«Μπέρδεμα στο Χάρλεμ»: Μια ένδοξη σάγκα για τους μαύρους της Νέας Υόρκης

COLSON Facebook Twitter
Ξετυλίγοντας την αφήγηση σε τρία μέρη αλλά και σε υποκεφάλαια που εναλλάσσονται σαν πλάνα σεκάνς ο Γουάιτχεντ στήνει με εξαίσια παράτολμο τρόπο τη δική του μαύρη, εντελώς δαντική στη σύλληψή της, κατάβαση στην κόλαση.
0

Πωλητές με έπιπλα σε τιμή ευκαιρίας, νταβατζήδες και ντίλερς που πουλάνε την πρέζα κοντά στους σταθμούς του μετρό στο Χάρλεμ για τους κουστουμάτους λευκούς από το κεντρικό Μανχάταν, πλαστογράφοι επιταγών και ευκαιριακοί σκηνοθέτες πορνό, κλεφτρόνια, πρώην μαύροι μισθοφόροι που είχαν συνηθίσει από μικροί τη βία, είναι μερικοί από τους πρωταγωνιστές της εντυπωσιακής σάγκας του Κόλσον Γουάιτχεντ για το μαύρο μεγαλείο του Χάρλεμ, τον κόσμο της παρανομίας και του περιθωρίου, που ωστόσο ήταν φτιαγμένος από τα απτά υλικά των αληθινών ανθρωπίνων σχέσεων, υπακούοντας στους άγραφους νόμους της μαύρης κοινότητας.

Στη Νέα Υόρκη του '60, όπου η φτώχεια, οι απανωτοί διωγμοί και η παρανομία θεωρούνταν δεδομένα για τους κατοίκους στα πέριξ της 125ης οδού, όπου ακόμα και τα ταξίδια ήταν σχεδόν απαγορευμένα για τους μαύρους –συγκλονιστικές οι περιγραφές για τα ειδικά πρακτορεία που υποδείκνυαν ποια μέρη είναι σχετικά ασφαλή και ποια εστιατόρια ή μπαρ δέχονταν «έγχρωμους πελάτες»– ο Ρέι Κάρνεϊ, πρωταγωνιστής του βιβλίου «Μπέρδεμα στο Χάρλεμ», που αναμένεται να κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση Μυρσίνης Γκανά, (αρχικός τίτλος Harlem Shuffle, από το ομώνυμο R&B τραγούδι που δόξασαν οι Rolling Stones) πιστεύει ότι μπορεί να γλυτώσει από την ασφυχτική του μοίρα: διατηρεί μαγαζί με έπιπλα, είναι παντρεμένος με την όμορφη και σχετικά προνομιούχα Ελίζαμπεθ η οποία είναι έγκυος στο δεύτερο τους παιδί και ονειρεύεται μια ανέλιξη στην κοινωνική κλίμακα, όπως ένα σπίτι στο πανέμορφο σκηνικό του Ρίβερσάιντ Ντράιβ. Διαβάζει μάλιστα, μεταξύ άλλων, τις «Μεγάλες προσδοκίες» του Μπαλζάκ –ένα κλείσιμο του ματιού του Γουάιτχεντ στον αναγνώστη– και για να εξασφαλίσει λίγα παραπάνω χρήματα πού και πού «ξεπλένει» τα κλοπιμαία του ξαδέλφου του Φρέντι, με τον οποίο έχουν μεγαλώσει μαζί από παιδιά.

Κάπως έτσι, βρίσκεται κάποια στιγμή μπλεγμένος στην υπόθεση της ληστείας του ξενοδοχείου Theresa, γνωστού και ως Waldorf του Χάρλεμ, αφού ήταν από τα ελάχιστα πολυτελή μέρη όπου επιτρεπόταν να συχνάζουν μαύροι και από όπου είχαν περάσει όλοι οι διάσημοι τζαζίστες της εποχής.

Αυτή η εμπλοκή είναι τελικά που θα κινητοποιήσει μια σειρά από σημαντικά γεγονότα, μια καλή αφορμή για τον συγγραφέα να ακολουθήσει την εσωτερική μεταμόρφωση ή μάλλον παραμόρφωση του ήρωα του αλλά και να μας μεταφέρει μια ανάγλυφη τοιχογραφία των πιο σημαντικών γεγονότων της εποχής.

Ενίοτε διαφαίνεται η ανάγκη του Γουάιτχεντ να μετατρέψει όλους αυτούς τους άφατους πρωταγωνιστές σε επιβλητικούς ήρωες ενός συμπαγούς υπαρξιακού μυθιστορήματος που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα μεγάλα αμερικανικά μυθιστορήματα και κυρίως που κρύβει μια πολύτιμη παρακαταθήκη-φόρο τιμής για τον μαύρο πληθυσμό του Χάρλεμ.

Ξετυλίγοντας την αφήγηση σε τρία μέρη αλλά και σε υποκεφάλαια που εναλλάσσονται σαν πλάνα σεκάνς, ο Γουάιτχεντ στήνει με εξαίσια παράτολμο τρόπο τη δική του μαύρη, εντελώς δαντική στη σύλληψή της, κατάβαση στην κόλαση με το προυγκατόριο και τον παράδεισο, με πρώτα υλικά τα πραγματικά πρόσωπα του Μεγάλου Μήλου και του περιθωρίου του.

Ενίοτε μάλιστα τα όρια όχι μόνο παραδείσου και κόλασης αλλά παρανομίας και νομιμότητας είναι κάπως αχνά, ειδικά όταν αρχίζουν να ξεδιπλώνονται στις σελίδες του βιβλίου οι μεγάλες θηριωδίες κατά των μαύρων που οδήγησαν στις εξεγέρσεις τη δεκαετία του '60, αποκαλύπτοντας την «παράνομη» δράση του επίσημου κράτους: πογκρόμ, διώξεις και δολοφονίες που ωστόσο δεν προβάλλονται από τον συγγραφέα σε πρώτο πλάνο με δραματοποιημένο ύφος αλλά υπάρχουν σαν ένα ολοζώντανο ταμπλό βιβάν που πολλές φορές, μάλιστα, αφήνει τον κάπως σολιψιστή πρωταγωνιστή του αδιάφορο.

Ο ατομικισμός που φτάνει να εξαντλείται στην εμμονή της επιτυχίας δεν είναι άλλωστε –και αυτό ο Γουάιτχεντ το ξέρει καλά– μόνο προνόμιο των WASPs αλλά όλων όσοι νομίζουν ότι αυτή η πόλη ή αυτή η κοινότητα υπάρχει ξέχωρα από την κοινή μοίρα.

Συντριπτικές, επίσης, οι περιγραφές του από τo Χάρλεμ της εποχής σε αυτήν τη σάγκα των μαύρων πρωταγωνιστών με τις υπαρξιακές προεκτάσεις, και με αυτή την κοφτερή γλώσσα, που ακριβώς όπως στα «Αγόρια του Νίκελ», κόβει κι εδώ την ανάσα. Μόνο που εδώ το ύφος είναι πιο γλαφυρό και ποτισμένο με έντονο χιούμορ, ένας αδιόρατος φόρος τιμής στο παλιό νουάρ. 

COLSON
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Κόλσον Γουάιτχεντ, Μπέρδεμα στο Χάρλεμ, Μτφρ.: Μυρσίνη Γκανά, εκδόσεις Ίκαρος

Ενίοτε, όμως, διαφαίνεται η ανάγκη του Γουάιτχεντ να μετατρέψει όλους αυτούς τους άφατους πρωταγωνιστές σε επιβλητικούς ήρωες ενός συμπαγούς υπαρξιακού μυθιστορήματος που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα μεγάλα αμερικανικά μυθιστορήματα και κυρίως που κρύβει μια πολύτιμη παρακαταθήκη-φόρο τιμής για τον μαύρο πληθυσμό του Χάρλεμ. Άνθρωποι τους οποίους για χρόνια οι συγγραφείς προσπερνούσαν και στους οποίους δεν έριχνε κανείς τον προβολέα σαν στέκονται στα περιθώρια των δρόμων αρνούμενοι να επιστρέψουν «στα αποπνικτικά δωμάτια, στους χαλασμένους νεροχύτες και στις γεμάτες μυγοπαγίδες, τις συσσωρευμένες υπενθυμίσεις της θέσης σου στην τάξη του κόσμου. Αθέατοι στις ταράτσες, οι κάτοικοι των παραλιών από πίσσα κοιτούσαν τα φώτα από τις γέφυρες και τα νυχτερινά αεροπλάνα».

Σε αυτούς δίνει λόγο και φωνή μέσα από ένα μυθιστόρημα με ψυχή, ένα μαύρο χρυσωρυχείο στην καρδιά του χάους της αμερικανικής μυθοπλασίας από έναν εξαίρετο συγγραφέα που δεν έχει τιμηθεί τυχαία με το Πούλιτζερ και το Kirkus Prize ενώ έχει υπάρξει υποψήφιος με το US National Book Award.

Η LiFO δημοσιεύει αποκλειστικά ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:

* * *

Την τελευταία φορά που είχε βρεθεί στην Τάιμς Σκουέρ, ούρλιαζε η σειρήνα συναγερμού και ξαφνικά οι καλοί πολίτες του Μανχάταν έμοιαζαν με κατσαρίδες, αφού ο Θεός είχε ανάψει το φως στην κουζίνα. Έτρεχαν στις εισόδους κτιρίων και θεάτρων, κουλουριάζονταν στις εισόδους του μετρό, στριμώχνονταν κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο σε εξώπορτες. Αλλη μια βαρετή άσκηση, που τους έκλεβε δέκα πολύτιμα λεπτά από την ώρα του μεσημεριανού τους διαλείμματος. Οι τελευταίοι πολίτες που εγκατέλειψαν το δρόμο ήταν οι ταξιτζήδες, οι φορτηγατζήδες και οι οδηγοί, που στριμώχτηκαν μαζί με τους υπόλοιπους αφού πάρκαραν τα οχήματά τους. Στον Καρνει φάνηκε παράξενο αυτό το τελευταίο-να διατηρείς τους δρόμους ανοιχτούς για την εκκένωση. Αν οι Σοβιετικοί έριχναν τη βόμβα, η κίνηση στο Μπρόντγουει θα ήταν η τελευταία σου έννοια. 

Και μετά υπήρχε μόνο ένας μπάτσος που στεκόταν στη διασταύρωση αστυνομεύοντας το τίποτα.

Πρόβα για την Ημέρα της Κρίσης. Με το άκουσμα της σειρήνας, ο Καρνεί έτρεξε στο Horn & Hardart και έπιασε μια θέση δίπλα στη βιτρίνα μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες. Τουλάχιστον σε ένα πυρηνικό καταφύγιο, στο υπόγειο ενός ουρανοξύστη, θα μπορούσες να κοροιδέψεις τον εαυτό ότι είχες κάποια ελπίδα. Τι προστασία σου έδινε το τζάμι ενάντια στη Μεγάλη Βόμβα; Ο Καρντει φαντάστηκε τα παράθυρα των πολυώροφων κτηρίων να τινάζονται σε θραύσματα σκίζοντας τον αέρα. Οι θυρίδες των αυτόματων πωλητών ήταν μικροσκοπικά διαμερίσματα για σάντουιτς και σούπες, και σκέφτηκε και τα δικά τους παράθυρα να εκρήγνυνται επίσης στον φθαρμένο μουσαμά. Όλοι κοιτούσαν στον δρόμο. Αυτό έκαναν στη διάρκεια των ασκήσεων για αεροπορική επιδρομή: κοιτούσαν ηλίθια τον δρόμο. Λες κι αυτή τη φορά θα συνέβαινε πράγματι κάτι.  Ο Κάρνει στριμωγμένος μαζί με λευκούς αγνώστους: σε ασανσέρ, τρένα και στην ημέρα της κρίσης. Η ηλικιωμένη λευκή κυρία δίπλα του κρατούσε στην αγκαλιά της ένα κανίς και είπε 'Ελπίζω να τη ρίξουν'. Το σκυλί έβγαλε τη γλώσσα του. 

Η σειρήνα σταμάτησε και το τεράστιο μηχάνημα της πόλης ξαναπήρε μπροστά ασθμαίνοντας και τρίζοντας. Ο Κάρνει πήγε στο ραντεβού του με τον Χάρβει Μόσκοβιτς και επιστρέφοντας στο σπίτι, είδε τον Έρνεστ Μπόργκνάιν στο τρένο να τρώει δυο χοντογκ. 

Απόψε είχε άλλο ένα ραντεβού με τον Μόσκοβιτς, όμως η Τάιμς Σκουέρ ήταν κάτι τελείως διαφορετικό κοντά στα μεσάνυχτα, ένα πυρακτωμένο, εκπληκτικό παζάρι. Λευκοί γλόμποι αναβόσβηναν κατά κύματα στις φανταχτερές επιγραφές, λεπτοί σωλήνες νέον σκιρτούσαν και αναπηδούσαν-ένα ροζ ποτήρι μαρτίνι, ένα άλογο που κάλπαζε-μέσα στον ορυμαγδό από κόρνες και σφυρίχτες και τα χάλκινα από τις μεγάλες ορχήστρες των κλαμπ. Η τελευταία προβολή του Ένα σταφύλι στον ήλιο παιζόταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου (είχε υποσχεθεί να πάει την Ελίζαμπεθ, αλλά ακόμα δεν τα είχε καταφέρει), δίπλα στα κανόνια του Ναβαρόνε (το οποίο θα μπορούσε να είναι μια έξοδος για τον Ρέι και τον Φρέντι, αλλά τίποτα παραπάνω), και το κοινό τους έβγαινε στο γυαλιστερό τσιμέντο, που μόλις είχε πλυθεί. Κάποιοι καταβυθίζονταν στις αποβάθρες του μετρό και για άλλους η νυχτερινή αναζήτηση μόλις ξεκινούσε, και διαλύονταν προς τα μπαρ που βρίσκονταν στα δρομάκια και σε κλαμπ χωρίς σήμανση, όπου έπρεπε να χτυπήσεις συνθηματικά. Ψηλά στην 44η οδό, η μεγάλη, χαλασμένη διαφήμιση της Timex λειτουργούσε και πάλι, το μηχανικό χέρι με το ρολόι της διαστημικής εποχής στον καρπό πήγαινε πάνω κάτω: Το Ρολόι δράσης για τους Δραστήριους Ανθρώπους. Ο Μεγάλος Λευκός Δρόμος ήταν Γεμάτος Δραστήριους ανθρώπους, αυτό ήταν σίγουρο, θεατρόφιλους και τζογαδόρους, ηλίθιους και μεθυσμένους-και επίσης απατεώνες, ένα σωρό απατεώνες στην υπηρεσία του επόμενου μεγάλου κόλπου. 

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι βιβλία, όχι πλαστικά σε θάλασσες κι ακτές 

Daily / Όχι βιβλία, όχι πλαστικά σε θάλασσες κι ακτές 

Πώς μπορεί κανείς να συγκεντρώνεται στο μικρό κάδρο ενός ανοιχτού βιβλίου, όταν υπάρχει το μεγάλο κάδρο –ο ουρανός, η θάλασσα, τα βράχια, το πολύτιμο τοπίο, οι άνθρωποι στα καλύτερά τους– που μπορείς να το χαρείς μόνο για ένα δραματικά περιορισμένο διάστημα;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Μάκης Μαλαφέκας: «Θέτεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο, αν είσαι συγγραφέας»

Βιβλίο / Μάκης Μαλαφέκας: «Θέτεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο, αν είσαι συγγραφέας»

Επιστρέφει με ένα νουάρ για τη σκοτεινή δράση της alt-right στην Ελλάδα και μιλάει για όσα ανακάλυψε, για τη σχέση του με τον ήρωά του Μιχάλη Κρόκο, αλλά και για το πόσο επικίνδυνο είναι να είσαι συγγραφέας σήμερα. 
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Ποτέ πια δεν θα είμαι ο γιος της»

Βιβλίο / Ένα βιβλίο - στοχασμός για τα γηρατειά που παραγκωνίζονται κοινωνικά

Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ντιντιέ Εριμπόν γράφει για την εισαγωγή της μητέρας του σε γηροκομείο, για τη ζωή και τον θάνατο μιας γυναίκας του λαού που δεν άφησε διαθήκη - γιατί δεν υπήρχε τίποτα ν’ αφήσει.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Ειρήνη Γιαννάκη

Βιβλίο / Η Ειρήνη Γιαννάκη γράφει ποίηση για μια χώρα που επιζητεί το δράμα

Με αφορμή την έκδοση της συλλογής «Δόξα Έβρου», μία ψύχραιμη φωνή των social media μιλά για τη δικτατορία της γνώμης, το στρογγύλεμα της ιστορίας και την ποίηση ως το πιο ειλικρινές είδος λογοτεχνίας.
M. HULOT
Εντουάρ Λουί: «Μου είναι αδύνατο να δεχτώ πως ο πατέρας μου εξακολουθεί να ψηφίζει τη Λεπέν»

Βιβλίο / Εντουάρ Λουί: «Μου είναι αδύνατο να δεχτώ πως ο πατέρας μου εξακολουθεί να ψηφίζει τη Λεπέν»

Το «τρομερό παιδί» της γαλλικής λογοτεχνίας βρίσκεται όλο και πιο συχνά στην Αθήνα που τόσο αγαπά· με αφορμή την εμφάνισή του στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ, μίλησε στη LiFO για την κοινωνικοπολιτική επικαιρότητα στη Γαλλία και διεθνώς.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Ισμαήλ Κανταρέ «Η κόρη του Αγαμέμνονα», «Ο Διάδοχος»

Το Πίσω Ράφι / Ο Ισμαήλ Κανταρέ και η επιβίωση των αλβανικών γραμμάτων

Η «Κόρη του Αγαμέμνονα» και ο «Διάδοχος» γράφτηκαν σε μια εποχή που ο διασημότερος σύγχρονος Αλβανός λογοτέχνης ένιωσε ότι πρέπει να αφήσει ένα είδος διαθήκης, ασκώντας ευθεία κριτική στο καθεστώς Χότζα.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
«Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»: Γιατί εξακολουθεί να μας γοητεύει ο Προυστ;

Σαν Σήμερα Γεννήθηκε / «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»: Γιατί εξακολουθεί να μας γοητεύει ο Προυστ;

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον Παναγιώτη Πούλο, ομότιμο καθηγητή Φιλοσοφίας και Αισθητικής της ΑΣΚΤ και μεταφραστή του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο».
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
«Με συγκινούν τα αμερικανικά pulp μυθιστορήματα και η σάγκα του “Όσα παίρνει ο άνεμος”»

The Book Lovers / «Με συγκινούν τα αμερικανικά pulp μυθιστορήματα και το “Όσα παίρνει ο άνεμος”»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητά με τον Νίκο Καραπιδάκη, ομότιμο καθηγητή Μεσαιωνικής Ιστορίας και διευθυντή του περιοδικού «Νέα Εστία», για τα βιβλία που τον διαμόρφωσαν.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ