Τον Ιούλιο του 2008 ο δεκαεννιάχρονος Φάνης, με μόνο εμπόδιο στις προοπτικές της επαγγελματικής ποδοσφαιρικής του καριέρας τους νεανικούς παραβατικούς πειραματισμούς του, εκσφενδονίστηκε από το πίσω κάθισμα μιας μηχανής στην Πάρο, όπου έκανε διακοπές με την παρέα του, σε έναν κόσμο όπου τίποτε δεν ήταν πλέον αυτονόητο. Για ένα παιδί ατίθασο, ανυπάκουο, με έντονη ζωή, η νέα κατάσταση στην οποία βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη ήταν ένα σοκαριστικό restart. Από εκεί που έπαιζε μπουνιές στα Εξάρχεια και έψαχνε ναρκωτικά στην πλατεία Βάθη, έπρεπε να μάθει πώς να χρησιμοποιεί σανίδα για να μεταφερθεί στο κρεβάτι του, τα σκαλιά στο πατρικό του έγιναν τεράστιο εμπόδιο και η πιο μεγάλη πρόκληση ήταν να καταφέρει να ζήσει αυτόνομα, παρότι ήταν ανειδίκευτος, άνεργος και εθισμένος στον τζόγο.
Η μαρτυρία του Φάνη Παπαδημητρίου είναι αφοπλιστικά ειλικρινής, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς αλλά αναπόφευκτα συγκινητική γιατί περιγράφει τον αγώνα του να ξαναφτιάξει τη ζωή του, την τεράστια υπέρβαση και τις θυσίες μέχρι να καταφέρει να σπουδάσει, την πάλη του με τους εθισμούς και τις σχέσεις του με το άλλο φύλο. Το «kopf hoch» του τίτλου, «ψηλά το κεφάλι», γίνεται ένα σύνθημα για όλους τους ανθρώπους που δίνουν καθημερινά αγώνες κάθε είδους.
«Το “ψηλά το κεφάλι” είναι στάση ζωής» λέει. «Έχει κάποιες προϋποθέσεις που πρέπει να πληροίς για να μπορείς να το υποστηρίξεις». Αναφέρει τους στίχους από την «Αλήτικη αγάπη» του ΛΕΞ που είναι το soundtrack για το βιβλίο του, το κομμάτι που συνδέεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο με το «Kopf Hoch»: «Μεγάλωσες μονάχος σου μέσα στις γειτονιές όπου έπρεπε τα πάντα να προσέχεις / Σε σημάδεψαν τα πάθη κι οι αόρατες ουλές κι είναι αλήτικη η μόνη αγάπη που έχεις / Περάσανε τα χρόνια και παρά τις αλλαγές, είσαι ακόμα εκείνο το παιδί που αντέχει / Και καμιά φορά ξεχνάει τα λουλούδια στις γιορτές, είναι αλήτικη η μόνη αγάπη που έχει».
«Είναι φοβερό να φοβάσαι να χρησιμοποιήσεις κάποιες λέξεις. Κι αυτό ισχύει για όλους και σε κάθε περίπτωση. Τις προάλλες σε μια συζήτηση είπα "θα είναι και η κουτσή Μαρία" και αμέσως υπήρξε αντίδραση και μου είπαν "αυτό είναι μισαναπηρισμός", τι να απαντήσω εγώ μετά;»
Όπως και το αμαξίδιο, ο λόγος είναι άλλο ένα όχημα που ο Φάνης έμαθε να χρησιμοποιεί για να προχωρήσει στη συγκλονιστική αυτοβιογραφία του. Όπως γράφει, «το ψυχικό σθένος μένει άσβεστο όταν βρέχει τουλούμια από παντού και το ζητούμενο είναι να κρατάς πάντα ψηλά το κεφάλι». Λογοτεχνικά το βιβλίο έχει ιδιαίτερη αξία γιατί όταν ξεκίνησε να το γράφει δεν είχε καθόλου αναφορές· τότε δεν είχε ακόμη αρχίσει να διαβάζει λογοτεχνία. Σήμερα είναι λογοθεραπευτής, συγγραφέας και εξακολουθεί να έχει την ιδιότητα του αθλητή.
— Φάνη, πώς ήταν η ζωή σου πριν από το ατύχημα;
Το ατύχημα έγινε το 2008, όταν ήμουν δεκαεννιά χρονών. Ήταν ατίθαση η ζωή μου, σίγουρα, ήμουν υπερβολικά ζωηρός, εγωιστής, ήθελα να τα κάνω όλα γρήγορα. Ήμουν στην κατηγορία «too fast to live, too young to die». Μπορεί να είχαμε και άλλα ζόρικα παιδιά στο σχολείο, αλλά ήμουν στο top 3 του σχολικού έτους. Στις μαλακίες. Από μία στιγμή και ύστερα σταμάτησα να πηγαίνω και στο σχολείο, επειδή έπαιζα ήδη ποδόσφαιρο, πήγαινα τυπικά, για να μην κοπώ. Ωστόσο έχασα δύο χρονιές, την πρώτη πανηγυρικά, τη δεύτερη προσπάθησαν οι γονείς μου κάπως να το σώσουν, περάσαμε μέχρι και από επιτροπές γιατρών μήπως μου δώσουν χαρτί για δικαιολογητικό, αλλά το σχολείο είχε –και δικαιολογημένα– αντιδράσει. Μου είχαν δώσει χίλιες δύο ευκαιρίες να δώσω εξετάσεις, αλλά δεν διάβαζα καθόλου, δεν με ένοιαζε τίποτα.

— Θυμάσαι τι όνειρα είχες στα 19 σου;
Σίγουρα ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής, αλλά δεν μπορούσα να δουλέψω στο μυαλό μου τις θυσίες που χρειάζονταν. Κάθε βράδυ πριν απ' το παιχνίδι, που οι φίλοι μου έβγαιναν έξω να διασκεδάσουν, εγώ ήμουν σε φάση κατάθλιψης. Και ο Ντίνος –ο κολλητός μου– και εγώ είχαμε πέραση στις κοπέλες, είχαμε πολλά νταραβέρια τέτοια, και σκεφτόμουν ότι έπρεπε να θυσιάσω την καλοπέραση, τις βόλτες, τα ταξίδια. Να σου πω την αλήθεια, σκεφτόμουν ότι μπορεί να πάθω κάτι –ο εφιάλτης του ποδοσφαιριστή είναι η ρήξη χιαστού– κι έλεγα, αν μου συμβεί κάτι τέτοιο, τι αξία έχουν οι θυσίες; Οπότε, αμφιταλαντευόμουν και μονίμως έχανα στο τέλος, το γυρνούσα στο ξενύχτι, στην κραιπάλη, έλεγα «ζήσ’ το τώρα που γυρίζει».
— Ήσουν επιρρεπής σε όλους τους εθισμούς;
Πολύ. Ακόμα και σε μεγάλη ηλικία. Ήμουν ένα παιδί που έψαχνε συνέχεια το «μπαμ», κάτι έντονο, δεν μπορούσα να είμαι ο τύπος που ξυπνάει το πρωί και πηγαίνει απλώς στη δουλειά. Ακόμα και τώρα που είναι δημόσιος υπάλληλος, θεωρητικά, μόνο αυτό δεν είμαι. Θέλω πράγματα που να με βάζουν σε διαφορετικά μονοπάτια, απλώς τώρα έχει αλλάξει κατά πολύ η κατεύθυνση.
— Μετά το ατύχημα, πότε συνειδητοποίησες ότι είχαν αλλάξει τα πράγματα;
Η επίκτητη αναπηρία είναι κάτι που είναι πολύ δύσκολο να το διαχειριστείς. Ήμουν και σε μια ηλικία που είσαι στα κατακόκκινα, εκεί που λες «τα 'χω όλα» αλλά δεν τα εκτιμάς, και συνέχεια σου φταίει κάτι, σου φταίει η γκόμενα που σε «έφτυσε», σου φταίει που έχασες στο Στοίχημα, σου φταίνε τα πάντα, ψάχνεις πράγματα να βρεις να σου φταίνε· ε, εκεί σκάει κάτι που δεν το περιμένεις και αλλάζουν όλα. Ήμουν αυτόνομο παιδί από πολύ μικρή ηλικία, πολύ δυναμικό, δεν άκουγα τους γονείς μου, δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω αυτό που μου έλεγαν, από τα 12-13, και ξαφνικά βρέθηκα σε μια φάση που έπρεπε να πω «μπαμπά, ξάπλωσέ με» και «έλα να με σηκώσεις στις 12»· εκεί τα είδα όλα. Αυτή ήταν η πιο δύσκολη φάση μετά το ατύχημα. Καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα δεν έχουν καμία σχέση με πριν, ότι έχεις μπει σε άλλο κόσμο, και ότι ή θα βρεις τρόπο να την παλέψεις ή βούλιαξες. Το να φύγω από το σπίτι μου και να ζήσω μόνος ήταν μονόδρομος για μένα. Με ρωτάνε όλοι «πώς το έκανες; Δεν ήταν δύσκολο να φύγεις;». Είχα τελειώσει την αποκατάστασή μου, χώρισα με μια κοπέλα με την οποία τα είχαμε από το κέντρο αποκατάστασης, γύρισα στην Αθήνα, είδα τι παίζει και έφαγα τη μεγάλη σφαλιάρα, γιατί κατάλαβα ότι η πραγματικότητα δεν είναι όπως στο κέντρο αποκατάστασης. Γιατί και αυτό είναι ένα ασφαλές πλαίσιο, υπάρχουν νοσηλευτές, θεραπευτές, νέα άτομα με κοινά ενδιαφέροντα για να μιλήσετε, είναι κάπως σαν να έχεις πάει για έναν καφέ. Όταν γυρνάς στο σπίτι σου, καταλαβαίνεις ότι δεν θα μπεις όπως έμπαινες πριν, δεν θα ξαπλώσεις όπως πριν, πρέπει να σε βάλει η μάνα σου, ο πατέρας σου, κάποιος που θα πληρώνεται γι' αυτό, ο οποίος δεν ξέρεις πόσα θα θέλει, τι σόι πράγμα θα είναι. Είναι πολλά αυτά που είναι διαφορετικά, πάρα πολλά.
— Ξέρεις, είναι κάτι που δεν σκέφτεσαι, ότι μπορεί να αλλάξει εντελώς η ζωή σου από τη μία στιγμή στην άλλη. Δεν σου κρύβω ότι ερχόμενος να σε συναντήσω αναρωτιόμουν αν θα είχα τη δύναμη να αντιμετωπίσω όσα διάβασα στο βιβλίο ότι έχεις ζήσει.
Το να παραιτηθείς είναι η εύκολη σκέψη. Το «εύκολη» δεν είναι σωστή λέξη, αλλά είναι αυτό που σου περνάει πρώτο από το μυαλό. Ωστόσο, είναι δύο πολύ βασικοί παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στην απόφασή μου να παλέψω. Η «γραμμή» που δόθηκε από την εντατική για τη συμπεριφορά των γονιών μου έπαιξε μεγάλο ρόλο, γιατί δεν μου ήρθε ξαφνικό. Φυσικά καταλάβαινα ότι έχω πάθει ζημιά, το καταλάβαινα μέρα με τη μέρα μέσα στην εντατική. Δεν θέλει και πολύ μυαλό για να καταλάβεις ότι έχεις κάτι πολύ σοβαρό. Το πρώτο πράγμα που παθαίνει κάποιος στην κατάσταση που ήμουν εγώ μέσα στην εντατική είναι το φαινόμενο της διάσχισης, παραλύουν όλα και αρχίζεις σιγά-σιγά να ανακτάς κάποιες λειτουργίες. Έβλεπα να πανηγυρίζουν όταν υπήρχε ένας σπασμός στον τρικέφαλο, ε, ακόμα και ανίδεος να είσαι, δεν περιμένεις να παίξεις μπάλα σε έναν μήνα. Καταλάβαινα τη βλάβη εξαρχής, από κάτω στην άσφαλτο που ήμουν πεσμένος ένιωσα ότι είχα χτυπήσει πάρα πολύ. Στην εντατική ήμουν σε ένα ασφαλές, υποστηρικτικό πλαίσιο λόγω των γονιών μου, που ήταν γιατροί, και μου το έφεραν κάπως σταδιακά. Ήταν Ιούλιος όταν χτύπησα και μου έλεγαν «θα παίζεις μπάλα τον Δεκέμβριο». Ο πατέρας μου ερχόταν χαμογελαστός και έβγαινε μετά και πέθαινε απ’ το κλάμα. Σημαντικό ρόλο στο κέντρο αποκατάστασης έπαιξε και το ότι βρήκα μια πολύ ωραία κοπέλα στις αρχές, οπότε εκεί κατάλαβα ότι υπάρχει ζωή, ήταν πολύ βασικό κίνητρο για να συνεχίσω.
— Ο χαρακτήρας σου πώς άλλαξε μετά από αυτήν τη δοκιμασία;
Άλλαξε σταδιακά. Ήμουν ήδη δύσκολος άνθρωπος, η κοπέλα ήθελε να το σοβαρέψουμε και εγώ δεν ανταποκρίθηκα. Δεν ανταποκρινόμουν καν στα βασικά, ήθελε να πάμε για έναν καφέ και δεν την πάλευα. Ήταν βασανιστήριο, η κοπέλα το πάλεψε όσο άντεχε και όσο μπόρεσε και όταν κατάφερε να βρει ευκαιρία, σηκώθηκε κι έφυγε και δεν μου ξαναμίλησε ποτέ. Από τότε πέρασα αρκετά στάδια, σίγουρα ήρθε η ωρίμανση σε βάθος, έφαγα και τη χαστούκα – πιστεύω πάρα πολύ στα ερεθίσματα γενικότερα και στο τι σου αφήνουν. Επεξεργάζεσαι ό,τι σου έρχεται και βγαίνεις λίγο διαφορετικός, σιγά-σιγά. Μετά είδα πώς χάθηκε όλος ο κύκλος μου όσο ήμουν στην εντατική και κατάλαβα επίσης πόσο επιφανειακό ήταν όλο αυτό με τους φίλους και τις παρέες και το πώς λειτουργεί. Σήμερα δεν θα τους έκρινα, γιατί ήμασταν 19 χρονών και με τις παρέες σου τα πράγματα αλλάζουν έτσι κι αλλιώς στην πορεία, αλλά τότε με είχε ενοχλήσει. Σίγουρα άρχισα να είμαι λίγο πιο συναισθηματικός απέναντι στην οικογένειά μου, αλλά δεν μπορώ να πω ότι άλλαξα κατευθείαν, ερχόντουσαν τα κατάλοιπα και τα πισωγυρίσματα ακόμα και στην πορεία. Τα περιγράφω όλα στο βιβλίο...
— Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ένα σημείο όπου λες ότι οι μεγαλύτεροι φόβοι για σένα τότε ήταν οι σπουδές και ο θάνατος, και τελικά τους ξεπέρασες και τους δύο.
Είναι αλήθεια. Όταν πήρα την απόφαση να σπουδάσω, πέρα από την αναπηρία, που πλέον δεν με ένοιαζε, είχα να αντιμετωπίσω και το στίγμα της ηλικίας. Έμπαινες στα έδρανα με ψυχολογικό disadvantage επειδή δεν είχες πάει ουσιαστικά σχολείο και ξαφνικά έρχονταν τα πιτσιρίκια να σου πούνε «ρε μπάρμπα, εσύ τι έκανες όταν ήταν η ώρα σου να τα κάνεις;». Ήταν πολύ δύσκολο, γιατί πέρα από το ηλικιακό, δεν είχα ανοίξει ποτέ βιβλίο μέχρι τότε, και αυτός ο συνδυασμός ψυχολογικά για μένα ήταν πολύ δύσκολος. Ήταν και μεγάλη η απόσταση, έπρεπε να φεύγω από τη δουλειά μου στη Λάρισα και να πηγαίνω στα Γιάννενα.

Φάνης Παπαδημητρίου, Kopf Hoch, εκδόσεις Ισνάφι
— Σκέφτηκες ποτέ «ως εδώ είναι, δεν μπορώ να προσπαθώ άλλο»;
Ποτέ, είναι στο αίμα μου η προσπάθεια. Στις γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, υποφέρω, μετά τη δεύτερη-τρίτη μέρα δεν αντέχω, θέλω να κάνω κάτι. Τις δυνάμεις σου τις μαθαίνεις μόνο στα κόκκινα, τι κρύβεις μέσα σου και τι μπορείς να αντέξεις. Μόνο μία φορά πραγματικά αισθάνθηκα ότι δεν μπορώ να προσπαθήσω για τίποτα, όταν αρρώστησε η μάνα μου. Έπαθε ανεύρυσμα, έμεινε δυο φορές σε κώμα, τη μία φορά μάλιστα δύο χρόνια, και πλέον είναι σε αμαξίδιο. Δεν έγραψα τα πάντα στο βιβλίο για να μην είναι πολύ δράμα.
— Φάνη, γιατί έγραψες αυτό το βιβλίο;
Αυτό το βιβλίο γράφτηκε σε μια φάση απολογισμού. Ήταν μια φάση που έβγαινα ουσιαστικά από απεξάρτηση από το ΚΕΘΕΑ, απεξάρτηση από τον τζόγο, και προχωρούσα με τις σπουδές μου, οπότε έκλεινε για μένα ένα μεγάλο κεφάλαιο και ξεκινούσε ένα νέο, που αισθανόμουν ότι μπαίνει πολύ δυνατά. Είχα και κάποια παιδιά γύρω μου, συμφοιτητές μου, που έβλεπαν το πώς πηγαινοερχόμουν από τη Λάρισα στα Γιάννενα για στη σχολή και μου έλεγαν «όλο αυτό που ζεις, όλο αυτό που κάνεις πρέπει να γίνει ταινία». Ήξερα από αυτά που είχα ζήσει τα τελευταία δέκα χρόνια ότι η αναπηρία είναι μια τεράστια χαβούζα έτσι όπως έχει εξελιχθεί, δεν είναι όλα ρόδινα όπως τα παρουσιάζουν κάποιοι –ούτε καν όμως–, είναι τεράστια η σαπίλα στην αναπηρία και στο πώς προβάλλεται, όπως τεράστια είναι και η ευθύνη που έχουμε όλοι μας.
Τέλος πάντων, αισθανόμουν ότι κλείνουν κάποια κεφάλαια δυναμικά, ένιωθα πνευματικά έτοιμος να αλλάξω ρότα τελείως και να μπω σε αυτά που πρέπει να κάνω για να είμαι δημιουργικός και παραγωγικός. Επειδή δεν μπορούσε να γίνει πρακτικά το ντοκιμαντέρ που μου είχαν προτείνει, μίλησα με έναν εκδότη που με ενθάρρυνε να γράψω τα περιστατικά που του είχα περιγράψει. Του έστειλα ένα δείγμα και μου είπε ότι έχω ωραίο αφηγηματικό λόγο και ότι όλα αυτά που είχα ζήσει άξιζε να τα κάνω βιβλίο. Δεν είχα ξαναγράψει ποτέ και τότε δεν είχα διαβάσει και περισσότερα από δυο-τρία βιβλία στη ζωή μου. Δεν έχω κίνηση στα δάχτυλα και γράφω με τις γροθιές, αλλά μπορώ να γράψω στο λάπτοπ και έχω εξασκηθεί, γράφω πολύ γρήγορα ακόμα και στο κινητό μου, απαντάω αστραπιαία – αυτό το δούλεψα γιατί σκεφτόμουν ότι αν θέλω να σταθώ στη δουλειά πρέπει να είμαι γρήγορος, και το κατάφερα. Με τον εκδότη αυτόν στη πορεία χάθηκα και τελικά βγήκε από έναν εκδοτικό των Ιωαννίνων το βιβλίο, τις εκδόσεις Ισνάφι. Επειδή άργησε να βγει, καθώς υπήρξαν κάποιες καθυστερήσεις που δεν τις υπολογίζαμε, πρόλαβα και έκανα και μια επικαιροποίηση, γιατί το βιβλίο έκλεινε εκεί που έχω μπει για πρακτική και εκτός συγκλονιστικού απροόπτου σύντομα θα πάρω το πτυχίο μου. Εκεί τέλειωνε η ιστορία, οπότε με την καθυστέρηση έκλεισε εκεί που κάνω το μεταπτυχιακό μου. Νομίζω ότι όλα κούμπωσαν και έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν.
— Ποια ήταν η πιο μεγάλη δυσκολία που αντιμετώπισες γράφοντας το βιβλίο;
Η πιο μεγάλη ήταν ότι συνέπεφτε η συγγραφή του με μαθήματα και δρομολόγια, είχα και τη δουλειά... Πήγαινα να δώσω μάθημα και έπρεπε το επόμενο πρωί να είμαι στη Λάρισα στη δουλειά μου και να είμαι και αποδοτικός.

— Δεν μου είπες τι σπούδασες.
Σπούδασα λογοθεραπεία στα Γιάννενα και τώρα κάνω το μεταπτυχιακό μου – «Αλγολογία και ανακουφιστική/παρηγορητική φροντίδα» στην Ιατρική Σχολή Λάρισας, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Την εποχή που το έγραφα, είχαμε και τα θέματα υγείας της μάνας μου, που ήταν σίγουρα μεγάλο θέμα, ήθελε χρόνο, και για μεγάλα διαστήματα τότε, για να δώσω λίγο χώρο στον πατέρα μου μπας και δουλέψει, έπαιρνα τη μάνα μου κι έμενα μόνος μου μαζί της στο σπίτι. Ήταν σε κώμα και ερχόταν να τη φροντίσει μια γυναίκα για τέσσερις ώρες, αλλά μετά είχα την έγνοια εγώ. Αυτό ήταν ένα τρομερά δύσκολο διάστημα, γιατί πήγαινα στη δουλειά και την παρακολουθούσα από μια μικρή κάμερα, μήπως συμβεί κάτι, για να φωνάξω κάποιον να πάει να τη βοηθήσει. Είχα ξεκινήσει να γράφω το βιβλίο, αλλά πρωταρχικός μου στόχος ήταν να τελειώσω τη σχολή, έτσι όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα. Το πτυχίο για μένα λειτουργούσε σαν μια έμμεση συγγνώμη στους δικούς μου, πέρα από όλα τ’ άλλα. Ήθελα να τους πω ότι, κοίτα, ακόμα και τώρα μπορούν να αλλάξουν πράγματα, κάλλιο αργά παρά ποτέ.
— Ο τζόγος πότε μπήκε στη ζωή σου;
Ο τζόγος υπήρχε απ' την αρχή, είναι συμπεριφορά. Όταν λες «πάμε και βλέπουμε», τζογάρεις. Αν παρατηρήσετε, τον τζόγο τον έχω απ’ την πρώτη στιγμή του βιβλίου στη ζωή μου, υπάρχει περίπτωση να είναι κληρονομικός, αυτό το κατάλαβα γράφοντας. Τζόγαρα τα πάντα, και εκεί που ήμουν ένα παιδί πολύ κοινωνικό και είχα και την κοπέλα μου, χωρίζω μαζί της, τρώω την ερωτική απογοήτευση, αλλάζουν τα δεδομένα, κλείνομαι στον εαυτό μου και ξαφνικά έχουν χαθεί όλα. Είχα κόψει όλες τις καταχρήσεις, τα πάντα, ουσίες, αλκοόλ, τσιγάρο, γιατί καταλάβαινα ότι το σώμα μου δεν άντεχε, δεν ήταν ο οργανισμός μου όπως πριν, έπρεπε να τον σεβαστώ παραπάνω, οπότε η διαφυγή που δεν έκανε κακό στην υγεία μου ήταν το Στοίχημα. Άρχισα ήπια, με στοιχήματα, και αυτό γιγαντώθηκε, δεν θέλει και πολύ. Ξέρεις ότι ο τζόγος είναι το νούμερο ένα «ναρκωτικό» στην Ελλάδα, μακράν; Πέρσι μόνο τα νόμιμα έσοδα, του κράτους, ήταν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, ο τζίρος ήταν πάνω από 36 δισ., είναι τραγικό. Κάποια στιγμή μια οικογενειακή φίλη που ο άντρας της ήταν τζογαδόρος μού είχε πει «πρόσεχε, γιατί το χειρότερο που κάνει ο τζόγος δεν είναι ότι σου τρώει τα χρήματα, αλλά ότι αλλοιώνει την προσωπικότητά σου». Ταυτίστηκα γιατί αισθάνθηκα ορισμένες στιγμές να χάνω κυριολεκτικά τον Φάνη, κι αυτό που δεν μπορούσα με τίποτα να χωνέψω ήταν ότι τον έβλεπα να αλλοιώνει τις προσωπικές μου σχέσεις, κυρίως με τους δικούς μου ανθρώπους, γι’ αυτό μπήκα στο πρόγραμμα απεξάρτησης.
— Δεν σκέφτηκες ποτέ ότι εκτίθεσαι πάρα πολύ με αυτό το βιβλίο;
Το ήξερα ότι θα εκτεθώ, αλλά έγινε σε μια φάση που ήμουν σίγουρος ότι δεν έχω να αποδείξω τίποτα σε κανέναν. Ό,τι αγώνες έχω κάνει, τους έχω κάνει με τις πλάτες μου, με άπειρα λάθη και πτώσεις αλλά με τις πλάτες μου. Κυρίως, βγήκα από μια διαδικασία απεξάρτησης για την οποία είμαι τρομερά περήφανος και θεώρησα ότι μέσα από αυτό ενδεχομένως θα βρουν και άλλοι άνθρωποι το θάρρος να μιλήσουν, γιατί ο τζόγος είναι εντελώς μοναχικός. Όλοι οι εθισμοί είναι, αλλά στον τζόγο κρύβεσαι. Έχω πει πολλές φορές ψέματα στη ζωή μου για να πάω να παίξω τζόγο. Πήγαινα στη γωνία, έχανα δυο κατοστάρικα και μετά έπρεπε να γυρίσω και να συνεχίσω κανονικά την κουβέντα για να μην το καταλάβουν. Και δεν είναι ότι πας εκεί επειδή θες να παίξεις, αλλά επειδή δεν μπορείς αλλιώς. Είναι ένα ντόμινο ψυχικό το οποίο σε παίρνει και σε πάει όσο πάει...
— Πες μου τι σημαίνει το «Kopf Hoch» του τίτλου.
Συνδέεται με ένα πολύ έντονο βίωμα που είχα στη Γερμανία το 2009, κατά τη διάρκεια της αποκατάστασής μου εκεί. Ήταν ένας ασθενής παραπληγικός, ο Κλάους, που είχε παλιά ατύχημα με αυτοκίνητο και είχε μπει στο κέντρο γιατί είχε κάτι θέματα με κατακλίσεις, με τον οποίο είχαμε μια πολύ καλή επαφή, με είχε συμπαθήσει πολύ από την αρχή γιατί είχε μια κόρη στην ηλικία μου. Λίγο πριν ολοκληρωθεί η αποκατάστασή μου, έπρεπε να φύγει, και όταν ήταν η ώρα να αποχαιρετιστούμε, με καλεί στο δωμάτιο, και εκεί που τον είχα συνηθίσει χαρούμενο και μέσα στα αστεία, τον βλέπω πολύ σοβαρό. Με αποχαιρέτησαν η γυναίκα και η κόρη του και πριν βγουν από το δωμάτιο μού έδωσαν μια σακούλα που είχε μέσα ένα αρκουδάκι και πάνω του ένα καρτελάκι που έγραφε «Kopf Hoch». Ρωτάω τον Κλάους, με τα μόνα γερμανικά που ξέρω, «τι είναι αυτό;», δεν παίρνω καμία απάντηση και βλέπω από το μάτι του να τρέχει ένα δάκρυ. Ήταν ακίνητος, και με το καλό του χέρι έκανε μια κίνηση για να μου δείξει «ψηλά το κεφάλι». Δεν έχω ξανακλάψει τόσο στη ζωή μου, έφυγα από το δωμάτιο κλαίγοντας γιατί κατάλαβα ότι τώρα ξεκινάνε όλα τα δύσκολα. Πρέπει να πω ότι δεν ήθελα να γράψω ένα βιβλίο αυτοβελτίωσης, δεν είναι οδηγός, δεν έχω σκοπό να παραστήσω τον μέντορα κανενός. Εγώ δίνω τη δική μου ιστορία, τη δική μου μαρτυρία, κι ας την προσλάβει ο καθένας όπως νιώθει και αισθάνεται.
— Ποια είναι η πιο μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζεις καθημερινά;
Πριν από μερικά χρόνια θα απαντούσα να μπορώ να επιλέγω για μένα την καθημερινότητά μου, αυτό είναι το μεγαλύτερο βάσανο για μένα και το μεγαλύτερο κίνητρο, να μη με πηγαίνει η ζωή αλλά να την πηγαίνω εγώ όπως θέλω. Αυτήν τη στιγμή έχω μπει σε ένα μοτίβο συνεχούς εξέλιξης και θέλω να το πάω όσο πιο ψηλά μπορεί να πάει. Με αυτό που γίνεται τώρα με το βιβλίο, έτσι όπως εξελίσσεται, αισθάνομαι γεμάτος, πήρα πτυχίο, κάνω μεταπτυχιακό… Αν με ρωτούσες πριν από ενάμιση χρόνο, θα σου έλεγα ότι η πρόκληση ήταν να βγάλω το πανεπιστήμιο· από τη στιγμή που το πέτυχα, είμαι σε μια πολύ πιο ήρεμη φάση της ζωής μου.

— Σε πρακτικό επίπεδο, πώς είναι να ζεις μόνος;
Για ένα άτομο σαν κι εμένα, που δεν μπορώ να σηκωθώ από το κρεβάτι μόνος μου, που χρειάζομαι βοήθεια για να μπω και να βγω, και μένω και στον πέμπτο, όπως καταλαβαίνεις έχει τα ρίσκα του, όσο safe και να είναι. Το 2021 έγινε ένας πολύ δυνατός σεισμός στη Λάρισα κι εκεί κατάλαβα πως, ό,τι και να λέμε, τα πράγματα δεν είναι ρόδινα. Όχι ότι δεν το είχα στο μυαλό μου ή δεν βρέθηκα σε δύσκολες καταστάσεις τα προηγούμενα χρόνια, αλλά όταν είδα τους άλλους να πανιάζουν και να λέω «βάλε με στο ασανσέρ και ό,τι γίνει», γιατί ήμουν σίγουρος ότι θα κάνει μετασεισμό, κατάλαβα ότι δεν είναι όλα ρόδινα και ποτέ δεν θα είναι. Η Λάρισα σίγουρα είναι σε έναν ικανοποιητικό βαθμό προσβάσιμη, είναι από τις πιο προσβάσιμες πόλεις αυτήν τη στιγμή, οπότε αυτό βοηθάει πολύ στην καθημερινότητά μου. Σίγουρα βοηθάει και το ότι έχω δικτυωθεί πλέον με πάρα πολύ κόσμο και ότι έχω την αποδοχή της τοπικής κοινωνίας, έχουμε αλληλοεκτίμηση με πολύ κόσμο, έχω κάποιες πόρτες που μπορώ να χτυπήσω και να πω θέλω μια βοήθεια, αν και προσπαθώ να ενοχλώ όσο λιγότερο μπορώ. Έχω τον βοηθό μου, έχω μια καθημερινότητα που έχει μια πολύ καλή ροή. Έρχεται το πρωί, με σηκώνει, ετοιμάζομαι για τη δουλειά, πάει ο καθένας στη δουλειά του, θα βρεθούμε το μεσημέρι όταν σχολάσουμε και θα του πω τι έχω να κάνω μέσα στη μέρα. Κάνω και μια ραδιοφωνική εκπομπή κάθε Τρίτη σε σταθμό της Λάρισας και κοιτάμε να κάνουμε αμοιβαίες υποχωρήσεις ώστε να λειτουργούμε και οι δύο. Έχει και τρία παιδιά. Έχω περάσει πολύ δύσκολα χρόνια μέχρι το 2022, ήταν σαν ένα τσουνάμι που ήρθε και τα σάρωσε όλα, αλλά τώρα είναι σαν έχει βγάλει μια θάλασσα λάδι με έναν ήλιο από πίσω, the calm after the storm.
Για μένα με την αναπηρία σαφώς υπάρχουν και θέματα του κράτους και παροχών και έλλειψης φροντίδας και έλλειψης ενσυναίσθησης κ.λπ., αλλά θεωρώ ότι και τα ίδια τα άτομα με αναπηρία φέρουν μεγάλη ευθύνη για το πώς έχει η κατάσταση. Θα πρέπει να προσπαθήσουν να συνυπάρξουν πιο ειρηνικά με τον κόσμο. Όταν εσείς θα έρθετε να με βοηθήσετε κι εγώ θα σας την πω, ή θα πείτε κάτι κι εγώ θα πιαστώ κατευθείαν απ’ τη λέξη και δεν θα σας δώσω το περιθώριο λάθους, την επόμενη φορά το πιο εύκολο για σας είναι να μην ασχοληθείτε μαζί μου. Δεν μπορώ να μη λάβω υπόψη μου την πρόθεση, ακόμα κι αν ο τρόπος δεν είναι ο σωστός. Είμαι απαιτητικός μεν στις βασικές μου ανάγκες, για να μπορέσω να λειτουργήσω, αλλά δεν ήμουν ποτέ απαιτητικός με κάποιον, παρεξηγώντας τι θα μου πει. Του δίνω όλο το περιθώριο του λάθους, γιατί έτσι θα μάθει κι αυτός να με προσεγγίζει. Αν έρθει να μου μιλήσει και φοβάται να πει τη λέξη «καρότσι» αντί «αμαξίδιο», αν πει «ανάπηρος» ή «ΑΜΕΑ» και κατευθείαν του την πω, το πιο πιθανό είναι να πει «όπα, άσε, γιατί θα μπλέξουμε». Είναι φοβερό να φοβάσαι να χρησιμοποιήσεις κάποιες λέξεις. Κι αυτό ισχύει για όλους και σε κάθε περίπτωση. Τις προάλλες σε μια συζήτηση είπα «θα είναι και η κουτσή Μαρία» και αμέσως υπήρξε αντίδραση και μου είπαν «αυτό είναι μισαναπηρισμός», τι να απαντήσω εγώ μετά; Όσον αφορά την πρόθεση, ήρθε κάποιος στο αεροδρόμιο που στεκόμουν και μου είπε «ελπίζω να πετύχει η εγχείρηση», μου ήρθε να του πω «επίσης», αλλά δεν του το είπα γιατί μετρούσε περισσότερο η πρόθεση παρά αυτό που είπε, ήθελε να μου πει κάτι να μου απαλύνει τον πόνο εκείνη την ώρα, να με παρηγορήσει.
— Την καραντίνα την πέρασες στη Λάρισα;
Με ευνόησε πολύ η καραντίνα, γιατί ήταν το πρώτο έτος του πανεπιστημίου, οπότε γλίτωσα πολλά πηγαινέλα. Με βοήθησε πολύ να προσαρμοστώ, γιατί υπήρχε τρομερή επιείκεια προς όλους τους φοιτητές. Είχα κι ένα νταραβέρι, οπότε την καραντίνα την έβγαλα με αγκαλιές, ταινίες και τηλεργασία.
— Να σε ρωτήσω πώς επηρεάστηκε η σεξουαλική σου ζωή μετά το ατύχημα;
Κοίταξε, σχέσεις δεν έχω κάνει πολλές, αναφέρω στο βιβλίο ότι είχα αρκετές σεξουαλικές συνευρέσεις, αλλά πέραση είχα όλα τα χρόνια, κι αυτό συνεχίστηκε και ήταν από τα πράγματα που με βοήθησαν να σταθώ, ήταν πολύ βασικό. Ξέρω παιδιά που πραγματικά υποφέρουν από αυτό. Όταν γύρισα στη Λάρισα και χώρισα με την κοπέλα με την οποία τα είχα, κλείδωσα. Μπορεί να έκανα σεξ με κοπέλες, αλλά η πρώτη φορά που νιώθω έτοιμος να δώσω πραγματική, ουσιαστική ευκαιρία σε άνθρωπο, να κάνω σχέση, είναι τώρα.
— Μπορεί να είναι προφανής η απάντηση, αλλά θα σε ρωτήσω: τι θα άλλαζες αν μπορούσες να γυρίσεις πίσω τον χρόνο;
Δεν είναι καθόλου προφανής η απάντηση. Πολλοί με έχουν πει τρελό γι’ αυτό, αλλά θα σ’ το πω. Με πιάνουν κατά καιρούς και με ρωτάνε «αν υπήρχε μια θεραπεία για να περπατήσεις, θα την έκανες;». Και τους λέω ότι, πραγματικά, εδώ και πολλά χρόνια το τελευταίο πράγμα που σκέφτομαι είναι να ξαναγυρίσω στην προηγούμενη ζωή μου. Μου έχει πάρει τόσα χρόνια να προσαρμοστώ, τόσα χρόνια να φέρω τη ζωή μου σε ένα επίπεδο το οποίο το απολαμβάνω. Καταλαβαίνω απόλυτα όταν ρωτάνε «δεν θέλει ο τυφλός το φως του;»· φυσικά και το θέλει. Αλλά μετά από τόσα χρόνια, όταν έχεις κάνει τόσο αγώνα, έχεις συνηθίσει τόσο, η ζωή σου είναι φουλ προσαρμοσμένη γύρω απ' αυτό, αν σου πούνε πάλι «ξέχνα το αυτό και πήγαινε αλλιώς», δεν είναι τόσο απλή απόφαση, πιστέψτε με.
— Ο Cormac McCarthy έχει γράψει στον «Δρόμο»: «Ποτέ δεν θα μάθεις από ποια χειρότερη τύχη σε έχει γλιτώσει η κακή σου τύχη».
Αν μπορούσατε να μπείτε στο μυαλό μου αυτήν τη στιγμή και να δείτε τα κουτάκια με τους στόχους μου, το να περπατήσω δεν είναι καν στους στόχους. Πιο πολύ με καίει να μπω σε μια καλή σχέση με έναν άνθρωπο που θα γουστάρω και θα μπορώ να πω ότι εδώ θέλω να αράξω και ενδεχομένως να κάνω και οικογένεια. Αν μου έβαζες ένα μπλε και ένα κόκκινο κουμπί και το μπλε ήταν «οικογένεια-παιδί» και το κόκκινο «πόδια», θα πατούσα κατευθείαν το μπλε.
Ο Φάνης Παπαδημητρίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Φοίτησε στο Μαράσλειο Πειραματικό Γυμνάσιο και αποφοίτησε από το Νυχτερινό Λύκειο Βύρωνα. Η κύρια ενασχόλησή του μέχρι το τέλος του σχολείου ήταν το ποδόσφαιρο. Έχει αγωνιστεί σε ομάδες όπως η ΑΕΚ, ο Εθνικός Αστέρας, ο Ηλυσιακός, ο Α.Ο. Καρδίτσας κ.ά., ενώ έχει διακριθεί (χάλκινο και ασημένιο μετάλλιο) και με την ομάδα ΑΣΑΧ σε Πανελλήνια Πρωταθλήματα Πινγκ Πονγκ ΑμεΑ. Είναι απόφοιτος του τμήματος Λογοθεραπείας της Σχολής Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (2024) και εργάζεται ως διοικητικός υπάλληλος στον δήμο Λάρισας, όπου ζει.