχάτων το κορίτσι που είχαν θαυμάσει την ώρα που περνούσε από μπροστά τους. Τρία πουλιά που ενεπλάκησαν για καλά σε μία, όπως θα λέγαμε, φανταστική ιστορία...

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στέφαν Τσβάιχ

Το πίσω ράφι / Σε πείσμα όσων περιφρόνησαν τα έργα του Τσβάιχ, η απήχησή τους ακόμα να κοπάσει

Οι ήρωες του Αυστριακού συγγραφέα ταλανίζονται συνήθως από μια αβάσταχτη εσωτερική πίεση, αντικατοπτρίζοντας τη δική του πεισιθάνατη διάθεση. Αυτήν ακριβώς την αίσθηση αποπνέει η συλλογή διηγημάτων του «Αμόκ».
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Marwan Kaabur: «Αγωνιζόμαστε και στον αραβικό κόσμο για δικαιώματα κι ελευθερίες, αλλά προκρίνουμε τον δικό μας τρόπο, στο πλαίσιο της δικής μας κουλτούρας»

Lgbtqi+ / Κι όμως υπάρχουν και «αραβικά καλιαρντά»!

Λίγο πριν από την αθηναϊκή παρουσίαση της αγγλόφωνης έκδοσης του «Queer Arab Glossary» μιλήσαμε με τον συγγραφέα του Marwan Kaabur, για τα «αραβικά καλιαρντά», την ομοφυλοφιλία και την queer συνθήκη στον αραβικό κόσμο, το «pink washing», αλλά και τη συχνά παρεξηγημένη πρόσληψή τους από τη Δύση.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Tα συγκλονιστικά Ημερολόγια Καρκίνου της Όντρι Λορντ και άλλα 4 βιβλία που διαβάζουμε τώρα

Βιβλίο / Tα συγκλονιστικά Ημερολόγια Καρκίνου της Όντρι Λορντ και άλλα 4 βιβλία που διαβάζουμε τώρα

Πέντε αποκαλυπτικά βιβλία για τις γυναίκες με καρκίνο, για τον κόσμο, τα σκουπίδια ακόμα και για τη μακρινή Ιαπωνία ξεχωρίζουν ανάμεσα στις εκδόσεις της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής καλύπτοντας ένα μεγάλο εύρος θεμάτων και ενδιαφερόντων.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Δύο άγνωστες φωτογραφίες του Ρεμπό από τη γαλλική Κομμούνα

Βιβλίο / Δύο άγνωστες φωτογραφίες του Ρεμπό από τη γαλλική Κομμούνα

Σαν σήμερα γεννήθηκε το 1854 ο Αρθούρος Ρεμπό. Ο ποιητής, μουσικός και μπλόγκερ Aidan Andrew Dun έπεσε τυχαία σε δύο εντελώς άγνωστες φωτογραφίες, βγαλμένες στην Place Vendôme, και βρέθηκε μπροστά σε μια μεγάλη έκπληξη: ο έφηβος Αρτίρ Ρεμπό, όπως δεν τον έχουμε ξαναδεί.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Θανάσης Τριαρίδης: Οι μετανάστες θα σώσουν τον κόσμο. Χωρίς αυτούς είμαστε χαμένοι

Βιβλίο / Θανάσης Τριαρίδης: «Οι μετανάστες θα σώσουν τον κόσμο. Χωρίς αυτούς είμαστε χαμένοι»

Έγινε αντιρρησίας συνείδησης, γιατί πιστεύει ότι ο στρατός είναι μια δοξολογία εκμηδένισης του άλλου. Άφησε τη Θεσσαλονίκη επειδή τον έπνιγε ο εθνοφασισμός της. Στην Αντίς Αμπέμπα υιοθέτησε την κόρη του, Αργκάνε. Ο συγγραφέας της «Τριλογίας της Αφρικής», Θανάσης Τριαρίδης, αφηγείται τη ζωή του στη LiFO.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μια «φόνισσα» εξομολογείται

Το πίσω ράφι / Η Hannah Kent έγραψε τη δική της «Φόνισσα», την Άγκνες που ζούσε στην Ισλανδία τον 19ο αιώνα

Η Αυστραλή συγγραφέας δεν πίστευε ποτέ ότι, χάρη στα «Έθιμα ταφής», οι κριτικοί θα την τοποθετούσαν δίπλα σε λογοτέχνες όπως η Μάργκαρετ Άτγουντ και ο Πίτερ Κάρεϊ.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Χριστίνα Ντουνιά: «Ο Καρυωτάκης μάς δίνει ελπίδα και μας παρηγορεί»

Βιβλίο / «Ο Καρυωτάκης άφησε "το αδέσποτο Τραγούδι" του να μας συντροφεύει»

Στο βιβλίο της «Το όνειρο και το πάθος», η Χριστίνα Ντουνιά, ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας και συγγραφέας αποκαλύπτει αθέατες όψεις του ποιητή και νέα στοιχεία για τη σχέση του με τον Καβάφη μέσα από μια άγνωστη, ως τώρα, επιστολή.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Η Αποκάλυψη είναι μια συνεχής ετυμηγορία»: Η πολιτική ισχύ της άχρονης τέχνης του Κρασναχορκάι

Βιβλίο / «Η Αποκάλυψη είναι μια συνεχής ετυμηγορία»: Η πολιτική ισχύς της άχρονης τέχνης του Κρασναχορκάι

Ο Ούγγρος κάτοχος του φετινού Νόμπελ λογοτεχνίας γράφει με μαγικό τρόπο για τις αποπνικτικές επιπτώσεις της πολιτικής καταπίεσης, περιφρονώντας την προθυμία των ανθρώπων να τις αποδεχτούν.
THE LIFO TEAM
Κωνσταντίνος Καβάφης: Η εξαίρετη βιογραφία του κυκλοφόρησε μόλις στα Ελληνικά

Βιβλίο / Κωνσταντίνος Καβάφης: Η εξαίρετη βιογραφία του κυκλοφόρησε μόλις στα Ελληνικά

Οι καθηγητές Peter Jeffreys και Gregory Jusdanis συνεργάστηκαν και έγραψαν από κοινού τη βιογραφία του μεγάλου ποιητή που φέρει τον τίτλο «Κωνσταντίνος Καβάφης – Ο άνθρωπος και ο ποιητής». Ο Gregory Jusdanis μίλησε στη LifO για το βιβλίο και για τον ποιητή που ήταν «παραδοσιακός και ταυτόχρονα μεταμοντέρνος, ο πρώτος “viral” ποιητής διεθνώς»
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αλέξης Πατέλης: «Πατριωτικό είναι να κάνεις τη χώρα σου ισχυρή»

LiFO politics / Αλέξης Πατέλης: «Πατριωτικό είναι να κάνεις τη χώρα σου ισχυρή»

Ο Αλέξης Πατέλης, επικεφαλής του Οικονομικού Γραφείου του πρωθυπουργού την περίοδο 2019-2024, μιλά στη Βασιλική Σιούτη για την οικονομική πορεία της χώρας αυτά τα χρόνια, τις δύσκολες αποφάσεις αλλά και τις στιγμές δικαίωσης μέσα από την οπτική ενός τεχνοκράτη που βρέθηκε ξαφνικά στο επίκεντρο της πολιτικής.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΟΥΤΗ
Λάσλο Κρασναχορκάι: ο σκοτεινός προφήτης της Ευρώπης βραβεύεται με Νόμπελ

Βιβλίο / Ο Λάσλο Κρασναχορκάι, ο σκοτεινός προφήτης της Ευρώπης, κέρδισε το Νόμπελ

Φέτος, το βραβείο δόθηκε στον Ούγγρο συγγραφέα που κατά τη Σουηδική Ακαδημία αποτελεί ένα ελπιδοφόρο βήμα προς τον χαμένο ανθρωπισμό, την υψηλή λογοτεχνία και τη στοχαστική ακρίβεια.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Το ημερολόγιο ενός διαιτητή: «Ήμασταν σχεδόν γυμνοί και ο Κολίνα μας εξέταζε με το παγερό βλέμμα του»

Βιβλίο / Το ημερολόγιο ενός διαιτητή: «Ήμασταν σχεδόν γυμνοί και ο Κολίνα μας εξέταζε με το παγερό βλέμμα του»

Σε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του που έχει τίτλο “House of Cards”, ο Σουηδός πρώην διεθνής Γιόνας Έρικσον περιγράφει τις ταπεινωτικές μετρήσεις βάρους στα σεμινάρια διαιτητών της UEFA
THE LIFO TEAM
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ήταν πάντα με τη μεριά της ζωής

Το Πίσω Ράφι / Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ήταν πάντα με τη μεριά της ζωής

Ο Έλληνας σκηνοθέτης μάζεψε από «το καλάθι των αχρήστων» όλες τις εμπειρίες του κι έφτιαξε την αυτοβιογραφία του, μια ζωντανή αφήγηση γεμάτη ιστορίες, συναντήσεις, αποφθέγματα και κρίσεις, λογοτεχνικές και σινεφίλ αναφορές.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Για τα περάσματα που δεν βρέθηκαν ποτέ: η ιστορία του underground περιοδικού «Ανοιχτή Πόλη»

Βιβλίο / «Ανοιχτή Πόλη»: Ένα από τα πιο επιδραστικά εναλλακτικά έντυπα της Ελλάδας

Οι δημιουργοί του Κώστας Μανδηλάς και Βλάσσης Ρασσιάς, καταγράφουν την πορεία του στο βιβλίο «Για τα περάσματα που δεν βρέθηκαν ποτέ: Η ιστορία του περιοδικού “Ανοιχτή Πόλη”».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ