Αχμέτ Αλτάν: «Καμιά λέξη δεν μπορεί να περιγράψει τον βαθύ, γυμνό και αρχέγονο καημό που βιώνεις στη φυλακή» Facebook Twitter

Αχμέτ Αλτάν: «Καμιά λέξη δεν μπορεί να περιγράψει τον βαθύ, γυμνό και αρχέγονο καημό που βιώνεις στη φυλακή»

0

«Μπορείτε να με φυλακίσετε, αλλά δεν μπορείτε να με κρατάτε εδώ». Έχει ήδη καταστεί εμβληματική η φράση αυτή που βρίσκεται στο τέλος του πιο πρόσφατου βιβλίου του σπουδαίου Τούρκου λογοτέχνη Αχμέτ Αλτάν που έχει τίτλο «Δεν θα ξαναδώ ποτέ τον κόσμο». Ο 69χρονος συγγραφέας και δημοσιογράφος έχει καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη με την αστήρικτη κατηγορία της «απόπειρας ανατροπής του καθεστώτος και βρίσκεται φυλακισμένος εδώ και τρία χρόνια, από την εποχή του κύματος καταστολής που ακολούθησε την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016 στην Τουρκία. Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το απόσπασμα του βιβλίου που δημοσιεύτηκε αυτήν την εβδομάδα στο Paris Review υπό τον τίτλο «Ταξίδι γύρω από το κελί μου». Σ' αυτό, ο Αλτάν γράφει με συγκλονιστικό τρόπο για τη ζωή του στη φυλακή, για τα «μαγικά παράδοξα» της γραφής, για τον καημό της επιθυμίας, για τα όνειρα που δεν μπορούν να βγουν αληθινά, και για εκείνα που μπορούν, γι΄ αυτό είναι και τα πιο τρομακτικά. «Υπάρχει μια θεραπεία για τα πάντα», γράφει. «Εκτός από τη λαχτάρα».

Μπορώ να γράψω οπουδήποτε – οι ήχοι και οι κινήσεις γύρω μου όχι μόνο δεν μου αποσπούν την προσοχή, αλλά με το που ξεκινώ το γράψιμο, σταματώ να προσέχω τι συμβαίνει γύρω μου. Πηγαίνω σ' ένα αόρατο δωμάτιο όπου είμαι ολομόναχος και κόβω κάθε δεσμό με τον υπόλοιπο κόσμο.
 
Λησμονώ οτιδήποτε δεν αποτελεί μέρος αυτού για το οποίο γράφω.
 
Η λήθη είναι η μεγαλύτερη πηγή ελευθερίας που μπορεί να έχει ένα άτομο. Η φυλακή, το κελί, οι τοίχοι, οι πόρτες, οι κλειδαριές, τα προβλήματα και οι άνθρωποι – τα πάντα και οι πάντες που θέτουν όρια στη ζωή μου και μου λένε «δεν μπορείς να πας παραπέρα» σβήνουν και χάνονται.

Από τότε που ήμουν παιδί σκεφτόμουν ότι υπάρχει μια γραμμή στον ορίζοντα όπου σταματά η βροχή και αναρωτιόμουν πού να είναι. Στη φυλακή, την είδα αυτή τη γραμμή.


 
Η πράξη της γραφής υποθάλπει ένα μαγικό παράδοξο – λειτουργεί ως καταφύγιο και κρυψώνα αλλά συγχρόνως σου επιτρέπει να ανοίξεις τον εαυτό σου στον κόσμο και να απλωθείς μέσω των λέξεων στο σύμπαν.
 
Σε βοηθάει όχι μόνο να ξεχνάς αλλά και να σε θυμούνται.
 
Και όπως όλοι οι συγγραφείς, θέλω και να ξεχνάω και να με θυμούνται.
 
Η επιθυμία της λήθης είναι αθώα – όλοι κάποτε παρασύρονται σ' αυτήν και όλοι την κατανοούν.
 
Η επιθυμία να σε θυμούνται δεν είναι τόσο ανεκτή – αντιμετωπίζεται ως αλαζονική και άπληστη συμπεριφορά και προκαλεί το μένος των ανθρώπων που την βλέπουν ως μια αξίωση των θνητών σε ένα αποκλειστικά θεϊκό δικαίωμα.
 
Και έτσι είναι.
 
Γιατί όμως είναι κακό να θέλει κάποιος να κλέψει τη φωτιά που ανήκει στους θεούς; Δεν είναι ανάμεσα στ' άλλα η ανθρώπινη περιπέτεια και ένα εγχείρημα θεοποίησης;
 
Δεν μας έλκει στη διάρκεια της ζωής όλο και πιο πολύ η ιδέα της θεοποίησης μας ενώ βυθιζόμαστε όλο και πιο πολύ στις κοινοτοπίες της ανθρωπότητας; Δεν φωτίζει τον κόσμο η δημιουργική λάμψη της αέναης μάχης μας ενάντια στο θάνατο ενώ την ίδια στιγμή μας βουλιάζουν στο τέλμα οι οικτρές φιλοδοξίες όντων που λησμονούν τον θάνατο;
 
Γιατί δηλαδή να μην επιζητούμε την θεοποίηση;
 
Όταν κάποιος καταδικάζεται να ξεχαστεί σε μια πλαστική καρέκλα μέσα σ΄ ένα κελί που η σιδερένια πόρτα του κλειδώνει μόνο απ' έξω, πρέπει να ομολογήσω ότι η επιθυμία μου να με θυμούνται μου φαίνεται ότι απλά εξυπηρετεί μια ανθρώπινη ανάγκη για δικαίωση.



Καθώς γράφω, λέω «εγώ θα σας ξεχάσω αλλά εσείς θα με θυμόσαστε».
 
Πόσο απίστευτα αλαζονικό και ματαιόδοξο, ναι.
 
Παρ' όλα αυτά, προτιμότερο από την ανειλικρίνεια και την υποκριτική μετριοφροσύνη που επιζητά τον οίκτο των άλλων.
 
Το πλαστικό τραπέζι και η καρέκλα είναι για να γράφω και οι βόλτες στο προαύλιο είναι για να ονειρεύομαι.
 
Όπως όλοι οι άνθρωποι, τα όνειρά μου είναι δύο ειδών. Τα όνειρα που μπορούν να γίνουν αληθινά και τα όνειρα που ποτέ δεν μπορούν να γίνουν αληθινά.
 
Τα όνειρα που μπορούν να γίνουν αληθινά με τρομάζουν. Δεν ξέρω γιατί. Ποτέ σχεδόν δεν ονειρεύομαι πράγματα που μπορούν πραγματικά να συμβούν. Καμιά φορά όμως χάνω τον έλεγχο και παρασύρομαι στη χώρα των ονείρων που θα μπορούσαν πιθανόν να πραγματοποιηθούν. Ανάμεσα σε τέτοια όνειρα είναι και ένα σπίτι στην εξοχή, γαλήνιο κι ευτυχισμένο. Ένα ήσυχο δωμάτιο για να γράφω, ένας όμορφος κήπος, ένα ρυάκι.
 
Η αλήθεια είναι ότι για κάποιον στη θέση μου, κανένα όνειρο δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως εφικτό, αλλά καμιά φορά ξεχνιέμαι.
 
Συνήθως όμως προσπαθώ να ξεφεύγω από τέτοια όνειρα.
 
Φοβάμαι ότι αν συνεχίσω να τα ονειρεύομαι, χάνεται κάθε ελπίδα να βγουν αληθινά.
 
Αντίθετα, ρίχνω τον εαυτό μου στα ανέφικτα όνειρα. Αυτά είναι τα όνειρα όπου μπορώ κατά βούληση να αλλάξω τον χρόνο και τον χώρο και να βρεθώ στην ηλικία και στον αιώνα της επιλογής μου. Σε μια μαγική ζούγκλα γεμάτη παιχνίδια και απολαύσεις. Εκεί παίρνω τη ζωή και την σμιλεύω σε διαφορετικό σχήμα κάθε μέρα.
 
Κάποιες φορές, εκεί ανάμεσα στα εφικτά και στα ανέφικτα όνειρα, μια εικόνα, μια φωνή, μια πρόταση μου τραβά την προσοχή και αμέσως την παίρνω και την βάζω σ΄ ένα ειδικό μέρος με σκοπό να φωλιάσει σε μια νουβέλα κάποτε.
 
Σταδιακά, αυτή η μόνη πρόταση, αυτή η μόνη φωνή, αυτή η μόνη εικόνα παίρνει σάρκα και οστά και αρχίζει να αναπαράγεται, γίνεται μια σκηνή από την οποία αναδύονται νέοι άνθρωποι και νέες φωνές, αναπτύσσεται σαν σπόρος που βλασταίνει. Βλέπω ανθρώπους, τους ακούω, τους μιλάω.
 
Τότε επιστρέφω αμέσως στο κελί και τους βάζω στο τετράδιο.
 
Τέτοιες στιγμές, νιώθω μια πελώρια χαρά. Τέτοιες στιγμές, συνειδητοποιώ ότι μια γωνιά του μυαλού στην οποία δεν έχω πρόσβαση, ετοιμάζεται να γράψει μια νέα νουβέλα χωρίς να κάνει τον κόπο να με ειδοποιήσει.
 
Η σχέση μου μ' αυτή την απρόσιτη γωνιά του μυαλού είναι περίεργη. Ξέρω ότι είναι εκεί αλλά δεν επιχειρώ να ανοίξω τις πόρτες της. Ούτε καν σκέφτομαι ότι υπάρχει. Μόνο περιμένω να ωριμάσουν και να αναδυθούν όλες αυτές οι σκηνές, όλοι αυτοί οι άνθρωποι και να μου πουν στον πιο ανύποπτο χρόνο «ξεκίνα να γράφεις, τι περιμένεις...».



Οι βόλτες μου στο προαύλιο είναι γεμάτες περισυλλογή, έντονο διάλογο με τον εαυτό μου, όνειρα και σκηνές μιας νέας νουβέλας.
 
Ο περίβολος της φυλακής έχει τις δικές του εποχές, τους δικούς του ήλιους, τις δικές του βροχές. Τον χειμώνα, ο ήλιος ίσα που γδέρνει τις κορυφές από τα τοιχώματα. Την άνοιξη, λάμπει σε μια γωνία μόνο. Το καλοκαίρι, το φως μπορεί να φτάσει μέχρι και το κέντρο της αυλής. Δεν υπάρχει εποχή όμως που να φτάνει ο ήλιος σε όλο το προαύλιο. Υπάρχει μια πλευρά που είναι πάντα στη σκιά.
 
Από τότε που ήμουν παιδί σκεφτόμουν ότι υπάρχει μια γραμμή στον ορίζοντα όπου σταματά η βροχή και αναρωτιόμουν πού να είναι.
 
Στη φυλακή, την είδα αυτή τη γραμμή.
 
Έβρεχε μόνο στο μισό προαύλιο. Είτε το σύννεφο τελείωνε ακριβώς πάνω από τη μέση της αυλής είτε οι τοίχοι εμπόδιζαν τη βροχή να πέφτει πέρα από μια συγκεκριμένη γραμμή.
 
Έπαιζα σαν παιδί με τη βροχή στο προαύλιο: έκανα ένα βήμα μπροστά και βρεχόμουν, έκανα ένα βήμα πίσω και ήμουν στεγνός.
 
Το μισό προαύλιο στεγνό, το μισό βρεγμένο με μια αυστηρή γραμμή να χωρίζει τα δύο μέρη. Μου φάνηκε σαν θαύμα. Ίσως και να ήταν θαύμα.
 
Νωρίς ένα βράδυ με πήρε ο ύπνος και όταν ξύπνησα το φεγγάρι έλαμπε πάνω από το ατσάλινο κελί. Το φως του έμοιαζε να καλύπτει ολόκληρο σχεδόν τον ουρανό. Η θεά αυτού του ασημένιου φωτός με τις σκοτεινές μπλε αποχρώσεις με γέμισε φόβο. Ήταν τρομακτικό να βλέπεις κάτι τόσο όμορφο μέσα από τη φυλακή. Χωρίς δισταγμό, σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα κάτω.
 
Κάθε τόσο περνάνε αεροπλάνα πάνω από το προαύλιο. Τα βλέπω κι από το παράθυρο του κελιού όταν ξαπλώνω τις νύχτες. Ταξιδεύουν προς τις ελεύθερες χώρες. Όποτε τα κοιτάζω, θυμάμαι αυτή τη χαρακτηριστική οσμή που έχουν οι καμπίνες των αεροπλάνων, θυμάμαι τα δικά μου ταξίδια, θυμάμαι να προσγειώνομαι σε μια ξένη πόλη μ' ένα σκίρτημα ενθουσιασμού και προσμονής.
 
Ζω στην ίδια φυλακή που είναι και ο αδελφός μου ο Μεχμέτ Αλτάν, αλλά μας έχουν σε διαφορετικά κελιά και δεν μας επιτρέπουν να μείνουμε μαζί. Όταν πρωτοήρθε στη φυλακή, ένας κρατούμενος που πληροφορήθηκε από τους φρουρούς την άφιξή του, του φώναξε από το διπλανό προαύλιο: «Μεχμέτ, εδώ πρέπει να ξεχάσεις τον έξω κόσμο, αλλιώς θα περάσεις πολύ άσχημα».
 
Σοφή συμβουλή, αναμφισβήτητα.
 
Πρέπει να ξεχάσεις ότι υπάρχει ζωή μακριά από 'δω.
 
Είναι αδύνατον όμως να απαλλαγείς από την επιθυμία. Μπορείς να ξεχάσεις τη ζωή, δεν μπορείς όμως να ξεχάσεις τους ανθρώπους που αγαπάς και κάθε όμορφο πράγμα που τυχαίνει να δεις μεγαλώνει αυτόν τον καημό.
 
Είναι κάποιες φορές που τέτοιες κρίσεις αβάσταχτης λαχτάρας είναι τόσο έντονες που νιώθεις τα πνευμόνια σου να ραγίζουν, σα να παλεύει να βγει ένα πλάσμα από μέσα σου. Αισθάνεσαι ότι πεθαίνεις. Τέτοιες στιγμές, πρέπει να κινηθείς για να ξεφύγεις απ' αυτό το πλάσμα.
 
Αν είναι μέρα, βγαίνεις στο προαύλιο. Περπατάς και περπατάς και περπατάς. Για ώρες. Μέχρι να ηρεμήσεις.
 
Τη νύχτα όμως τι γίνεται; Δεν έχεις πού να πας, πού να περπατήσεις, προς τα πού να κινηθείς. Μόνο μια καρέκλα για να κάτσεις. Οι πόρτες είναι κλειδωμένες. Αυτές είναι οι πιο δύσκολες ώρες των ταξιδιών μου μέσα στο κελί.
 
Με κάποιο τρόπο, έρχεται και μια περίεργη αίσθηση ενοχής να αναμιχθεί με την επιθυμία. Θυμώνεις με τον εαυτό σου επειδή «δεν της είπες πότε πόση αγάπη νιώθεις για εκείνη» όταν μπορούσες. Στην πραγματικότητα της το είχες πει, τούτη τη στιγμή όμως εδώ μέσα σου φαίνεται ότι το έχεις αμελήσει. Απλά θα ήθελες τόσο πολύ να μπορείς να της το πεις τώρα, είναι όμως αδύνατον. Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που συνειδητοποιείς πραγματικά ότι οι πόρτες είναι κλειδωμένες.
 
Θυμάσαι το πρόσωπό της, θυμάσαι τη φωνή της, θυμάσαι το άγγιγμά της, θυμάσαι τη μυρωδιά της, θυμάσαι το γέλιο της, θυμάσαι τα πράγματα που κάνατε μαζί.
 
Είναι αδύνατο να περιγράψεις αυτόν τον καημό που βιώνει κανείς στη φυλακή. Είναι τόσο βαθύς, τόσο γυμνός, τόσο αρχέγονος. Καμιά λέξη δεν μπορεί να είναι τόσο γυμνή και αρχέγονη. Είναι ένα συναίσθημα που δεν μπορείς να περιγράψεις με λόγια. Μπορούν να το περιγράψουν μόνο τα γρυλίσματα και τα βογκητά ενός σκυλιού που μόλις το πυροβόλησαν.
 
Για να γίνει αντιληπτό αυτό το συναίσθημα θα έπρεπε να μπορεί να ακούσει κανείς τον εσωτερικό θρήνο των φυλακισμένων. Ποτέ όμως αυτός δεν ακούγεται.
 
Υπάρχει μια θεραπεία για τα πάντα. Εκτός από τον καημό.
 

__________________ 

Με στοιχεία από τη δημοσίευση στο Paris Review αποσπάσματος της πρόσφατης μετάφρασης στα αγγλικά του βιβλίου του Μεχμέτ Αλτάν, «Δεν θα ξαναδώ ποτέ τον κόσμο».
Μετάφραση: Δ. Πολιτάκης

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

100 βιβλία που ξεχωρίσαμε για αυτό το καλοκαίρι

Βιβλίο / 100 βιβλία να διαβάσεις κάτω από ένα αρμυρίκι ή στην πόλη με το κλιματιστικό στο φούλ

Κλασική λογοτεχνία, σύγχρονοι συγγραφείς, δοκίμια, ιστορία, αυτοβελτίωση, βιβλία για το «μικρό» να μην είναι όλη την ώρα στο iPad. Kάτι για όλους για να περάσει όμορφα, ήσυχα και ποιοτικά το καλοκαίρι.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΡΙΑ ΔΡΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κι όμως, πέρασε μισός αιώνας από την αυγή των Talking Heads

Βιβλίο / Κι όμως, πέρασε μισός αιώνας από την αυγή των Talking Heads

Τέτοιες μέρες πριν από πενήντα χρόνια, το γκρουπ έκανε το ντεμπούτο του στην σκηνή του θρυλικού κλαμπ CBGB στη Νέα Υόρκη, κι ένα νέο βιβλίο ακολουθεί την πορεία τους από τις πρώτες τους ημέρες μέχρι το είδος εκείνο της επιτυχίας που συνήθως έρχεται με τα δικά της προβλήματα
THE LIFO TEAM
Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Βιβλίο / Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Η Γαλλίδα κριτικός λογοτεχνίας της «Monde», Φλοράνς Νουαβίλ, στο «Μίλαν Κούντερα: Γράψιμο... Τι ιδέα κι αυτή!», αποκαλύπτει καίριες στιγμές και συγγραφικές αλήθειες του καλού της φίλου, αναιρώντας όλες τις κατηγορίες που συνδέονταν με το όνομά του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Πάουλο Σκoτ

Βιβλίο / Πάουλο Σκoτ: «Στη Βραζιλία ο ρατσισμός είναι παντού, στη λογοτεχνία, στους στίχους της σάμπα»

Πότε ρεαλιστικό, πότε στρατευμένο, πότε αστυνομικής υφής, πότε μια τρελή και ξεκαρδιστική σάτιρα. Οι «Φαινότυποι» του Πάουλο Σκοτ είναι ένα αξιοσημείωτο βιβλίο. Μιλήσαμε με τον Βραζιλιάνο συγγραφέα για τη λογοτεχνία, την κατάσταση στη Βραζιλία και την αξία των λογοτεχνικών βραβείων.
ΒΕΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κώστας Σπαθαράκης, εκδότης.

Κώστας Σπαθαράκης / Κώστας Σπαθαράκης: «Δεν έχουμε αφηγήσεις για τις ερωτικές μας σχέσεις, για τα νιάτα μας»

Για τον άνθρωπο πίσω από τις εκδόσεις αντίποδες, το μεγαλύτερο όφελος ήταν ότι, ενώ του άρεσε να είναι χωμένος μέσα στα βιβλία – μια μοναχική και ίσως ναρκισσιστική συνήθεια –, στην πορεία έμαθε να τη μετατρέπει σε εργαλείο κοινωνικότητας και επαφής με τους γύρω του.
M. HULOT
Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού

Βιβλίο / Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: «Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού»

Ο πολυβραβευμένος Κολομβιανός συγγραφέας μιλά στη LiFO για τη βία που στοιχειώνει τη χώρα του, τη δύναμη της λογοτεχνίας να ανασύρει όσα κρύβει η Ιστορία, αλλά και για την αρχαιοελληνική φιλοσοφία ως σταθερή επιρροή του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
H Gen Z όχι μόνο διαβάζει αλλά συγχρόνως αλλάζει και την ίδια την έννοια της ανάγνωσης

Βιβλίο / Η Gen Z δεν διαβάζει απλώς· επαναπροσδιορίζει την ανάγνωση

Οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς λατρεύουν την απόδραση, παίρνουν την λεγόμενη fan fiction τόσο σοβαρά όσο και τη λίστα Booker, αναβιώνουν κλασικά βιβλία από την Τζέιν Όστεν έως τον Ντοστογιέφσκι και μοιράζονται ιστορίες στις δικές τους κοινότητες.
THE LIFO TEAM
Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Βιβλίο / Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Ο Πέρσιβαλ Έβερετ έγραψε ένα άκρως επίκαιρο, δεδομένων των τελευταίων ημερών, βιβλίο, που ταυτόχρονα φιλοδοξεί να καταστεί κλασικό, για τον ρατσισμό και τη χαμένη ανθρωπιά, και κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ και το Πούλιτζερ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη, κιθαρίστα και σκιτσογράφο Κώστα Μπέζο, που ξαναγράφει την ιστορία της Ελλάδας πριν από το 1940

Βιβλίο / «Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη Κώστα Μπέζο

Τη δεκαετία του ’30 άνθισε στην Ελλάδα ένα μουσικό είδος «διαφυγής» από τη σκληρή πραγματικότητα, οι χαβάγιες. Ο Κώστας Μπέζος, αινιγματική μορφή μέχρι πρόσφατα και σημαντικός ρεμπέτης και σκιτσογράφος, έγραψε μια ανείπωτη ιστορία, διαφορετική από αυτή που η επίσημη ιστορία έχει καταγράψει για την εποχή του Μεσοπολέμου.  
M. HULOT
Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Βιβλίο / Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Η Καταλανή συγγραφέας, που έχει εξελιχθεί σε σημείο αναφοράς της σύγχρονης queer λογοτεχνίας, μεταφράζεται παγκοσμίως και τη θαυμάζει ο Αλμοδόβαρ, μιλά στη LiFO για το τι σημαίνει να ζεις ελεύθερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Βιβλίο / Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Το πρώτο βιβλίο του Φάνη Παπαδημητρίου είναι μια συγκινητική εξομολόγηση για το ατύχημα στα 19 του που τον καθήλωσε σε αμαξίδιο, την πάλη του με τον τζόγο και τον αγώνα που έδωσε να ξαναφτιάξει τη ζωή του «μετά το τσουνάμι που ήρθε και τα σάρωσε όλα».
M. HULOT
«Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Το πίσω ράφι  / «Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Πιστή στην κλασική μορφή του μυθιστορήματος, αλλά ταυτόχρονα ανατρεπτική και μεταμοντέρνα, η καυστική σάτιρα του Τζόναθαν Κόου για τη βρετανική άρχουσα τάξη των αρχών της δεκαετίας του ’90 διαβάζεται μονορούφι.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ